Της Εμμανουέλας Σφακιανάκη,
Ο διεθνώς διαδεδομένος και σύγχρονος οικονομικός θεσμός “leasing” αποδίδεται στα ελληνικά ως «χρηματοδοτική μίσθωση» και ρυθμίζεται στην ελληνική νομοθεσία από τον νόμο 1665/1986. Θέματα όπως η νομική φύση κι οι διαστάσεις του leasing αποτελούν κρίσιμα ζητήματα για νομικούς, επιχειρηματίες κι επενδυτές.
Εκκινώντας από τα βασικά χαρακτηριστικά, αντικείμενο της χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορεί να είναι οποιοδήποτε ακίνητο ή κινητό πράγμα, συμπεριλαμβανομένων των μεταφορικών μέσων και του επαγγελματικού εξοπλισμού. Πρόκειται για μια τριμερή σύμβαση. Εκμισθωτής δύναται να είναι μόνο ανώνυμη εταιρεία ή χρηματοδοτικό/πιστωτικό ίδρυμα με αποκλειστικό σκοπό τη σύναψη συμβάσεων leasing, μετά από άδεια της Τράπεζας της Ελλάδας (άρθρα 1-3 του ως άνω νόμου). Από την άλλη πλευρά, μισθωτής μπορεί να είναι οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου (σύμφωνα με την αλλαγή που επήλθε με τον νόμο 4887/2022). Ο προμηθευτής αποτελεί το τρίτο μέρος της σύμβασης και νοείται ο κατασκευαστής ή ο πωλητής του αντικειμένου, από τον οποίο αγοράζει ο εκμισθωτής.
Η εν λόγω σύμβαση καταρτίζεται υποχρεωτικά εγγράφως. Για τα κινητά πράγματα αρκεί το ιδιωτικό έγγραφο (άρθρο. 4 παρ.1), ενώ για τα ακίνητα απαιτείται συμβολαιογραφικός τύπος. Όλες οι συμβάσεις leasing καταχωρίζονται σε ειδικό βιβλίο στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Όταν έχουμε να κάνουμε με ακίνητο, η σύμβαση εγγράφεται στα οικεία βιβλία μεταγραφών της περιφέρειας, όπου βρίσκεται το ακίνητο. Αν αφορά αεροσκάφος, στα αντίστοιχα μητρώα αεροσκαφών.
Η νομική φύση της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης έχει συζητηθεί εκτενώς στη νομική θεωρία, καθώς δεν ταυτίζεται απόλυτα με κανένα από τα παραδοσιακά είδη συμβάσεων. Σύμφωνα με τη νομολογία αποτελεί αυτόνομο τύπο σύμβασης, που συνδυάζει στοιχεία νομικών μορφωμάτων. Ειδικότερα αντιμετωπίζεται ως μεικτή σύμβαση που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τη σύμβαση μίσθωσης (ΑΚ 574 επ.). Ωστόσο, αντίθετα με τους κανόνες της μίσθωσης του ΑΚ, στη χρηματοδοτική μίσθωση ο εκμισθωτής φέρει μονάχα τον κίνδυνο της τυχόν αδυναμίας του μισθωτή να πληρώσει το μίσθωμα κι όχι της τυχαίας καταστροφής ή χειροτέρευσης τούτου. Το leasing επιπλέον περιέχει χαρακτηριστικά της σύμβασης εντολής. Ο εκμισθωτής λειτουργεί ως εντολέας κι ο μισθωτής ως εντολοδόχος προς τον προμηθευτή, διενεργώντας διαπραγματεύσεις ως προς τους όρους και το αντικείμενο της σύμβασης πωλήσεως που έπεται να συναφθεί. Συνάμα, η ενδιαφερόμενη μίσθωση αποτελεί σύμφωνο προαιρέσεως μεταξύ εκμισθωτή και μισθωτή, εφόσον ο τελευταίος θα έχει το δικαίωμα είτε να ανανεώσει τη σύμβαση είτε να αγοράσει το πράγμα.

Εμβαθύνοντας στους βασικούς όρους της σύμβασης leasing, παρατηρείται ότι ο μισθωτής έχει προνομιακά δικαιώματα κατά τη λήξη της. Πιο συγκεκριμένα έχει τη δυνατότητα αφενός να αγοράσει το πράγμα με ιδιαίτερα μειωμένο σε σχέση με την εμπορική του αξία τίμημα, με δήλωση του προς τον εκμισθωτή ακόμη και πριν τη λήξη της σύμβασης. Αφετέρου δύναται να ανανεώσει μονομερώς τη σύμβαση για ορισμένο διάστημα, καταβάλλοντας και σε αυτή τη περίπτωση μειωμένο σχετικά με το αρχικά συμφωνημένο μίσθωμα. Άλλη μια επιλογή του μισθωτή είναι η επιστροφή του αντικειμένου της σύμβασης στην εκμισθώτρια εταιρία. Ελάχιστη διάρκεια της μίσθωσης είναι τα τρία έτη για τα κινητά, τα πέντε έτη για τα αεροσκάφη και τα δέκα έτη για τα ακίνητα.
Ο θεσμός του leasing ενδιαφέρει ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αυτό συμβαίνει, διότι με τον τρόπο αυτό καλύπτουν την ανάγκη απόκτησης ή εκσυγχρονισμού του εξοπλισμού τους, χωρίς να χρειαστεί να διαθέσουν τα απαιτούμενα από την αντίστοιχη αγορά κεφάλαια. Επίσης, πολύ σημαντικό πλεονέκτημα είναι ότι το αντικείμενο της χρηματοδοτικής μίσθωσης δεν μπορεί να κατασχεθεί από δανειστές, αφού δεν υπάγεται στην περιουσία του μισθωτή. Στο ίδιο πλαίσιο, τα αντικείμενα της σύμβασης δεν εμφανίζονται στους ισολογισμούς της επιχείρησης ως στοιχεία του ενεργητικού της.
Παραπέρα, η χρηματοδοτική μίσθωση, σύμφωνα με τον νόμο 1665/1986, προσφέρει σημαντικά φορολογικά οφέλη για τις εταιρείες leasing και τις επιχειρήσεις που τη χρησιμοποιούν. Ειδικότερα, οι συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης και οι σχετικές πράξεις απαλλάσσονται από φόρους, τέλη και δικαιώματα υπέρ του Δημοσίου (εκτός από το φόρο εισοδήματος και το ΦΠΑ). Επίσης, τα μισθώματα που καταβάλλει η μισθώτρια επιχείρηση εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά της ως λειτουργικές δαπάνες, ενώ οι δικαιούχοι δεν επιβαρύνονται με φόρους μεταβίβασης ακινήτων κατά τη μεταβίβαση του μισθίου ή την εξαγορά του. Επιπλέον, τα συμβολαιογραφικά τέλη περιορίζονται στα κατώτατα όρια, ενώ μειώνονται και τα τέλη καταχώρισης για εμπράγματες εξασφαλίσεις. Οι συμβάσεις δανείων προς εταιρείες leasing είναι επίσης απαλλαγμένες από φόρους και τέλη. Βέβαια σε περίπτωση αγοράς ακινήτου πριν την πάροδο τριετίας ή μεταβίβασης του μισθίου σε τρίτους, αίρεται η απαλλαγή από το φόρο μεταβίβασης ακινήτων.

Ωστόσο, ένα νομικό πρόβλημα που έχει προκύψει κατά την πρακτική εφαρμογή της χρηματοδοτικής μίσθωσης αφορά την προστασία του καταναλωτή. Το κύριο πρόβλημα στο εν λόγω θέμα εντοπίζεται στην έλλειψη επαρκούς και κατανοητής πληροφόρησης για τους όρους των συμβάσεων, ιδίως σε σχέση με τις οικονομικές υποχρεώσεις, τα δικαιώματα υπαναχώρησης και τις συνέπειες της συμφωνίας. Οι καταναλωτές συχνά δεν ενημερώνονται πλήρως για τη διάρκεια, το κόστος και τις επιπτώσεις της χρηματοδοτικής μίσθωσης, με αποτέλεσμα να υπογράφουν συμβάσεις, χωρίς να αντιλαμβάνονται πλήρως τις υποχρεώσεις τους. Αυτό το πρόβλημα εντείνεται, όταν οι συμβάσεις συνάπτονται εξ αποστάσεως ή όταν οι όροι είναι ασαφείς, ενώ η διαδικασία άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης μπορεί να είναι περίπλοκη ή να καταστεί αδύνατη λόγω ελλιπούς ενημέρωσης. Οι καταναλωτές συχνά παραπλανώνται ή δεσμεύονται σε οικονομικές υποχρεώσεις που ενδέχεται να μην είναι σε θέση να διαχειριστούν, καθιστώντας την προστασία τους στο leasing ένα σημαντικό ζήτημα.
Συνοψίζοντας, η χρηματοδοτική μίσθωση αποτελεί έναν ευέλικτο κι αποδοτικό θεσμό για τις επιχειρήσεις, προσφέροντας σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως η απόκτηση ή ο εκσυγχρονισμός εξοπλισμού χωρίς την ανάγκη άμεσης χρηματοδότησης καθώς και φορολογικά οφέλη. Επιπλέον, η δυνατότητα ανανέωσης, αγοράς ή επιστροφής του αντικειμένου παρέχει ευχέρεια προσαρμογής στις ανάγκες των μισθωτών. Αν κι είναι σημαντικό να διασφαλίζεται η πλήρης κατανόηση των όρων των συμβάσεων, η χρηματοδοτική μίσθωση παραμένει ένα εργαλείο στρατηγικής αξίας για τις επιχειρήσεις και την ανάπτυξή τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Παναγιώτης Κ. Μάζης, Η χρηματοδοτική μίσθωση – leasing, 3η έκδοση, Π.Ν. Σάκκουλας, 2010
- Βαρβάρα Σιγανού, Η σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτων, διαθέσιμο εδώ
- Ευδοκία Κορνηλάκη, Σύμβαση leasing: Οφέλη για την επιχείρηση, διαθέσιμο εδώ
- Δρ. Ευάγγελος Μαργαρίτης, Το Leasing – Μέρος Α: Μια μορφή χρηματοδότησης «σε είδος», LawSpot.gr, διαθέσιμο εδώ