Του Γιώργου Κωνσταντινίδη,
Οι οικογενειακές σχέσεις ενώπιον του Θανάτου
«Πού είναι οι γλυκοί μας φίλοι τώρα;», «ποια άβυσσος τους κατάπιε;», «κάποτε ήμασταν όλοι μαζί, τώρα είμαστε αρκετά μονοί…», «είμαστε – γιατί να προσποιούμαστε – πραγματικά μόνοι…»
Το παραπάνω απόσπασμα από τις επιστολές του Francesco Petrarch στον φίλο του Louis στην Αβινιόν, συνοψίζει το γενικότερο πλαίσιο και την ευρύτερη νοοτροπία που επικρατούσε στις ευρωπαϊκές κοινωνίες της Δύσης. Το φαινόμενο της μεγάλης θνησιμότητας (The Great Mortality), του μαζικού θανάτου δηλαδή, που είχε επέλθει με τη βουβωνική πανώλη, είχε αποσαθρώσει τα κοινωνικά θεμέλια και τους θεσμούς που οι άνθρωποι γνώριζαν από την εποχή του Ύστερου Μεσαίωνα.
Ειδικότερα, ο «αόρατος εχθρός», όπως έβλεπαν δηλαδή οι άνθρωποι τότε την πανώλη λόγω της υψηλής μεταδοτικότητάς της, σε συνδυασμό με τον αστραπιαίο ρυθμό σύμφωνα με τον οποίο οι κάτοικοι αφανίζονταν, είχε δημιουργήσει την αντίληψη πως το ανθρώπινο είδος βρισκόταν «υπό εξαφάνιση» και πως η συντέλεια του κόσμου «ήταν αναπόφευκτη». Οι περισσότεροι, λοιπόν, επειδή έχαναν τα αγαπημένα τους πρόσωπα με αιφνίδιο τρόπο (mors repentina), καθώς επίσης και η συνεχής συμβίωση με το φαινόμενο του απροόπτου αποχωρισμού, δημιουργήθηκε στην πορεία ένα κλίμα οικειότητας των ανθρώπων με την απώλεια. Μάλιστα, υποδηλώνεται στο Δεκαήμερο του Βοκκακίου πως η ευαισθησία και η αλληλεγγύη είχαν εκφυλιστεί σε τέτοια έκταση, όπου ο σεβασμός που έδειχναν οι άνθρωποι τότε προς τους νεκρούς, ήταν ο ίδιος με εκείνον που θα έδειχναν σε μια «νεκρή κατσίκα».

Επιπρόσθετα, σύμφωνα και με τον Agnolo di Tura της Σιένα, οι οικογενειακές σχέσεις είχαν παρακμάσει σε τέτοιο βαθμό, που ορισμένοι γονείς, φοβούμενοι την μετάδοση του ιού, συμπεριφέρονταν στα παιδιά τους σαν να μην ήταν δικά τους και πολύ συχνά επικρατούσε το φαινόμενο της εγκατάλειψης. Τέτοιου είδους παραδείγματα εγκατάλειψης απευθύνονται σε όλους τους οικογενειακούς δεσμούς, καθώς αδέρφια και παντρεμένα ζευγάρια εγκατέλειπαν ο ένας τον άλλον. Το φαινόμενο τούτο συνέβη διότι ο φόβος του θανάτου ήταν βαθιά ριζωμένος στο υποσυνείδητο των ανθρώπων πλέον (οι οποίο λόγω της άγνοιας τους πίστευαν ότι η πανώλη μεταδιδόταν ακόμα και με το βλέμμα), με αποτέλεσμα να παραμελήσουν βασικές ηθικές αρχές και αξίες. Επίσης, άλλη μια αξιοσημείωτη μαρτυρία, είναι η «απρόσωπη» συμπεριφορά των ανθρώπων προς τους αρρώστους συγγενείς τους, καθώς τους άφηναν ένα πιάτο φαγητό διπλά στο νεκροκρέβατο τους και αφού οι τελευταίοι επιβίωναν, τους εγκατέλειπαν σε χαντάκια. Ο αγιασμός από κάποιον ιερέα καθώς και η συγκέντρωση αγαπημένων προσώπων του ετοιμοθάνατου γύρω από το νεκροκρέβατο του κατά τις τελευταίες του στιγμές, προϋπέθεταν ρητά έναν αξιοπρεπή ενταφιασμό και μια διαδικασία μετάβασης προς την «άλλη ζωή». Επομένως, ο «Μαύρος Θάνατος», διέρρηξε τους θεσμούς αυτούς και τις θρησκευτικές αρχές που επικρατούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια του Ύστερου Μεσαίωνα και μετασχημάτισε την ιδέα που είχαν οι άνθρωποι προς το πρόσωπο του θανάτου, ο οποίος από «φυσική μετάβαση» (προς τον άλλον κόσμο), εξελίχθηκε σε ατομικό ζήτημα.
Νοοτροπίες απέναντι στον Θάνατο
Ο φόβος ως προς τη μετάδοση της πανώλης δεν ήταν ενιαίος και δε μπορούμε να προβούμε εύκολα σε γενικεύσεις για τις νοοτροπίες των ανθρώπων. Ειδικότερα, ορισμένες ομάδες ανθρώπων επέλεγαν την πλήρη απομόνωση και την έγκλειστη ζωή στις οικίες τους, φοβούμενοι την έκθεση στον ιό. Στον αντίποδα, άλλοι αρνούνταν να αναγνωρίσουν τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούσαν και αγνοούσαν τον κίνδυνο προτιμώντας να ζήσουν τις πιθανές τελευταίες στιγμές τους συγκεντρωμένοι με αγαπημένα τους πρόσωπα και με τη συνοδεία αλκοολούχων ποτών και φαγητού, όπου διασκέδαζαν ξέφρενα. Επιπλέον, το ιδιόμορφο κίνημα των «εν μανία χορευόντων» (το 1374 συμμετείχαν χιλιάδες άτομα στη Κολωνία και τη Λιέγη), επιβεβαιώνει την άναρχη στάση ορισμένων ανθρώπων, καθώς πλήθη αντρών και γυναικόπαιδων χόρευαν για μέρες, με στόχο την αποφυγή του «σίγουρου και ανεξήγητου» αφανισμού. Υπήρχε δηλαδή, ένα οξύμωρο σχήμα φόβου – αδιαφορίας προς τον θάνατο (eat, drink and be merry, for tomorrow we die), καθώς οι ευρωπαίοι πρόβαλλαν μια πλασματική χαρά έναντι των αντίξοων συνθηκών που αντιμετώπιζαν, δίχως ελπίδα και δυνατότητες ερμηνείας του φαινομένου. Επιπρόσθετα, η άναρχη και αυθόρμητη συμπεριφορά των ευρωπαίων τεκμηριώνεται με «ακόλαστες» πράξεις που πραγματοποιούνταν σε νεκροταφεία όπως μοιχεία, ξυλοδαρμοί, όργια, χοροί (εν παρουσία ιερόδουλων), οι οποίες πράξεις παρατηρούνταν κατά τα τέλη του 14ου αιώνα (ιδιαίτερα στο κοιμητήριο Champfleur στη νότια Γαλλία). Η άναρχη συμπεριφορά λοιπόν, ήταν μια αντίδραση στα κυρίαρχα δεδομένα, που είχαν δημιουργηθεί από τον μαζικό θάνατο.

Η νέα στάση των ανθρώπων προς το θάνατο παραλληλίζεται με τη κυριαρχία μιας νέας νοοτροπίας απέναντι στο πρόσωπο του ιδίου Του Θεού κατά τα δεδομένα του 14ου αιώνα. Ο μονός τρόπος που οι ευρωπαίοι (εν ελλείψει εμπεριστατωμένου ιατρικού προσωπικού) που μπορούσαν να ερμηνεύσουν τη μεγάλη θνησιμότητα, ήταν ως «Θεϊκή Οργή», την οποία «πλήρωναν» οι άνθρωποι του Ύστερου Μεσαίωνα, λόγω των αμαρτιών των προγονών τους. Επιπρόσθετα, το σοκ της πανδημίας ενέτεινε την αντίληψη περί «Αποκαλύψεως» (κατείχε ήδη θέση στη λαϊκή σκέψη από τα τέλη του 13ου αιώνα), η ανησυχία για τη συντέλεια και την αποκάλυψη, εντοπίζεται στην εικονογραφία των νωπογραφιών σε ναούς της Ιταλίας και της νότιας Γαλλίας, όπου η πλειοψηφία των μαζών πίστευε στο τέλος του σύγχρονου κόσμου και στην έλευση του αντίχριστου. Η πανούκλα συνεπώς, σε συνδυασμό με τις δεισιδαιμονίες της λαϊκής σκέψης, προσέδιδε μια μελαγχολία και απαισιοδοξία για τη «σύντομη ζωή» (σύμφωνα με τη λογοτεχνία του 14ου αιώνα), αλλά επιπλέον εξέφραζε άρρητα την αντίληψη του θανάτου ως μια προσωπική υπόθεση. Πώς όμως;
Διαθήκες και συλλογικές νοοτροπίες
Η επιρροή που είχε η πανώλη στις νοοτροπίες των ανθρώπων σκιαγραφείται εμφανώς στις διαθήκες των ετοιμοθάνατων κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα, οι οποίες είχαν ως στόχο αφενός την κοινωνική αναγνώριση και τη ψυχική σωτηρία αφετέρου. Σε περιοχές λοιπόν, όπως η Αβινιόν, η Μασσαλία και η Γενεύη, οι διαθήκες έλαβαν διαφορετική μορφή και περιεχόμενο, καθώς σύντομα κείμενα τυπικής σημασίας μετατράπηκαν σε μακροσκελείς μαρτυρίες όπου περιγραφόταν η «Θεία Κρίση» και η ματαιότητα των κοσμικών αγαθών, ως μια προσπάθεια «τελευταίας εξιλέωσης». Επίσης, οι διαθήκες από τον 14ο αιώνα και έπειτα, περιλάμβαναν παραγγελίες μεγαλόπρεπων νεκρικών πομπών, πρακτική που τυπικά προοριζόταν για τα επιφανή κοινωνικά στρώματα, πλέον χρησιμοποιούνταν και από τα μεσαία (λόγω του φόβου της κατάληξης σε ομαδικό τάφο). Ο αριθμός επίσης των συνοδών, υπερδιπλασιάστηκε (ιερείς κοντά στους 6-20, λαμπαδηφόροι στους 20-60 και οι φτωχοί κομπάρσοι στους 500), ώστε το μοναδικό αυτό θέαμα να μνημονεύει τον αποθανόντα με τον πλέον αξιόλογο τρόπο. Μια άλλη πρακτική που παρατηρείται στις επιθυμίες των διαθετών, είναι η παραγγελία υπέρογκου αριθμού νεκρικών τελετουργιών για την ανάπαυση τους. Πιο συγκεκριμένα, στην πόλη της Λυών στις αρχές του 15ου αιώνα, το 65% του πληθυσμού επιζητούσε επιμνημόσυνες λειτουργίες. Το αξιοπρόσεκτο της τάσης αυτής, είναι η καθολικότητα που κατείχε στο κοινωνικό φάσμα, αφού ευγενείς, αστοί, ακόμη και χωρικοί, επιζητούσαν μεγάλο αριθμό τελετουργιών αφιερωμένες στο πρόσωπο τους.
Σε τελική ανάλυση, λοιπόν, μια πρωτόγνωρη τραγωδία για τις κοινωνίες του Ύστερου Μεσαίωνα, την οποία ο ευρωπαϊκός πληθυσμός δε γνώριζε ούτε τη προέλευση της αλλά ούτε και τον τρόπο αντιμετώπισης της, κατάφερε να επηρεάσει το υποσυνείδητο των ανθρώπων εις βάθος και να τροποποιήσει τον τρόπο σύμφωνα με τον οποίο αντιλαμβάνονταν τον συνάνθρωπο τους, το Θεό αλλά και τον ίδιο τον Θάνατο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Βαξεβάνογλου Aλίκη (2021), Οι φτωχοί και ο κοινωνικός δεσμός στον δυτικό Μεσαίωνα, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
- Herlihy D. (1997), The Black Death and the Transformation of the West, Cambridge Mass, εκδ. Harvard University Press
- Aberth John (2005), The Black Death, The Great Mortality of 1348 – 1350, a Brief History with Documents, εκδ. Palgrave Macmillan
- Vovelle Michele (2000), Ο Θάνατος και η Δύση, από το 1300 ως τις μέρες μας, τόμος Α΄ (μτφρ. Κουρεμένος Κώστας), εκδ. Νεφέλη