Του Διονύση Κονδάκη,
Η Πρώιμη Νεότερη Περίοδος (1500-1700) αποτέλεσε καταλυτικό σταθμό στην εξέλιξη των ευρωπαϊκών κοινωνιών, με τις οικονομικές, θρησκευτικές και πολιτικές δομές να αποκηρύττουν τα μεσαιωνικά τους στοιχεία και να οδεύουν με αποφασιστικά, πλέον, βήματα προς τη νεωτερικότητα. Στο παρόν άρθρο, ωστόσο, δε θα εξεταστεί η «αξιέπαινη πρόοδος» της ευρωπαϊκής σκέψης προς τον ορθολογισμό του Descartes, ούτε οι καινοτόμες οικονομικές πρακτικές του εμπορικού καπιταλισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα υπονομευθεί η αδιαμφισβήτητη συμβολή τους στην ανάπτυξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Αντίθετα, μέσα από την μελέτη των αυστηρών αλλαγών στις ευρωπαϊκές πολιτικές αντιμετώπισης της φτώχειας, θα επιχειρηθεί η ανάδειξη της βίαιης και μαζικής τοποθέτησης του άπορου πληθυσμού των δυτικών κοινωνιών στα θεμέλια που στήριξαν και συντήρησαν την επικράτηση των παραπάνω σχολών σκέψης και οικονομικών δομών.
Κατα τον 16ο αιώνα, η εισροή ξεριζωμένων και μόνιμα άστεγων ομάδων στα αστικά κέντρα της Ευρώπης είχε πάρει εκρηκτικές διαστάσεις. Πλεονάζον εργατικό δυναμικό, περιπλανώμενοι επαίτες και άνεργοι μισθοφόροι συνέρρεαν μαζικά στις πόλεις. Ρακένδυτοι και στο περιθώριο της χριστιανικής κοινωνίας, επιβίωναν μέσα από την εγκληματικότητα και τη φιλανθρωπία.
Ο 16ος αιώνας, ως αποτέλεσμα πολλαπλών γεγονότων και αιτιών, αντιμετώπισε μια κατακόρυφη άνοδο στην ανεργία. Οι θρησκευτικοί πόλεμοι προσέθεσαν στον ήδη υφιστάμενο άπορο αστικό πληθυσμό αγρότες, βίαια διωγμένους από τη γη τους, απολυμένους στρατιώτες και λιποτάκτες. Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Τριαντακονταετής Πόλεμος ισοπέδωσε όλες τις προσπάθειες οικονομικής ανάπτυξης που προηγήθηκαν, εγκλωβίζοντας τους προαναφερθέντες πληθυσμούς στη χρόνια ανεργία, ενώ οι φόροι αντιστάθμισης των πολεμικών εξόδων και οικονομικών ζημιών που επιβλήθηκαν οδήγησαν σε ένα δεύτερο κύμα ανεργίας. Ένα τρίτο κύμα μπορεί να αποδοθεί και στην ανάπτυξη νέων οικονομικών δομών και βιοτεχνιών, που οδηγούν πολλές συντεχνίες στην καταστροφή. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν η δημιουργία ενός ιδιόμορφου κοινωνικού σώματος, του οποίου τα μέλη, αν και εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, βρέθηκαν εγκλωβισμένα στην ίδια ακριβώς κατάσταση: Στη φτώχεια, στην ανεργία και στη ζωή στο περιθώριο.

Οι κοσμικές και θρησκευτικές αρχές καλούνταν τώρα να αντιμετωπίσουν τη κατάσταση, να φροντίσουν για την ευημερία των ευυπόληπτων πολιτών και να ευεργετήσουν την επανένταξη των φτωχών πληθυσμών στο κοινωνικό σώμα. Ωστόσο, με δεδομένο ότι οι λόγιοι και κληρικοί συγγραφείς της εποχής αντιμετώπιζαν τη φτώχεια ως ισοδύναμο της αμαρτίας και ως προσωποποίηση του διαβόλου, το μέλλον των ευρωπαίων ανέργων, επαιτών και απόρων δε φαινόταν ιδιαίτερα ευοίωνο.
Πράγματι, οι αρχές αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την ανεργία ως επαρκή αιτία για τον διογκωμένο αριθμό φτωχών και επαιτών που πλημμύριζαν τις πόλεις. Αιτία ήταν η οκνηρία, η αποκήρυξη των χριστιανικών αξιών και η προσπάθεια απόσπασης χρημάτων με πονηριά. Ο «Νόμος Περί Φτωχών» του 1525 στη Ζυρίχη, ακολουθώντας την προϋπάρχουσα γραμμή διαχωρισμού των φτωχών σε «άξιους» και «ανάξιους», κατέστησε τους πρώτους, δηλαδή αυτούς που πραγματικά δεν ήταν ικανοί για εργασία, εμφανείς μέσα στις κοινότητες με την επιβολή ενός διακριτικού σήματος. Μόνο οι «άξιοι» φτωχοί ήταν δικαιούχοι της χριστιανικής αλληλεγγύης, οι υπόλοιποι διώκονταν, φυλακίζονταν και τιμωρούνταν. Κατά το διάστημα μεταξύ 16ου και 17ου αιώνα, οι διώξεις εντατικοποιήθηκαν, ενώ οι ποινές έγιναν όλο και πιο σκληρές, με τις περισσότερο ειδεχθείς να περιλαμβάνουν μαστίγωμα ή και σημάδεμα με πυρωμένο σίδερο σε οποιονδήποτε επαιτούσε χωρίς άδεια.
Η μεγαλύτερη καινοτομία στα μέτρα κοινωνικής πρόνοιας ήρθε το 1553, όταν ο Εδουάρδος ΣΤ΄ παραχώρησε το παλάτι του Bridewell για την ανέγερση ενός ειδικού ιδρύματος «κοινωνικής αναμόρφωσης». Η Πράξη Περί Φτωχών του 1576, διέταξε την ίδρυση αναμορφωτήριων, όπου το κύριο μέτρο αναμόρφωσης ήταν η βίαιη συγκέντρωση των φτωχών και ο καταναγκασμός τους σε εργασία, σε όλες τις κομητείες του βρετανικού βασιλείου. Ο θεσμός ιδρυμάτων τέτοιου είδους εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, με χώρες-πρωταγωνίστριες τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Αγγλία και τη Γαλλία, ενώ κατά τον 18ο αιώνα, τα αναμορφωτήρια θα εξελιχθούν στα «πτωχοκομεία» (Workhouses, Zuchthausern), οπού η ζωή των τροφίμων ήταν ακόμη πιο δύσκολη.
Οι νεοεισερχόμενοι γίνονταν υποδεκτοί με μαστίγωμα, ενώ στη συνέχεια εργάζονταν από τις 05:00 π.μ. ως τις 20:00 μ.μ. με ένα μισάωρο διάλειμμα. Η εγκάθειρξη ενός φτωχού σε «πτωχοκομείο», τους καταδίκαζε σε μια ζωή στο περιθώριο ακόμη και μετά την απελευθέρωση του, εξαιτίας της αρνητικής φόρτισης που είχαν λάβει τα σχετικά ιδρύματα. Στο Παρίσι του 17ου αιώνα, τουλάχιστον 1/100 κατοίκους είχε βρεθεί κλεισμένος σε Workhouse, ενώ στο πτωχοκομείο της Salpêtrière στεγάζονταν 1460 γυναικόπαιδα, που έφεραν παρόμοιες εργατικές υποχρεώσεις με τους άντρες.
Όπως υποστηρίζει και ο Michel Foucault στη μελέτη του «Η ιστορία της Τρέλας», ο άνεργος ούτε τιμωρείται πια, ούτε διώκεται. Τον αναλαμβάνει το κράτος «δημοσία δαπάνη», τον τρέφει και τον στεγάζει, με αντάλλαγμα τη προσωπική του ελευθερία και την ολοήμερη εργασία. Οι πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας, πλέον κρύβουν ένα ύποπτο σύστημα υποχρεώσεων, ενώ η ιδιάζουσα νομική υπόσταση των πτωχοκομείων, των οποίων οι διευθυντές είχαν απόλυτη εξουσία να συλλαμβάνουν, να φυλακίζουν και να βασανίζουν τους τρόφιμους, όπως και τους ακόμη ελεύθερους φτωχούς των πόλεων, φαίνεται να εγκαθιδρύεται ανάμεσα στη κοσμική και στη θρησκευτική αρχή.
Τα Workhouses εκφράζουν έναν αναπροσδιορισμό της κοινωνικής ευαισθησίας, μέσα από την ανάπτυξη της ηθικής της εργασίας, δρόμο που ήδη είχε ανοίξει ο Καλβίνος. Η ανεργία καταδικάστηκε ηθικά στις αντιλήψεις των Ευρωπαίων, η κοινωνική συνοχή εξασφαλιζόταν από την κοινότητα της εργασίας. Μια διαχωριστική γραμμή διαμορφώθηκε μεταξύ ανέργων και εργαζόμενων, η οποία επέτρεπε στους πρώτους να απορρίπτουν ολοκληρωτικά τους δεύτερους και να τους εξορίζουν. Οι τρόφιμοι έπρεπε να εργαστούν σκληρότατα, η καταναγκασμένη «κλήσις» τους στην εργασία θα τους κέρδιζε μια θέση στο αιώνιο βασίλειο του ουρανού. Η αρετή είχε υποταχθεί απόλυτα πλέον στις υποθέσεις του Κράτους, το οποίο την επέβαλε βίαια και στυγνά. Χαρακτηριστικά, γραμμένη στους τοίχους του Ιδρύματος της Μαγνεντίας ήταν η φράση «Αφού και ζώα εξημερωθήκαν, κανείς δεν πρέπει να απελπίζεται ότι ο παραστρατημένος άνθρωπος είναι αδιόρθωτος».

Η μεγαλύτερη καινοτομία στα μέτρα κοινωνικής πρόνοιας ήρθε το 1553, όταν ο Εδουάρδος ΣΤ΄ παραχώρησε το παλάτι του Bridewell για την ανέγερση ενός ειδικού ιδρύματος «κοινωνικής αναμόρφωσης». Η Πράξη Περί Φτωχών του 1576 διέταξε την ίδρυση αναμορφωτήριων, όπου το κύριο μέτρο αναμόρφωσης ήταν η βίαιη συγκέντρωση των φτωχών και ο καταναγκασμός τους σε εργασία, σε όλες τις κομητείες του βρετανικού βασιλείου.
Ο θεσμός ιδρυμάτων τέτοιου είδους εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, με χώρες-πρωταγωνίστριες τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Αγγλία και τη Γαλλία, ενώ κατά τον 18ο αιώνα τα αναμορφωτήρια θα εξελιχθούν στα «πτωχοκομεία» (Workhouses, Zuchthausern), οπού η ζωή των τροφίμων ήταν ακόμη πιο δύσκολη. Οι νεοεισερχόμενοι υποδέχονταν με μαστίγωμα, ενώ στη συνέχεια εργάζονταν από τις 05:00 π.μ. ως τις 20:00 μ.μ. με ένα μισάωρο διάλειμμα. Η εγκάθειρξη ενός φτωχού σε «πτωχοκομείο» των καταδίκαζε σε μια ζωή στο περιθώριο ακόμη και μετά την απελευθέρωση του, εξαιτίας της αρνητικής φόρτισης που είχαν λάβει τα σχετικά ιδρύματα. Στο Παρίσι του 17ου αιώνα, τουλάχιστον 1/100 κατοίκους είχε βρεθεί κλεισμένος σε Workhouse, ενώ στο πτωχοκομείο της Salpêtrière στεγάζονταν 1460 γυναικόπαιδα, που έφεραν παρόμοιες εργατικές υποχρεώσεις με τους άντρες.
Όπως υποστηρίζει και ο Michel Foucault στη μελέτη του «Η ιστορία της Τρέλας», ο άνεργος ούτε τιμωρείται πια, ούτε διώκεται. Τον αναλαμβάνει το κράτος «δημόσια δαπάνη», τον τρέφει και τον στεγάζει, με αντάλλαγμα τη προσωπική του ελευθερία» και την ολοήμερη εργασία. Οι πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας πλέον κρύβουν ένα ύποπτο σύστημα υποχρεώσεων, ενώ η ιδιάζουσα νομική υπόσταση των πτωχοκομείων, των οποίων οι διευθυντές είχαν απόλυτη εξουσία να συλλαμβάνουν, να φυλακίζουν και να βασανίζουν τους τρόφιμους, όπως και τους ακόμη ελεύθερους φτωχούς των πόλεων, φαίνεται να εγκαθιδρύεται ανάμεσα στη κοσμική και στη θρησκευτική αρχή.
Ταυτόχρονα, στόχος των Workhouses δεν ήταν μόνο η απομάκρυνση των φτωχών από την κοινωνία, αλλά και η χρήση των φτωχών ως φθηνό εργατικό δυναμικό για την ενίσχυση της οικονομίας. Τα μέτρα καταπολέμησης της ανεργίας συνδυάστηκαν με την οικονομική ανάπτυξη, με τις νέες απαιτήσεις του εμπορικού καπιταλισμού από την παραγωγή να συμπληρώνονται από την καταναγκαστική εργασία των απόρων εγκλείστων. Ιδιαίτερα ενδεικτικό είναι το γεγονός πως παρόμοια ιδρύματα μπορούσαν να ανοιχθούν και από ιδιώτες. Γρήγορα, τα πτωχοκομεία μετεξελίχθηκαν σε δεξαμενές πλεονάζοντος και φθηνού εργατικού δυναμικού για τις μητροπόλεις του καπιταλισμού.
Αν και η αποτελεσματικότητα των οικονομικών στόχων των «πτωχοκομείων» είναι αμφισβητήσιμη, η σύνδεση της εγκάθειρξης με την οικονομική ανάπτυξη χαρακτήρισε τις πολιτικές και τους στόχους της εξουσίας κατά τον 18ο αιώνα. Τότε είναι που η μηχανοδομή της εξουσίας θεμελιώνεται αποφασιστικά στην πειθαρχία. Ο περιορισμός της «πολιτικής δύναμης» του κοινωνικού σώματος, μέσω του νεωτερικού σχήματος «ηπιότητα-παραγωγή-κέρδος» και της ενωτικής πειθαρχίας, αποτελεί απλή μετεξέλιξη του σχήματος «εγκάθειρξη-παραγωγή-κέρδος» των πτωχοκομείων. Οι τακτικές επιβολής της εξουσίας και της ηθικής της εργασίας που αναπτύχθηκαν κατά τον «μεγάλο εγκλεισμό» της Πρώιμης Νεότερης Ευρώπης, στη νεωτερικότητα, απέναντι στις αυξημένες απαιτήσεις της βιομηχανοποίησης και μιας απότομης δημογραφικής ανόδου, εξαπλώνονται και εφαρμόζονται στο σύνολο του κοινωνικού σώματος, με την ανθρώπινη πολλαπλότητα να ρυθμίζεται για την αύξηση του κέρδους, την ελαχιστοποίηση των δαπανών και τη μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας.
EΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Henry Camen (2000), Early Modern European Society, Routdledge, Abingdon
- Michel Foucault (1961), Histoire de la Folie a l’ Age Classique, ed. Gallimard, Paris
- Michel Foucault (1976), Surveiller et Punir: Naissance de la Prison, ed. Gallimard, Paris
- O δρόμος προς το άσυλο: «Τρέλα» και δυτικές κοινωνίες, 1500-1800, opencourses.uoa.gr, διαθέσιμο εδώ