Της Άννας Καρρά,
Ο κληρονομούμενος σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας της βούλησης μπορεί να ορίσει ποια πρόσωπα θα τον κληρονομήσουν και πιο συγκεκριμένα ποια πρόσωπα θα υπεισέλθουν στο σύνολο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών του (καθολική διαδοχή). Σύμφωνα με το άρθρο 1710 ΑΚ «κατά το θάνατο του προσώπου η περιουσία του ως σύνολο (κληρονομιά) περιέρχεται από το νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι)». Μετά την επαγωγή της κληρονομιάς, δηλαδή τον θάνατο του κληρονομούμενου, οι κληρονόμοι αποκτούν αυτοδικαίως και προσωρινά την κληρονομιά (1846 ΑΚ), καθώς ο νόμος τους παρέχει το δικαίωμα να την αποδεχθούν ή να την αποποιηθούν.
Ως αποδοχή της κληρονομιάς ορίζεται η δήλωση βούλησης του προσωρινού κληρονόμου να γίνει οριστικός κληρονόμος. Η αποδοχή της κληρονομιάς μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους, όπως: α) ρητά με δήλωση στη γραμματεία του κατά τόπον αρμοδίου πρωτοδικείου ή με συμβολαιογραφικό έγγραφο αποδοχής, β) σιωπηρά, όταν συνάγεται από τις πράξεις ή παραλείψεις του κληρονόμου η πρόθεση του να καταστεί κληρονόμος, για παράδειγμα με την έκδοση κληρονομητηρίου ή με την άσκηση περί κλήρου αγωγής, ή γ) πλασματικά με την παρέλευση της προθεσμίας τεσσάρων μηνών από τότε που έμαθε την επαγωγή της κληρονομίας για την αποποίηση της κληρονομιάς (1850 ΑΚ).
Από τη στιγμή που θα επέλθει η αποδοχή της κληρονομίας με έναν από τους προαναφερθέντες τρόπους, ο κληρονόμος καθίσταται οριστικός κληρονόμος και η ατομική του περιουσία συνενώνεται με την κληρονομική περιουσία, με αποτέλεσμα να ευθύνεται με την προσωπική του περιουσία απέναντι στους δανειστές για τα χρέη της κληρονομιάς (1901 ΑΚ).

Ωστόσο, προκειμένου ο κληρονόμος να προστατευθεί, ο νόμος προβλέπει την δυνατότητα του να αποδεχθεί την κληρονομιά με το ευεργέτημα της απογραφής (1902 ΑΚ), παρέχοντας του το προνόμιο να ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς μόνο ως προς το ενεργητικό της (1904 ΑΚ). Με αυτόν τον τρόπο αποκλείεται κάθε ευθύνη του κληρονόμου απέναντι στους δανειστές του κληρονομούμενου κι η κληρονομική περιουσία αποτελεί χωριστή ομάδα από την ατομική του περιουσία (1905 ΑΚ), προοριζόμενη για έναν ειδικό σκοπό, την ικανοποίηση των δανειστών.
Η δήλωση αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής γίνεται με δήλωση του κληρονόμου στη γραμματεία του δικαστηρίου της κληρονομίας εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από τότε που έμαθε τον λόγο επαγωγής της κληρονομίας (1902 ΑΚ).
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την παράγραφο 2 της διάταξης του άρθρου 1902 «η δήλωση αποδοχής θεωρείται ότι έγινε με το ευεργέτημα της απογραφής, αν ο κληρονόμος είναι πρόσωπο για το οποίο η αποδοχή της κληρονομιάς γίνεται κατά το νόμο με το ευεργέτημα της απογραφής». Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τις περιπτώσεις αποδοχής κληρονομιάς από ανήλικους που τελούν υπό γονική μέριμνα (1527 ΑΚ), προσώπων που βρίσκονται υπό επιτροπεία ή σε δικαστική συμπαράσταση ή από το ελληνικό δημόσιο. Η αιτιολογία της πρόβλεψης του νόμου για την υποχρεωτική αποδοχή της περιουσίας με το ευεργέτημα της απογραφής είναι το γεγονός ότι τα πρόσωπα αυτά δε βρίσκονται σε θέση να επωμιστούν το βάρος του παθητικού της κληρονομιάς.
Συμπληρωματικά αξίζει να σημειωθεί πως ο κληρονόμος με απογραφή οφείλει να ολοκληρώσει την απογραφή της κληρονομιάς μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών από την δήλωση του κληρονόμου στην γραμματεία του δικαστηρίου (1903 ΑΚ). Ως απογραφή ορίζεται η πίστη και ακριβής καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων που διενεργείται από συμβολαιογράφο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αντώνιος Κεπεσίδης, Η αποδοχή της κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής, lawspot.gr, διαθέσιμο εδώ
-
Ορέστης Σεϊμένης – Αλεξάνδρα Γεράγγελου, Η αποδοχή της κληρονομιάς με το «ευεργέτημα της απογραφής» (ή «επ’ ωφελεία απογραφής»), taxheaven.gr, διαθέσιμο εδώ