Της Άννας Γκέλια,
Ακούγοντάς την Προσωπογραφία της Μητέρας μου, του Μάνου Χατζιδάκι, δεν ακούμε απλώς μουσική. Ακούμε ένα ψίθυρο από το παρελθόν, ένα νανούρισμα που αντηχεί στις πιο κρυφές πτυχές της ψυχής μας, μια μελωδία που φέρνει στην επιφάνεια εικόνες, συναισθήματα, στιγμές που ίσως δεν καταλάβαμε πλήρως όταν τις ζούσαμε. Είναι η μουσική που μιλάει για την πρώτη και πιο αγνή μορφή αγάπης: τη μητρική.
Η μητέρα δεν γεννιέται μητέρα, γίνεται. Από τη στιγμή που μια γυναίκα κρατά στα χέρια της το παιδί της, η ταυτότητά της αλλάζει. Δεν ήταν πια μόνο εκείνη που ήταν πριν κόρη, σύντροφος, φίλη. Γίνεται κάτι άλλο, κάτι βαθύτερο και άρρηκτα δεμένο με την ίδια την ύπαρξη της ζωής. Ο κόσμος της αναδιαμορφώνεται, οι προτεραιότητες της μετατοπίζονται, οι φόβοι της πολλαπλασιάζονται. Από εκείνη τη στιγμή, δεν ζει μόνο για τον εαυτό της, αλλά και για το πλάσμα που έφερε στον κόσμο.
Όμως, η μητρότητα δεν είναι μονάχα ένα ειδυλλιακό τοπίο, δεν είναι μόνο χαμόγελα και τρυφερότητα. Η κοινωνία συχνά ζητά από τις μητέρες να είναι τα πάντα — ασπίδες προστασίας της οικογένειάς τους, παιδαγωγοί, αλλά και γυναίκες που δεν πρέπει να ξεχνούν τον παλιό τους εαυτό. Τις φορτώνει με προσδοκίες, με ευθύνες που θεωρούνται αυτονόητες, με θυσίες που δεν πρέπει να έχουν κόστος. Πρέπει να είναι ακούραστες, γεμάτες αγάπη, αφοσιωμένες, αλλά ταυτόχρονα να μην χάνουν την ατομικότητά τους.

Η μουσική του Χατζιδάκι αιχμαλωτίζει αυτόν τον αδιάκοπο χορό μεταξύ του «είμαι» και του «πρέπει να είμαι». Οι νότες της Προσωπογραφίας μοιάζουν με τις σκέψεις μιας γυναίκας που ξαγρυπνά πάνω από το παιδί της, που ανησυχεί για το μέλλον του, που παλεύει με την κούραση και την αβεβαιότητα, αλλά δεν το δείχνει ποτέ. Είναι η μουσική της μητρικής αγάπης που δεν περιμένει αντάλλαγμα, που δίνεται ολόκληρη αλλά σιωπηλά, που δεν ζητά να αναγνωριστεί γιατί απλώς υπάρχει, αναπόφευκτα, όπως η ανατολή και η δύση του ήλιου.
Η μητέρα αλλάζει μαζί με το παιδί της. Στην αρχή, είναι η απόλυτη προστασία, η ασφάλεια, το μόνο γνώριμο πράγμα στον κόσμο ενός βρέφους. Μεγαλώνοντας, γίνεται το στήριγμα, η δασκάλα, η σκιά που ακολουθεί σιωπηλά, έτοιμη να προστατεύσει, αλλά και να αφήσει το παιδί της να πέσει και να μάθει. Και ύστερα, έρχεται η απόσταση. Τα παιδιά μεγαλώνουν και απομακρύνονται, φτιάχνουν τις δικές τους ζωές. Και τότε, η μητέρα πρέπει να μάθει να αγαπά από απόσταση, να αποδεχτεί πως εκείνο το μικρό παιδί που κάποτε την κρατούσε από το χέρι, τώρα περπατά μόνο του.
Σε αυτό το σημείο, η Προσωπογραφία της μητέρας μου παίρνει μια άλλη διάσταση. Οι νότες της φέρνουν μαζί τους τη νοσταλγία, εκείνη τη λεπτή, αδιόρατη θλίψη που νιώθει μια μητέρα όταν κοιτάζει το παιδί της και βλέπει έναν ενήλικα εκεί που κάποτε υπήρχε ένα μωρό. Είναι η στιγμή που καταλαβαίνει ότι η δουλειά της τελείωσε, ότι έχει προσφέρει όσα μπορούσε, και τώρα πρέπει να κάνει πίσω. Αλλά πώς να κάνει πίσω, όταν η καρδιά της παραμένει δεμένη για πάντα με εκείνη την ύπαρξη που έφερε στη ζωή;

Και από την άλλη πλευρά, υπάρχει και η οπτική του παιδιού. Όταν είμαστε μικροί, βλέπουμε τη μητέρα μας σαν κάτι δεδομένο, σαν μια φιγούρα ακλόνητη, ακούραστη, σχεδόν μυθική. Δεν σκεφτόμαστε πως κάποτε ήταν και αυτή νέα, πως είχε όνειρα πριν από εμάς, πως φοβάται, πως κουράζεται. Μόνο μεγαλώνοντας καταλαβαίνουμε το βάρος που κουβαλούσε, τις ανησυχίες που έκρυβε, τις στιγμές που έβαλε τον εαυτό της στην άκρη για να μας δώσει χώρο να ανθίσουμε.
Η μουσική του Χατζιδάκι, με την απλότητά της, καταφέρνει να περικλείσει όλο αυτό το συναίσθημα. Δεν είναι μια μεγαλειώδης σύνθεση· είναι μια μελωδία ζεστή, τρυφερή, σχεδόν ψιθυριστή. Σαν το χάδι της μητέρας στο μέτωπο μας όταν είμαστε άρρωστοι. Σαν το βλέμμα της που μας ακολουθεί καθώς φεύγουμε από το σπίτι. Σαν τα λόγια που θέλουμε να της πούμε, αλλά δεν ξέρουμε πως.
Ακούμε τις νότες και καταλαβαίνουμε πως η μητέρα μας δεν είναι απλώς μια ανάμνηση· είναι ένα κομμάτι μας, μια παρουσία που θα ζει μέσα μας όσο υπάρχουμε. Είναι στα λόγια που λέμε, στις κινήσεις μας, στον τρόπο που αγκαλιάζουμε αυτούς που αγαπάμε. Είναι η φωνή που μας καθησυχάζει στα δύσκολα, ακόμα και όταν δεν είναι πια κοντά.
Η Προσωπογραφία της μητέρας μου κλείνει απαλά, αφήνοντας μια αίσθηση πληρότητας και ευγνωμοσύνης. Μας θυμίζει ότι η μητρότητα είναι πολλά περισσότερα από μια βιολογική σύνδεση. Είναι ένα δέσιμο ψυχής, μια αγάπη που διαρκεί πέρα από το χρόνο, πέρα από τις αποστάσεις, πέρα από τις αλλαγές της ζωής.

Ας κρατήσουμε, λοιπόν, αυτή τη μελωδία, σαν μια υπενθύμιση. Να μην ξεχνάμε να λέμε «ευχαριστώ» στις μητέρες μας, όσο είναι κοντά μας. Να αναγνωρίσουμε τις θυσίες τους, την αγάπη τους, την ακούραστη παρουσία τους. Γιατί, όσο και αν μεγαλώσουμε, όσο και αν αλλάξουμε, θα υπάρχει πάντα αυτή η μορφή που θα μας κοιτάζει με την ίδια αγάπη, την ίδια τρυφερότητα, το ίδιο βλέμμα που είχαμε από την πρώτη στιγμή που ήρθαμε στη ζωή.
Και ίσως αυτό να είναι το πιο μεγάλο μάθημα της Προσωπογραφίας της μητέρας μου: πως η μητρική αγάπη δεν σβήνει ποτέ. Απλώς αλλάζει μορφή, γίνεται σιωπηλή, αόρατη αλλά πάντα παρούσα. Σαν μια μελωδία που δεν τελειώνει ποτέ, που συνεχίζει να παίζει μέσα μας, ακόμα και όταν όλα τα άλλα έχουν σωπάσει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Προσωπογραφία της Μητέρας μου – Μάνος Χατζιδάκις (video), sophia-ntrekou.gr, διαθέσιμο εδώ
- Προσωπογραφία της Μητέρας μου – Μάνος Χατζιδάκις – Το Χαμόγελο της Τζοκόντας, youtube.com, διαθέσιμο εδώ
- Μάνος Χατζιδάκις | Όταν συνηθίζεις το τέρας, αρχίζεις να του μοιάζεις, klik.gr, διαθέσιμο εδώ