Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Η αντιπολίτευση είναι συστατικό στοιχείο της Δημοκρατίας και δεν μπορεί να πάψει να υφίσταται σε συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας ούτε καν εν μέσω σοβαρών εθνικών κρίσεων. Μία υπεύθυνη αντιπολίτευση στους κυβερνητικούς χειρισμούς όχι μόνο δεν υπονομεύει την εθνική προσπάθεια αλλά της προσφέρει νέες ιδέες, βελτιώνει τον σχεδιασμό της και την προικίζει με καλύτερα όπλα κάτι που αποτελεί ουσιαστική εθνική συστράτευση. Είναι κατόπιν, υποχρέωση της κυβέρνησης να αξιοποιήσει αυτή τη στάση ώστε να προκύψουν συναινέσεις, οι οποίες δεν σβήνουν τις διαχωριστικές ιδεολογικοπολιτικές γραμμές αλλά χτίζουν πάνω σε αυτές την οχύρωση της χώρας έναντι της σοβαρής απειλής. Κι όμως η σοβαρότητα της κατάστασης φαντάζει ανίκανη να τιθασεύσει τις εμμονές κάποιων και να τους κάνει να υπερβούν εαυτούς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αρχικά χαμήλωσε τους τόνους της δημόσιας αντιπαράθεσης, σε επίπεδο κορυφής. Το πολιτικό του DNA όμως δεν αλλάζει. Συνεπώς, ο κ. Τσίπρας προσπαθεί και πάλι να προσαρμόσει ένα φλέγον εθνικό ζήτημα στα καλούπια του κομματικού του μικροκόσμου: Αφενός, αναγνωρίζει την ανάγκη να επιδείξει ένα «θεσμικό» προφίλ ώστε να τεκμηριώσει και τη λεγομένη «Κεντροαριστερή στροφή» που επιχειρεί. Αφετέρου, έχει την υποχρέωση να ικανοποιήσει την έμφυτη ανάγκη του ιδίου και του κομματικού μηχανισμού του για τυφλή σύγκρουση.
Ξέρει ότι αν κάνει επιθετική και ισοπεδωτική αντιπολίτευση θα χάσει στα μάτια της κοινωνίας, ως ο υπονομευτής της εθνικής προσπάθειας. Άλλωστε οι επιδόσεις των κυβερνήσεών του στην αντιμετώπιση κρίσεων (Μάνδρα, Μάτι) οδήγησαν σε τραγικούς απολογισμούς. Παράλληλα όμως, καλείται να διαχειριστεί και τις αγωνίες του κόμματός του. Ο κ. Μητσοτάκης, πριν το ξέσπασμα της πανδημίας ήταν κυρίαρχος του πολιτικού σκηνικού, προηγούμενος σταθερά με διψήφια ποσοστά σε όλες τις δημοσκοπήσεις. Ακόμα και στο πεδίο του μεταναστευτικού, που αποτελούσε το πιο αδύναμο σημείο του, άρπαξε την ευκαιρία που του δόθηκε με την κίνηση της Τουρκίας να οργανώσει την εισβολή χιλιάδων προσφύγων και παρανόμων μεταναστών στη χώρα. Η σκληρή στάση που τήρησε δικαιώθηκε τόσο ουσιαστικά, μιας και ο κίνδυνος αποσοβήθηκε όσο και επικοινωνιακά, μιας και η συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης τάχθηκε υπέρ των κυβερνητικών χειρισμών. Έχοντας λοιπόν σωρεύσει ήδη ένα σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο εισήλθε στη μάχη έναντι του κορωνοϊού. Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση από πολλές και πιο ισχυρές χώρες, κάτι το οποίο πιστώνεται η κυβέρνηση. Ανησυχούν λοιπόν εντός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, πως αν ο Πρωθυπουργός καταφέρει να αντεπεξέλθει πολιτικά και σε αυτή την κρίση, η πολιτική του κυριαρχία ίσως εξελιχθεί σε πολιτική ηγεμονία.
Μπροστά λοιπόν σε αυτές τις αλληλοσυγκρουόμενες ανάγκες του ο κ. Τσίπρας επιλέγει για το κόμμα, την προσφιλή του διττή πολιτική συμπεριφορά: Άλλο ύφος χρησιμοποιεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε επίπεδο ηγεσίας και άλλο σε επίπεδο στελεχών. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης συνεχίζει να κινείται σε σχετικά χαμηλούς τόνους. Τα στελέχη του καταφεύγουν σε «σκληρό» πλην φάλτσο ρόκ: Ο κ. Κούλογλου έχει κυριολεκτικά ξεσαλώσει χρησιμοποιώντας από fake news έως άθλιο χιούμορ για το κίνδυνο υγείας και ζωής των πολιτών. Ο κ. Κυρίτσης δίνει ρεσιτάλ συνωμοσιολογίας. Ο κ. Καρανίκας προσπαθεί με φαιδρή προπαγάνδα να ισοφαρίσει τις εντυπώσεις για τα capital controls που επέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και η κα. Δούρου για τη «στραβή στη βάρδιά της». Ο κ. Καψώχας δηλώνει έτοιμος για όλα έναντι των αντιπάλων του, άμα τη λήξει της καραντίνας. Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ιδρύσει «Παρατηρητήριο Κορωνοϊού» και τα περιώνυμα τρολλς του τρέχουν στο διαδίκτυο την προετοιμασία της ρεβάνς υπό τον τίτλο «Μετά θα λογαριαστούμε». Στο στόχαστρο των διαδικτυακών ταγμάτων εφόδου μπήκε πρόσφατα και ο επικεφαλής επιστήμων για την αντιμετώπιση της πανδημίας στη χώρας μας, Καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας όταν παράλληλα ο πρώην Υπουργός Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Ξανθός, δήλωνε ότι ο συγκεκριμένος ιατρός και ακαδημαϊκός θα αποτελούσε και δική του επιλογή για τη συγκεκριμένη θέση, εφόσον εξακολουθούσε να ασκεί τα προηγούμενα καθήκοντά του. Θεωρείται ότι η μεγάλη δημοφιλία που ο κ. Τσίοδρας έχει αποκτήσει μέσα από την ημερήσια ενημέρωση για τις σχετικές εξελίξεις, ενισχύει την κυβέρνηση. Ξενίζει επίσης και το γενικότερο προφίλ του μιας και ως αριστούχος κορυφαίων πανεπιστημίων, πολύτεκνος και ιεροψάλτης δεν συμβαδίζει με τις αξίες του ΣΥΡΙΖΑ.
Η τακτική είναι η ίδια που χρησιμοποιήθηκε και κατά την κρίση Έβρου: Ο κ. Τσίπρας έστειλε «αυστηρό μήνυμα» στην Τουρκία ενώ το στελεχιακό του δυναμικό υιοθετούσε πλήρως την προπαγάνδα του Ερντογάν, συκοφαντούσε την Ελλάδα και ζητούσε το άνοιγμα των συνόρων. Το αποτέλεσμα ήταν τότε η στάση του κ. Μητσοτάκη να τύχει αποδοχής από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων και η ψαλίδα μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ να ανοίξει, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Η επαμφοτερίζουσα στάση στη διαχείριση της πανδημίας μέχρι στιγμής οδηγεί σε παρόμοια αποτελέσματα.
Παρόλα αυτά, ο κ. Τσίπρας δεν θέλει και μάλλον δεν μπορεί να αλλάξει στάση. Ο σχεδιασμός του για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και η προσωπική ιδεολογικοπολιτική του συγκρότηση, δεν του επιτρέπουν να θέσει το εθνικό συμφέρον σε προτεραιότητα. Και η προαγωγή του εθνικού συμφέροντος σε ουδεμία των περιπτώσεων περνά μέσα από την παροχή «λευκής επιταγής» στην κυβέρνηση. Συνεπάγεται τη στήριξη της βασικής στρατηγικής, εφόσον οδηγεί σε θετικά αποτελέσματα, αλλά αποκτά ουσία μέσα από τη σοβαρή κριτική στα κακώς κείμενα που όντως υφίστανται και την κατάθεση ρεαλιστικών προτάσεων για τη βελτίωση της κατάστασης. Ο ΣΥΡΙΖΑ εν προκειμένω, έπεται σε επίπεδο αποκρυστάλλωσης θέσεων και παραγωγής ουσιαστικής αντιπολίτευσης από το Κίνημα Αλλαγής μέχρι και από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου! Οι Καχώχες και οι Καρανίκες παλεύουν με τους Αρσένηδες, για το βραβείο χυδαιότητας.
Τούτες τις κρίσιμες ώρες απαιτείται σοβαρότητα και ουσιαστική συνεργασία σε όλο το οικοδόμημα που λέγεται Ελλάδα, από τη βάση ως την κορυφή. Ο καθένας κρίνεται με βάσει τις προτεραιότητες που θέτει. Είναι από τις περιπτώσεις που φαίνεται ξεκάθαρα η διαφορά ανάμεσα στο μπόι και στον ίσκιο κάποιου…
Γεννήθηκε το 1989 στη Λαμία και έζησε μέχρι τα 18 μου χρόνια στον Άγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Νομικά στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, εργαζόμενος παράλληλα τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, πάνω στα αντικείμενα των σπουδών του. Αρθρογραφεί για θέματα πολιτικής επικαιρότητας.