Της Νάνσυ Κούκου,
Ο «Χρυσούς Αιών του Περικλέους», Κλασσική περίοδος ή αλλιώς 5ος αιώνας είναι η εποχή στην οποία το ελληνικό πνεύμα φτάνει στο απόγειο της δόξας του. Η φιλοσοφία, οι τέχνες, οι επιστήμες και η οικονομία ανθίζουν και τοποθετούνται τα πρώτα θεμέλια γνώσεις και έρευνας. Σύμφωνα με τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών σε συνδυασμό με αρκετές γραπτές ιστορικές πηγές, συνειδητοποιούμε πως η ευημερία επικρατούσε ιδίως στην Αθήνα. Απόλυτα φυσιολογικό κι αναμενόμενο, αφού μετά τη νίκη των Ελλήνων στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. και την έναρξη της Δηλιακής Συμμαχίας 478/477 π.Χ. κυριαρχεί η Αθηναϊκή Ηγεμονία. Στο διάστημα, λοιπόν, 480-431 π.Χ. οι Αθηναίοι εκμεταλλευόμενοι το ταμείο της Συμμαχίας προβάλλουν το κύρος και τον πλούτο τους μέσω της τέχνης. Τα επιτεύγματα της Πλαστικής και της Γλυπτικής αποτελούν μερικούς από τους φάρους της πολιτικής προπαγάνδας των Αθηναίων και της λάμψης της κλασσικής Ελλάδας, που αξίζουν να θαυμαστούν και να ερευνηθούν. Ας παρατηρήσουμε, λοιπόν, το ωραίο κατά τα κλασσικά αρχαιοελληνικά πρότυπα μέσω των αγαλμάτων.
Στην κλασσική Ελλάδα, ο Φειδίας, Πραξιτέλης, Μύρωνας, Σκόπας και Παιωνίας είναι η ελίτ της γλυπτικής τέχνης. Ο καθένας από αυτούς είναι ξακουστός για τα έργα του και τις καινοτομίες που εισήγαγε στον τομέα αυτόν. Ο Φειδίας αποτελεί ίσως το πιο κεντρικό πρόσωπο με τα κολοσσιαία χρυσελεφάντινα αγάλματά του, του Ολυμπίου Διός και της Αθηνάς Παρθένου. Τα αγάλματα αυτά ξεπερνούν το ύψος των 12 μ., το πρώτο μάλιστα είναι ένα από τα 7 θαύματα της κλασσικής αρχαιότητας, ενώ το δεύτερο δυστυχώς καταστράφηκε από τους Βυζαντινούς Χριστιανούς στην Κωνσταντινούπολη. Ευτυχώς, ο Παυσανίας με τις περιγραφές του είναι πολύτιμη αρωγή για τους επιστήμονες. Ακολουθεί ο Μύρωνας με το πιο γνωστό του έργο τον Δισκοβόλο, που ακτινοβολεί αμέσως η όψη του ότι αυτός ο γλύπτης είναι άριστος στην απόδοση της κίνησης και των αξιοπερίεργων στάσεων. Με άλλα λόγια, φημίζεται για τις πόζες των αγαλμάτων, ενώ αδικεί τη φυσιοκρατία του προσώπου και τη μυολογία του σώματος συγκριτικά με άλλα έργα καλλιτεχνών.
Ο Πραξιτέλης (4ος αιώνας), ο οποίος είναι μεταγενέστερος των προαναφερθέντων καλλιτεχνών, εκφράζει το στυλ του μέσω ξεχωριστών και εντυπωσιακών θεμάτων όπως είναι ποικίλες προσωποποιημένες θεότητες. Μερικές από αυτές είναι ο Ύπνος, ο Θάνατος, η Ψυχή, ο Έρωτας, η Τύχη και άλλα. Ο Ερμής είναι ένα άλλο θεσπέσιο έργο του στο οποίο ο Θεός σε όρθια θέση κρατά τον νεογέννητο Θεό Διόνυσο στο ένα του χέρι, αντίθετα στο άλλο το οποίο δε σώζεται ολόκληρο μάλλον επιδεικνύει ένα τσαμπί σταφυλιού περιπαικτικά στο νεογνό μωρό. Όμως, η Αφροδίτη της Κνίδου κεντρίζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του τότε κοινού με τη ρηξικέλευθη γυμνή παρουσία της. Είναι λογικό να συμβαίνει αυτό, εφόσον μέχρι τότε τα γυναικεία αγάλματα εμφανίζονται πάντα με αυστηρό ρουχισμό χωρίς να επιδεικνύουν τη θηλυκότητα ή τις καμπύλες τους. Ο επαναστατικός, λοιπόν, Πραξιτέλης «εξοστρακίζει» αυτούς τους αυστηρούς ηθικούς φραγμούς και εξαγάγει τον αισθησιασμό και ερωτισμό, αφυπνίζοντας έτσι τη μελέτη της γυναικείας ανατομίας. Μάλιστα, προκαλεί σοκ το γεγονός ότι μερικές αρχαίες μαρτυρίες αναφέρουν πως αυτός ο θηλυκός ανδριάντας υπήρξε ειδική παραγγελία για τους κατοίκους της Κνίδου και πως μαζευόταν πλήθος αντρών γύρω του ασελγώντας ερωτικά πάνω του. Πράγματι, αυτή η θεωρία επιβεβαιώνεται με σύγχρονη ειδική επεξεργασία που υποβλήθηκε το άγαλμα, η οποία έδειξε πως στον έναν από τους δύο μηρούς βρέθηκαν υπολείμματα υγρών του ανδρικού μορίου.
Συνεχίζοντας, τον 4ο αιώνα ο Σκόπας γίνεται γνωστός εντάσσοντας ερμαφρόδιτα γλυπτά, τα οποία επίσημα κυκλοφορούν από τον 3ο αιώνα και ύστερα. Τα έργα του διακρίνονται και αυτά από ερωτισμό και αισθησιασμό. Τέλος, ο Παιωνίας χαρακτηρίζεται άριστος γλύπτης ειδικά με τη Νίκη του, η οποία καθίσταται από τα βασικά και κατατοπιστικά αγάλματα, ώστε να φανερώνει ένα νέο ρεύμα που είναι της μόδας, τον Πλούσιο Ρυθμό. Πρόκειται για την τάση οι καλλιτέχνες να αποδίδουν τα γυναικεία ενδύματα με τέτοιο τρόπο ώστε το ρούχο να δημιουργεί πολλαπλές πτυχώσεις σαν να το διαπερνά πάνω του ο άνεμος. Έτσι, επιτυγχάνεται ως αποτέλεσμα να διαγράφονται καλύτερα οι γυναικείες καμπύλες και να εξυμνείται ο αισθησιασμός αυτών των αγαλμάτων.
Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι την κλασσική περίοδο κυριαρχεί και ο Αυστηρός Ρυθμός, ο οποίος χρονολογείται από το 480 έως το 450 π.Χ., δηλαδή πιο πριν από τον προηγούμενο. Τα χαρακτηριστικά του είναι τα εξής: συγκριτικά με τους Κούρους και τις Κόρες της Αρχαϊκής εποχής, τα αγάλματα έχουν πλαστική και φυσιοκρατία του σώματος και του προσώπου. Είναι αναπαραστάσεις και όχι σύμβολα θεοτήτων όπως ο Κούρος και η Κόρη. Φέρουν κίνηση και πάντα εμφανίζονται σε επιτηδευμένη ή απλή στάση έχοντας τον Χιασμό (Contrapposto), στον οποίο τα δύο άκρα της μίας πλευράς κινούνται προς τα μπροστά και στηρίζεται σε αυτά το βάρος του σώματος, ενώ τα άλλα άκρα τείνουν προς την αντίθετη πλευρά και φαίνονται ελεύθερα, έτσι σχηματίζεται ένα <<Χ>> στο σώμα. Επιπλέον, η μακριά ανδρική κώμη καταργείται, και οι γυναίκες αναπαρίστανται με τον Πέπλο που είναι από βαρύ ύφασμα και αποδίδει λιτότητα και ευθύγραμμη, αυστηρή σιλουέτα.
Για να γίνουν, όμως, αυτά κατανοητά ας παρατηρήσουμε τον Αυστηρό Ρυθμό στην πράξη, με παράδειγμα τον ανδριάντα του Ποσειδώνα ή Δία του Αρτεμισίου. Δυστυχώς, έως τώρα δεν υπάρχει ομοφωνία για την ταυτότητά του. Πολλοί επιστήμονες πιστεύουν ότι είναι ο Δίας γιατί μάλλον ετοιμάζεται να κάνει ρήξη του κεραυνού του, ενώ άλλοι θεωρούν ότι η απειλητική του στάση που φέρει τόση ακρίβεια ώστε να στοχεύει κάπου, ταιριάζει περισσότερο στο να κρατάει μία τρίαινα που είναι σύμβολο του Ποσειδώνα. Από τα τόσο προσεγμένα λαξευμένα σαρκώδη χείλη, τις βαθιές κόγχες των ματιών, την κοντή κώμη με τους περίτεχνους βοστρύχους (μπούκλες) και τους εμφανείς μύες του καταλαβαίνουμε ότι ανήκει στον Αυστηρό Ρυθμό, αφού έχει την ανάλογη φυσιοκρατία και πλαστικότητα. Τα άκρα του και η εναπόθεση του κέντρου βάρους του μαρτυρούν τον χιασμό. Τέλος, είναι κατασκευασμένο από χαλκό που δηλώνει το πρασινωπό χρώμα του.
Αξιοσημείωτο είναι εφόσον έγινε αναφορά στον χαλκό, να ειπωθεί πως τα πρωτότυπα κλασσικά αγάλματα ήταν όλα κατασκευασμένα από χαλκό. Μάλιστα, για τα μάτια και τα χείλη χρησιμοποιούσαν άλλο υλικό όπως το γυαλί, καθώς στον χαλκό αδυνατούσαν να ζωγραφίσουν. Ήταν, επίσης, ελαφριά χάρη στην τεχνική του χαμένου κεριού, δηλαδή σχημάτιζαν ένα ομοίωμα από πυλό του τελικού αποτελέσματος, μετά το επάλειφαν με κερί και ύστερα τοποθετούσαν από πάνω μια πήλινη μήτρα του ομοιώματος. Συνέχιζαν με το να τοποθετούν ειδικούς αγωγούς στους οποίους περιέχυναν τον χαλκό. Το κερί έτσι εξαφανιζόταν και το άγαλμα ήταν κούφιο. Μάλιστα, βόλευε τα μέλη του αγάλματος να τα κατασκευάζουν μεμονωμένα και μετά να τα συναρμολογούν. Το μέρος στο οποίο τα κατασκεύαζαν, ονομαζόταν χυτήριο.
Σε αυτό, όμως, το σημείο δημιουργείται το ερώτημα πώς γίνεται να σώζονται περισσότερα ρωμαϊκά αντίγραφα. Μην ξεχνάμε πως ο χαλκός οξειδώνεται εύκολα στο πέρασμα του χρόνου, με αποτέλεσμα να φθείρεται και τότε αρκετά συχνά ανακυκλωνόταν για την κατασκευή άλλων αντικειμένων. Επίσης, οι Ρωμαίοι αργότερα θέλουν να μιμηθούν απόλυτα την κλασσική ελληνική τέχνη και αρχίζουν οι αντιγραφές, οι οποίες βρίσκονται σε πληθώρα καθώς τα αγάλματα αυτά έχουν τεράστια ζήτηση από πολλές περιοχές. Εύκολα τα ξεχωρίζουμε τα αντίγραφα, καθώς δεν είναι από χαλκό αλλά από πέτρα ή μάρμαρο και πάντα έχουν μία βάση στην οποία τοποθετείται το βάρος του αγάλματος και φαίνεται η σύνδεση μεταξύ τους. Αντίθετα, τα ελληνικά πρωτότυπα κρύβουν τα στηρίγματά τους.
Εν συντομία, λάβαμε μία γεύση εισαγωγής στην πλαστική των Κλασσικών Χρόνων. Πιο συγκεκριμένα, αναλύσαμε τους σημαντικούς γλύπτες και μερικά πράγματα για κάποια έργα τους. Θίξαμε τα χαρακτηριστικά του Αυστηρού και Πλούσιου Ρυθμού, του πρώτου μάλιστα έγιναν πιο κατανοητά με την περιγραφή του Ποσειδώνα/Δία του Αρτεμισίου. Παρατηρήσαμε τον τρόπο που κατασκεύαζαν τα αγάλματα και τα υλικά που χρησιμοποιούσαν, και τέλος δόθηκε απάντηση στο ερώτημα γιατί τα ρωμαϊκά αντίγραφα επικρατούν σε αριθμό.
Η πλαστική στο πέρασμα του χρόνου θα συνεχίσει να εξελίσσεται και η Ελληνιστική Περίοδος θα της δώσει άλλη τροπή. Μακάρι να συνεχίσουν να έρχονται στο φως πληθώρα έργων, όχι μόνο για να μας προκαλέσουν δέος, αλλά και για να βοηθήσουν σε έρευνες της επιστήμης της Αρχαιολογίας. Εξάλλου, μην ξεχνάμε πως η Πλαστική αποτελεί έναν από τους τρόπους ώστε ο αρχαιολόγος να ανακαλύψει στοιχεία για τον πολιτισμό και την κοινωνία της εποχής, όπως είναι ο ρουχισμός των γυναικών.
Βιβλιογραφία
- Ελληνική Πλαστική κλασσικής περιόδου, Boardman John, εκδόσεις ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ, 1999, σσ. 148-150
- Ελληνική Τέχνη και Αρχαιολογία 1200 – 30 π.Χ., Πλάντζος Δημήτρης, εκδόσεις ΚΑΠΟΝ, 2018, σσ. 177-178
- Η Ελληνική Γλυπτική, Σπαιβυ Ναϊτζελ, εκδότης ΟΔΥΣΣΕΑΣ, 2004, σσ. 204-205