Της Παρή Στεφανή,
Βαγγέλης Γιακουμάκης: Έζησε σα γνήσιος Κρητικός, κι έφυγε μόλις 20 χρονών…
Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015. Ο Βαγγέλης φεύγει από τη Γαλακτοκομική Σχολή για να μη γυρίσει ποτέ… Κι αυτό γιατί κάποιοι άθλιοι θεωρούν τη βία μαγκιά και τον τσαμπουκά προτέρημα. Βρίζουν τον Βαγγέλη, τον κοροϊδεύουν, τον χτυπούν. Κι εκείνος, σα γνήσιος Κρητικός, σε αντίθεση με τους συντοπίτες του, υπομένει. Ταυτόχρονα, ο διευθυντής, κάποιοι καθηγητές και μερικοί «φίλοι» του συνεχίζουν την αδιάφορη ζωή τους.
Όλοι «αθώοι» σε μια «χώρα των αθώων» έγραψε ο Μάνος Ελευθερίου στο ποίημα που συνέθεσε για τον Βαγγέλη λίγες μέρες αφότου βρέθηκε το σώμα του σ’ ένα βάλτο, κάποια μέτρα μακριά από τη σχολή. Κι είχε απόλυτο δίκιο.
«Μόλις το είχε ολοκληρώσει και έτρεμε η φωνή του, είχε ακόμα την ταραχή της γέννας», είπε ο Μίλτος Πασχαλίδης για τον Μάνο Ελευθερίου, ο οποίος μετά την ολοκλήρωση του ποιήματος του τηλεφώνησε αμέσως για να του προτείνει τη μελοποίησή του. Χρειάστηκαν λοιπόν 5 χρόνια για να «ξεκλειδώσει» ο συνθέτης τους στίχους και να τους αποτυπώσει σε μουσικές νότες. Άξιζε η αναμονή. Οι ερμηνευτές, Μίλτος Πασχαλίδης και Γιώργος Νταλάρας, αποδίδουν το θυμό, τη συγκίνηση, μα και τη θλίψη του ποιητή για τον άδικο και τραγικό χαμό του Βαγγέλη. Μαζί τους θα συμμετείχε και ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, μα δεν πρόλαβε…
Συγκεκριμένα, γράφει ο Μάνος Ελευθερίου: «Στους ουρανούς θ’ αναγνωρίσουνε ποιος ήσουν. Ξέρουν αυτοί, το φωτοστέφανο χρυσό». Γιατί η καλοσύνη του Βαγγέλη και η αρετή του δεν αναγνωρίστηκαν από κάποιους που ήθελαν το κακό του, μα κι από κάποιους άλλους που το αποδέχτηκαν αδιαφορώντας. «Αίμα θηλάζει κι η Ελλάδα κι η ζωή μας, και οι εχθροί είναι εραστές με εκβιασμούς». Το μόνο που ήξεραν οι άθλιοι συντοπίτες του ήταν να τον υποβάλλουν σε βασανιστήρια και να τον εκβιάζουν. Ο Βαγγέλης δε μιλούσε για να μην ανησυχήσει τους δικούς του. Ένα «όλα καλά» ήταν αρκετό. Κανείς όμως δε γνώριζε τι έκρυβε πραγματικά αυτή η απλή καθημερινή φράση. Γιατί ο Βαγγέλης δε μιλούσε. Είχε ασκητική υπομονή.
«Των δράκων γάλα πίνουν μόνο και φαρμάκι» εκείνοι οι οποίοι έκλεψαν τα όνειρά του. Γιατί το «χρυσάφι» δε σμίγει με «χαλκό», όπως ήθελε να πιστέψει ο Βαγγέλης. Μα δεν του πήγαινε να’ ναι «τσιράκι στων τραμπούκων τη στρατιά». Γιατί ο Βαγγέλης ήταν ενάρετος, ευαίσθητος και δε χωρούσε το κακό στο νου του. «Ο Γκρέκο εδώ, ο Λόρκα εκεί, ποιος θα κερδίσει; Τους ξέρεις άραγε να ρίξεις μια ματιά; Και τώρα ποιος από τους δυο θα ζωγραφίσει την ομορφιά σου σαν την άγρια νυχτιά;». Δεν είναι τυχαίο που ο Μάνος Ελευθερίου επέλεξε να συμπεριλάβει στους στίχους του τον El Greco, μα ούτε και τον Λόρκα. Ο El Greco ζωγράφιζε αποκλειστικά θρησκευτικές εικόνες και ο Λόρκα ήταν τρομερά συναισθηματικός κι ευαίσθητος. Ο Βαγγέλης λοιπόν, κατά τον ποιητή, θα αποτελούσε καλλιτεχνική έμπνευση για τους δυο σπουδαίους προαναφερθέντες καλλιτέχνες. Η μορφή του συνδυάζει την άγια καλοσύνη με την ευαισθησία και την αγνότητα. Αφού λοιπόν βρέθηκε στις 15 Μαρτίου το σώμα του, ο ποιητής αναρωτιέται: «Σ’ άγγιξαν άραγε τα φίδια κι οι αράχνες, τι μυστικά σου ’πε το φως μέσα στις πάχνες;». Και όλοι δηλώνουν αθώοι! Σε μια «χώρα των αθώων»! Μα φυσικά, κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν άκουσε. «Η ομερτά στις καφετέριες καντήλι» λοιπόν. (Η «ομερτά» δηλώνει τον όρκο σιωπής που επέβαλε η Μαφία στα μέλη της. Η αθέτησή του ισοδυναμούσε με θάνατο.). «Όχι τσεκούρι και μπαλτάς. Μήτε και σφαίρα. Μ’ ένα σουγιά που κόβει φλέβες στον αέρα». Έτσι βρέθηκε ο Βαγγέλης, «κυνηγημένος απ’ το σώμα [του] στους βάλτους». Και η αλήθεια ακόμα δεν έχει βρεθεί…
Στην τελευταία στροφή του ποιήματος ο Μάνος Ελευθερίου αναφέρει: «Πώς να σου γράψω, το λοιπόν, βιογραφία, αφού οι λέξεις μου είναι μόνο της βροχής; Ποτέ το μπλε δεν το χωρά δικογραφία, θυμίζει σύλληψη κι εκτέλεση εποχής». Όταν γράφει κάποιος τη βιογραφία ενός προσώπου, «οφείλει» να παραμείνει αποστασιοποιημένος. Μα αυτό για τον ποιητή είναι αδύνατον, αφού «Οι λέξεις [του] είναι μόνο της βροχής», μπλε, με το συναίσθημα να ξεχειλίζει. «Ποτέ το μπλε δεν το χωρά δικογραφία», αφού ο απρόσωπος χαρακτήρας της διαδικασίας και η απουσία συναισθηματικής έκφρασης αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της αναζήτησης της αλήθειας διά της δικαστικής οδού. Η ιστορία του Βαγγέλη θυμίζει «σύλληψη κι εκτέλεση εποχής». Η ανδρεία και μαζί η αθωότητά του μας φέρνουν στο νου ήρωες από μιαν άλλη εποχή, που συνελήφθησαν αδίκως και είχαν τραγικό τέλος. Και ο μόνος αθώος σε αυτή τη «χώρα των αθώων» ο Βαγγέλης. Όλοι εμείς οι υπόλοιποι μετατρέψαμε την κοινωνία μας σε κοινωνία μίσους. Άραγε θα καταφέρουμε κάποτε να εξαλείψουμε τις αιτίες που γεννούν τέτοια τραγούδια;
Ζούμε λοιπόν σε μια κοινωνία λύκων. Η χρεοκοπία των ηθικών αξιών, η εκμετάλλευση και η υποκρισία υποκινούν τη συμπεριφορά μεγάλου αριθμού ατόμων. Η συναισθηματική συρρίκνωση και η μετατροπή της φράσης «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» σε άλλο Σύμβολο της Πίστεως αποτελούν ένδειξη της έκλυσης των ηθών και του αμοραλισμού που επικρατεί. Και κάπου εδώ βρίσκει έδαφος η φράση του Μενέλαου Λουντέμη: «Εκείνη τη νύχτα σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ουρλιάζανε άνθρωποι». Ο Άνθρωπος μετουσιώθηκε σε λύκο, ζώο που δε διστάζει να εξουδετερώσει τους γύρω του… «Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς, μπορούνε με χίλιους τρόπους», όπως άλλωστε έγραψε και ο Κώστας Καρυωτάκης, το όνομα του οποίου μνημονεύεται στον τελευταίο στίχο της πρώτης στροφής του ποιήματος.
Ποιος ήταν ο Βαγγέλης Γιακουμάκης; Ο Βαγγέλης ήταν ένα παιδί με όνειρα. Για να τα υλοποιήσει αποφάσισε να φύγει για λίγο από το νησί του και να σπουδάσει στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων. Δε χωρούσε το κακό στο νου του. Πίστευε στην αληθινή και ολοκληρωτική έννοια της φιλίας. Αγαπούσε τη φύση, αγαπούσε το χωριό του, το Σελλί. Ήξερε να μοιράζει ανιδιοτελώς την αγάπη του στους γύρω του. Ένα παιδί – πρότυπο ήθους, λεβεντιάς και ανδρείας. Δεν τον αγαπά τυχαία όλη η Ελλάδα. Τον αγαπούν άτομα που δεν τον ήξεραν. Άτομα που τον γνώρισαν με τον χειρότερο τρόπο, την είδηση της εξαφάνισής του κι έπειτα του τραγικού θανάτου του, για τον οποίο δεν έχει βρεθεί ακόμα η αλήθεια…
Το σπίτι του πια είναι ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στον Άγιο Ευάγγελο, η μνήμη του οποίου εορτάζεται στις 7 Ιουλίου. Ένα εκκλησάκι χτισμένο λίγο πιο πάνω από το σπίτι της οικογένειάς του στο Σελλί Ρεθύμνου. Χτισμένο από πέτρα και δάκρυα ενός σύγχρονου «Καπετάν Μιχάλη». Και δεν είναι άλλος παρά ο «Καπετάν Ανδρέας», όπως μου αρέσει να τον αποκαλώ. Ο πατέρας του Βαγγέλη αποτελεί τη σύγχρονη ενσάρκωση του καζαντζακικού ήρωα «Καπετάν Μιχάλη». Ο λογοτεχνικός ήρωας είναι ένας ασυμβίβαστος Κρητικός, ο οποίος ορκίστηκε να παραμείνει αγέλαστος, αξύριστος και μαυροντυμένος ωσότου να ελευθερωθεί η Κρήτη, σύμβολο του αγώνα για το καλό και για το δίκαιο.
Ο Βαγγέλης ήταν ένα παιδί που βασανίστηκε. Και όχι, δεν ήταν ο Βαγγέλης διαφορετικός. Ο Βαγγέλης συνάντησε κακούς. Διαφορετικούς. Άτομα χωρίς ίχνος ευαισθησίας και στοιχειώδους ανθρωπιάς. Ο Βαγγέλης ήταν ξεχωριστός, όχι διαφορετικός. Ήταν ένα παιδί που δε δεχόταν να πιστέψει πως οι «φίλοι» του ήθελαν το κακό του. Αγαπούσε την οικογένειά του όσο τίποτε άλλο, και δεν ήθελε να τους ανησυχεί. Γιατί ήταν γενναίος, και ήθελε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Γιατί ήταν περήφανος. Ένας πραγματικός Κρητικός.
Σήκω επάνω Βαγγέλη! Σε περιμένουν οι φίλοι σου.
Σήκω επάνω Βαγγέλη! Έλα στο σπίτι σου.
Σήκω επάνω Βαγγέλη! Όλα τα νερά των ποταμών γίνανε δάκρυα για σένα.
Σήκω επάνω Βαγγέλη! Γιατί άδειασε ο τόπος, και θα μείνουν τα βουνά απερπάτητα.
Σήκω επάνω Βαγγέλη! Γιατί θα χαράξει, και δε θα ’σαι…
Όλες οι θάλασσες του κόσμου… Βαγγέλης.
Όλα τα βουνά του κόσμου… Βαγγέλης.
Όλα τα λουλούδια του κόσμου… Βαγγέλης.
Όλα τα χαμόγελα του κόσμου… Βαγγέλης.
Όλες του κόσμου οι Κυριακές… Βαγγέλης!
Το Σελλί είναι άδειο χωρίς εσένα. Το μόνο που έμεινε είναι πέτρα και δάκρυα…
«Αθώοι» όλοι σε αυτή τη χώρα των αθώων, Βαγγέλη.
Πώς γίνεται εσύ να λείπεις;
Γιατί να λείπεις;
Γιάντα;
Έχει γεννηθεί το 2000 και ζει στον Πειραιά. Από το 2018 είναι φοιτήτρια στη Νομική Σχολή Αθηνών. Μιλάει Αγγλικά, Γαλλικά και Τουρκικά. Έχει παρακολουθήσει μεγάλο αριθμό συνεδρίων και εκδηλώσεων σε σχέση με το αντικείμενο των σπουδών της. Επιπλέον φέρει συμμετοχές σε ρητορικούς αγώνες ως διαγωνιζόμενη, αλλά και ως κριτής. Αγαπάει τη λογοτεχνία, τη μουσική και τον χορό. Η αγαπημένη της φράση είναι «Φτάσε όπου δεν μπορείς!» του Νίκου Καζαντζάκη.