Της Ελπίδας Γιατρά,
Τα βλέμματα στρέφονται προς την Ιταλία, καθώς την παραμονή της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας, το Υπουργικό Συμβούλιο υπό την ηγεσία της Giorgia Meloni ενέκρινε το νομοσχέδιο που εισάγει το έγκλημα της γυναικοκτονίας. Πρόκειται για την έκτη χώρα παγκοσμίως που θα ενσωματώσει το συγκεκριμένο όρο στο ποινικό της σύστημα. Ωστόσο, η επιλογή της ακροδεξιάς κυβέρνησης να αγγίξει τα όρια του φεμινισμού αφήνει πολλά ερωτήματα: πρόκειται για ένα βήμα προς την κοινωνική αλλαγή ή απλώς πολιτική εργαλειοποίηση του θέματος;
Η «γυναικοκτονία» αναφέρεται στη δολοφονία γυναικών λόγω του φύλου τους, όταν το βασικό κίνητρο είναι η καταπίεση και η διάκριση. Ο όρος αυτός έχει υιοθετηθεί ως εργαλείο ανάδειξης των συστημικών διακρίσεων και της έμφυλης βίας που υφίστανται οι γυναίκες παγκοσμίως. Το φεμινιστικό κίνημα χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο όρο ώστε να αναδείξει την έμφυλη βία και τις κοινωνικές ανισότητες που την τροφοδοτούν. Για το κίνημα αυτό, η γυναικοκτονία δεν είναι απλώς ένα μεμονωμένο έγκλημα, αλλά μια ενδεικτική εκδήλωση ενός βαθύτερου κοινωνικού φαινομένου που αναπτύσσεται μέσα από τις ανισότητες των φύλων.
Η ανάγκη να επισημανθεί το γεγονός ότι η έμφυλη βία δεν αποτελείται από μεμονωμένα περιστατικά, αλλά πρόκειται για ένα κοινωνικό φαινόμενο με ρίζες στην κοινωνική ανισότητα, συμβαδίζει με την ανάγκη των γυναικών να προστατεύονται από τέτοιες επιθέσεις. Παράλληλα, η αναγνώριση του συγκεκριμένου όρου ως μια ειδική κατηγορία εγκλήματος αναγνωρίζει τη διαρκή και συστηματική καταπίεση και διάκριση εις βάρος των γυναικών.
Με το νέο νομοσχέδιο, η ιταλική κυβέρνηση σκοπεύει να εισαγάγει το νέο ποινικό αδίκημα της «γυναικοκτονίας», το οποίο θα τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. Σύμφωνα με το ανακοινωθέν που εκδόθηκε στο τέλος της συνεδρίασης, η ποινή αυτή θα επιβάλλεται «σε όποιον προκαλεί το θάνατο μιας γυναίκας, όταν η πράξη διαπράττεται ως πράξη διάκρισης ή μίσους προς το προσβαλλόμενο πρόσωπο ως γυναίκα ή για να καταστείλει την άσκηση των δικαιωμάτων ή των ελευθεριών της ή σε κάθε περίπτωση, την έκφραση της προσωπικότητάς της».
Στη συνέχεια, τονίζεται ότι οι ίδιες περιστάσεις τέλεσης του αδικήματος εισάγονται ως επιβαρυντικές περιστάσεις για τα πιο τυπικά αδικήματα του κόκκινου κώδικα, με την πρόβλεψη για αύξηση των προβλεπόμενων ποινών τουλάχιστον κατά το ένα τρίτο και έως το ήμισυ ή τα δύο τρίτα, ανάλογα με το αδίκημα. Το κείμενο που εισήγαγε η κυβέρνηση προβλέπει επίσης άλλα μέτρα για την προστασία των θυμάτων και των οικογενειών τους .
Η αντιπολίτευση χαιρέτισε την εισαγωγή του αδικήματος της γυναικοκτονίας, αλλά ζήτησε επίσης περισσότερα προληπτικά μέτρα. Πιο συγκεκριμένα, υπερτονίστηκε το γεγονός ότι η κυβέρνηση ενεργεί με «ποινικά μέτρα που παρεμβαίνουν όταν η βία ή η γυναικοκτονία έχει ήδη συμβεί, ενώ συνεχίζει να αγνοεί την προληπτική δράση της εκπαίδευσης. Η γυναικοκτονία και η έμφυλη βία είναι πολιτισμικά φαινόμενα, που συνδέονται με την ανισότητα της εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών και με κοινωνικά μοντέλα και μοντέλα σχέσεων που χαρακτηρίζονται από την πατριαρχία που εξακολουθεί να υφίσταται. Σε αυτό το μέτωπο, η πρώτη κυβέρνηση με πρωθυπουργό την Giorgia Meloni μπορεί και πρέπει να κάνει περισσότερα, όσον αφορά τη συνεχή επαναπροώθηση παρωχημένων και μάτσο κοινωνικών και οικογενειακών μοντέλων», δήλωσαν οι βουλευτές της Dem στη διμερή επιτροπή γυναικοκτονιών Cecilia D’Elia, αντιπρόεδρος, Sara Ferrari, επικεφαλής της ομάδας, Antonella Foratini, Valentina Gio, Filippo Sensi και Valeria Valente.

«Γι’ αυτό ζητάμε και πάλι, την παραμονή της 8ης Μαρτίου, να προστεθούν στο νομοσχέδιο αυτό για το έγκλημα της γυναικοκτονίας οι προτάσεις μας για την εκπαίδευση στη συναισθηματικότητα και το σεβασμό της διαφορετικότητας των φύλων. Και με συνέπεια και εκείνες για τη σεξουαλική παρενόχληση και τη συναίνεση. Πρέπει όλοι να γνωρίζουμε ότι η μάχη κατά της γυναικοκτονίας και της βίας κατά των γυναικών δίνεται πρώτα και κύρια στο έδαφος της κοινωνικοπολιτισμικής αλλαγής και ότι το ποινικό δίκαιο σίγουρα δεν αρκεί», καταλήγουν οι βουλευτές.
Η απόφαση της κυβέρνησης της Giorgia Meloni να αναγνωρίσει τη γυναικοκτονία ως ειδικό έγκλημα, έχει δημιουργήσει ένα σημαντικό δίλημμα: είναι πραγματικά μια κίνηση με στόχο την κοινωνική αλλαγή ή πρόκειται για πολιτική εργαλειοποίηση του ζητήματος;
Αν και η αναγνώριση της γυναικοκτονίας ως ξεχωριστό έγκλημα φαίνεται να είναι θετική για την προστασία των γυναικών, δημιουργούνται αμφιβολίες για την πραγματική πρόθεση της Meloni. Η κίνηση αυτή μπορεί να έχει στόχο να βελτιώσει την εικόνα της κυβέρνησης και να την κάνει να φαίνεται πιο ευαίσθητη κοινωνικά, ιδιαίτερα μετά τις αντιδράσεις που αφορούσαν την έλλειψη κοινωνικής συνείδησης, όσον αφορά τη διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος. Η αναγνώριση της γυναικοκτονίας συνδέεται και με μια τάση που προτιμά και επιλέγει την αυστηροποίηση των ποινών, αντί να προσπαθεί να προλάβει τη βία μέσω της εκπαίδευσης και των κοινωνικών μέτρων. Αυτή η προσέγγιση, ενώ μπορεί να δείχνει ότι η κυβέρνηση κάνει κάτι για να περιορίσει τη βία, στην πραγματικότητα δεν αντιμετωπίζει τα βαθύτερα αίτια του προβλήματος. Η βία κατά των γυναικών δεν είναι απλώς θέμα ποινών, αλλά έχει ρίζες στις ανισότητες και στις κοινωνικές αντιφάσεις.
Ένα ακόμα θέμα είναι η αντίφαση στην πολιτική της κυβέρνησης. Από τη μία πλευρά, αναγνωρίζει τη γυναικοκτονία ως ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα, αλλά από την άλλη συνεχίζει να υποστηρίζει πολιτικές που ενισχύουν την έμφυλη ανισότητα, όπως είναι η αυστηρή στάση απέναντι στις αμβλώσεις. Αυτό δημιουργεί την αίσθηση ότι η κυβέρνηση επιλέγει ποια δικαιώματα να στηρίξει, και ενδεχομένως αυτό να αποτελεί μια στρατηγική για να ικανοποιήσει συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, χωρίς να προσφέρει πραγματική ισότητα.
Από την άλλη πλευρά, η αντιπολίτευση ζητά να προωθηθούν μέτρα πρόληψης, όπως η εκπαίδευση και η κοινωνική στήριξη, ώστε να αντιμετωπιστούν τα αίτια της έμφυλης βίας. Τονίζουν ότι οι αυστηροί νόμοι μόνοι τους δεν φτάνουν, γιατί δεν αγγίζουν τις ρίζες του προβλήματος, που έχουν να κάνουν με τις κοινωνικές ανισότητες και τις πολιτισμικές παραδόσεις. Αντίθετα, η κυβέρνηση, με την αυστηροποίηση των ποινών, φαίνεται να επιλέγει μια αυταρχική προσέγγιση, που δεν οδηγεί σε πραγματική κοινωνική αλλαγή, αλλά σε μια πολιτική που επικεντρώνεται στην «τάξη και ασφάλεια» χωρίς να αντιμετωπίζει τις βαθύτερες αιτίες της βίας.
Η αναγνώριση της γυναικοκτονίας ως έγκλημα μπορεί μεν να θεωρηθεί ένα βήμα που θα φέρει θετικό αντίκτυπο όσον αφορά την προστασία των γυναικών, όμως δεν μπορεί να διαχωριστεί από το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο. Η απόφαση αυτή μπορεί να είναι περισσότερο μια στρατηγική κίνηση παρά μια πραγματική προσπάθεια για κοινωνική αλλαγή. Το γεγονός ότι μια ακροδεξιά κυβέρνηση εισάγει τη γυναικοκτονία ως έγκλημα, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ενδιαφέρεται πραγματικά για τα δικαιώματα των γυναικών, ιδιαίτερα εφ’ όσον το νομικό πλαίσιο δεν συνοδεύεται από μέτρα που να αντιμετωπίζουν τις βαθύτερες αιτίες της βίας κατά των γυναικών.
Έτσι, η αναγνώριση της γυναικοκτονίας ως έγκλημα, αν και θετική, μπορεί τελικώς να είναι μία επικοινωνιακή κίνηση, χωρίς να φέρει ουσιαστική κοινωνική αλλαγή για τα δικαιώματα των γυναικών. Αντίστοιχα, λειτουργεί ως πολιτική εργαλειοποίηση ενός ευαίσθητου και σύνθετου κοινωνικού προβλήματος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ιταλία, η κυβέρνηση Μελόνι εισάγει το έγκλημα της γυναικοκτονίας: Tο νομοσχέδιο εγκρίθηκε, euronews.com, διαθέσιμο εδώ
- Τον όρο γυναικοκτονία θέλει να εισάγει η ιταλική κυβέρνηση, thepressroom.gr, διαθέσιμο εδώ
- Γυναικοκτονία: Χρειαζόμαστε μια νέα εγκληματολογική και ποινική κατηγορία;, theartofcrime.gr, διαθέσιμο εδώ