Του Γιώργου Κωνσταντινίδη,
Η Ιαπωνία, γνωστή και ως η χώρα του «ανατέλλοντος ηλίου», τον 21ο αιώνα, είναι αναγνωρισμένη ως μια από τις πιο οικονομικά και τεχνολογικά εξελιγμένες χώρες στην υφήλιο. Ωστόσο, η πρόοδος αυτή μπορεί να κατανοηθεί μόνο αν εξετάσει κανείς τον πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό που υπέστη η Ιαπωνία κατά τα μέσα του 19ου αιώνα. Ειδικότερα, μείζονος σημασίας γεγονός διατέλεσε αφενός, η αποκατάσταση της αυτοκρατορικής εξουσίας υπό τον Μεϊτζί αυτοκράτορα Μουτσουσίτο το 1868 και αφετέρου, το μεταρρυθμιστικό έργο που ακολουθήσε έως το 1872. Η «Μεταρρύθμιση Μεϊτζί», λοιπόν, αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα του ραγδαίου εκσυγχρονισμού της Ιαπωνίας, καθώς μετέβαλε ριζικά τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές δομές της χώρας και ευνόησε την εκβιομηχάνιση της. Ποιο καθεστώς, όμως, ήταν αυτό που η αυτοκρατορική εξουσία διαδέχθηκε;
Από την εποχή του πρώιμου Μεσαίωνα (12ος αιώνας), στην Ιαπωνία επικρατούσε ένα ημι-φεουδαρχικό σύστημα, όπου η εξουσία ασκούνταν από τους Σογκούν («μεγάλοι στρατηγοί»). Πιο συγκεκριμένα, ο σογκούν διοικούσε στο όνομα του αυτοκράτορα, του οποίου ο ρόλος ήταν περισσότερο συμβολικός και ήταν περιορισμένος στο παλάτι του στο Κιότο. Επιπρόσθετα, ήταν υποταγμένοι στους μεγάλους αυτούς στρατηγούς, φεουδαρχικοί ημι-αυτόνομοι τομεις (χαν), οι οποίοι πλήρωναν φόρο υποτέλειας στη κυβέρνηση του σογκούν (μπακούφου). Οι μεγάλοι φεουδάρχες λοιπόν (ντάιμιο), κατά τον 16ο αιώνα, είχαν εισέλθει σε ένα μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο, όπου μετά τη μάχη της Σεκιγκαχάρα (1600), ο Τοκουγκάβα Ιεγιάσου κατάφερε να ενώσει την Ιαπωνία και να ιδρύσει το «Σογκουνάτο των Τοκουγκάβα» (1603-1868).
Κατά το πρώτο μισό του 17ου αιώνα, λοιπόν (1639), η Ιαπωνία ακολούθησε μια πολιτική εξωτερικής απομόνωσης, καθώς η ιθύνουσα τάξη, φοβούμενη την αλλοίωση της πολιτιστικής της κληρονομιάς, απαγόρευσε τις συναλλαγές με το δυτικό κόσμο. Αυτή η πολιτική απομόνωσης εκφράστηκε με την εκδίωξη ευρωπαίων εμπόρων από τη χώρα (εκτός από ορισμένους Ολλανδούς που εμπορεύονταν στο λιμάνι του Ναγκασάκι), αλλά και την απαγόρευση εξόδου Ιαπώνων από αυτή.

Την απομόνωση της Ιαπωνίας επιχείρησαν πρώτα να «λυγίσουν», τα Αμερικανικά μεταλλικά κανονιοφόρα που έφτασαν στο λιμάνι του Τόκιο, υπό τον ναύαρχο Μάθιου Πέρυ, αναγκάζοντας την να ανοίξει τα λιμάνια της για ελεύθερο εμπόριο με τους Ευρωπαίους. Επιπλέον, στο εγχείρημα της επιβολής της ευρωπαϊκής ισχύος, συμμετείχαν ύστερα και οι Βρετανοί και οι Ρώσοι, εγκαινιάζοντας έτσι τις πρώτες «άνισες συνθήκες» όπου η Ιαπωνία αναγκάστηκε να υπογράψει και να παραχωρήσει εμπορικά προνόμια στις Ευρωπαϊκές δυνάμεις. Η μοίρα της χώρας του ανατέλλοντος ηλίου, κατά την εποχή της έξαρσης του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, είχε αρχίσει να μοιάζει με εκείνη της Κίνας (μετά τον πρώτο πόλεμο του Οπίου) και αρκετοί Ιάπωνες είχαν αντιληφθεί πως ήταν καιρός πλέον για μετασχηματισμό.
Η πολιτική κατευνασμού που ακολουθήσε ο σογκούν, απέναντι στην δυτική εμπορική διείσδυση, αποκάλυψε τις αδυναμίες του συστήματος των Τοκουγκάβα, έναντι της ευρωπαϊκής τεχνολογικής υπεροχής. Μολαταύτα, η Δυτική παρέμβαση δεν αποτέλεσε τη θρυαλλίδα της καθεστωτικής αλλαγής. Ειδικότερα, το Σογκουνάτο των Τοκουγκάβα βρισκόταν από τις αρχές του αιώνα σε οικονομική στασιμότητα, είχε υποστεί επισιτιστικές κρίσεις και οι εξεγέρσεις χωρικών ήταν πλέον συχνό δείγμα της οικονομικής και πολιτικής κρίσεως που ενδημούσαν στην Ιαπωνική κοινωνία. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός πως, στο πλαίσιο αυτού του αναβρασμού, ορισμένοι φεουδαρχικοί τομείς, όπως εκείνη της Σατσούμα και του Τσόσου, είχαν αρχίσει να υιοθετούν δυτικές πρακτικές και τεχνολογίες (πχ να κατασκευάζουν δικά τους πυροβόλα, όπλα και να αγοράζουν ατμόπλοια) και να οργανώνουν τη διοίκηση τους με βάση γραφειοκρατικά πρότυπα.
Η μετάβαση, λοιπόν, από τους στρατιωτικούς – φεουδάρχες σε «μεταρρυθμιστές διοικητές», αποτέλεσε θεμέλιο όπως αποδείχθηκε για την αποκατάσταση της αυτοκρατορικής εξουσίας. Το φαινόμενο αυτό φανερώθηκε με την εξέγερση των ισχυρών Χαν της νότιας Ιαπωνίας (Τσόσου και Σατσούμα), εναντίον του Σογκουνάτου Τοκουγκάβα από το 1866, μέχρι που επιτεύχθηκε η τελική εκδίωξη του σογκούν Τοκουγκάβα Γιοσινόμπου το 1868 και η παλινόρθωση του αυτοκράτορα Μουτσουσίτο (γνωστή στην βιβλιογραφία σύγκρουση ως «πόλεμος Μποσίν»). Επομένως, με την ένοπλη σύρραξη αυτή, πραγματοποιήθηκε η αποκατάσταση της αυτοκρατορικής εξουσίας στην Ιαπωνία και καταργήθηκε ο φεουδαρχικός τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας.
Το εκσυγχρονιστικό έργο που ακολουθήσε μετά την Αποκατάσταση, συνοψίζεται με τον όρο «Μεταρρύθμιση Μεϊτζί» (1868-1872), καθώς αποτελεί τη πλήρη μετάλλαξη της Ιαπωνίας από ένα απομονωμένο, αγροτικό, φεουδαρχικό σύστημα σε ένα σύγχρονο και κεντρικά διοικούμενο κράτος. Συγκεκριμένα, μετά την εγκατάλειψη της φεουδαρχίας, την τοπική εξουσία πλέον ασκούσαν κρατικοί αξιωματούχοι και όχι οι κληρονομικοί τοπικοί άρχοντες (το 1871 αντικαθίστανται τα Χαν από «νομούς»), βασικό γνώρισμα ενός σύγχρονου έθνους – κράτους. Επίσης, καταργήθηκε ο παραδοσιακός φόρος υποτέλειας, ο οποίος με τη θέσπιση ενός εθνικού φορολογικού συστήματος, περιερχόταν στο κρατικό ταμείο και όχι σε τοπικούς άρχοντες. Δε δύναται να παραληφθεί βεβαίως, η πρωταρχική επιδίωξη του Ιαπωνικού κράτους, να συγκροτηθεί επιτυχώς ένας ενιαίος εθνικός στρατός (εισαγωγή καθολικής στρατιωτικής θητείας), κατά τα δυτικά πρότυπα εννοείται, ο οποίος δε θα βασιζόταν πλέον σε μισθοφορικά στρατεύματα. Με τον τρόπο αυτό, η Ιαπωνία θα μπορούσε να υπερασπισθεί τον εαυτό της σε περίπτωση κάποιας άλλης επιχείρησης καταναγκασμού από τους ευρωπαίους προς αυτή.

Το Ιαπωνικό κράτος επιπλέον, επέδειξε έντονη μέριμνα στον ταχύ εκσυγχρονισμό της παραγωγής της χώρας, καθώς κατασκευάστηκαν μέχρι και τη δεκαετία του 1880 σιδηρόδρομοι, ναυπηγεία και εργοστάσια, παράλληλα όμως, επειδή η άρχουσα τάξη γνώριζε ότι η επιτάχυνση της εκβιομηχάνισης προϋπέθετε τη διοχέτευση κεφαλαίου, δημιουργήθηκε ενιαίο Εθνικό τραπεζικό σύστημα. Αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση επιπροσθέτως, πως κατά τις αρχές της δεκαετίας το 1880, οι εξαγωγές της κράτους που άγγιζαν τα 30 εκατομμύρια γεν, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, έφταναν τα 930 εκατομμύρια γεν, αφού η Ιαπωνία είχε προλάβει τις ευρωπαϊκές δυνάμεις στον «αγώνα δρόμου» προς την εκβιομηχάνιση σε διάστημα μόνον 40 ετών. Τέλος, δόθηκε ιδιαίτερή έμφαση στην ανάπτυξη του εκπαιδευτικού συστήματος, ώστε να μπορούν να διαμορφωθούν πολίτες με γνώσεις που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στο μεταρρυθμιστικό έργο και στην υποστήριξη της βιομηχανικής κοινωνίας.
Το ιαπωνικό αυτό «θαύμα», αποτελεί το πιο κατάλληλο παράδειγμα συνύπαρξης ενός μεταρρυθμιστικού ρεύματος και διατήρησης μιας πολιτισμικής κληρονομιάς. Η Ιαπωνία κατάφερε να αναδειχθεί σε ταχύτατο χρονικό διάστημα σε μεγάλη δύναμη, χωρίς να πληγεί η πολιτιστική της ταυτότητα. Η άποψη αυτή, επιβεβαιώνεται από την έκβαση του Σινο-ιαπωνικού πολέμου του 1894-1895, όπου ο αναδιοργανωμένος στρατός των Ιαπώνων κατατρόπωσε τους Κινέζους, καταφέρνοντας να προσαρτήσει το νησί της Ταιβάν και να ανακηρυχθεί η Κορέα ανεξάρτητη. Το μεγαλύτερο μακροπρόθεσμο επίτευγμα ωστόσο, της εκβιομηχάνισης της, ήταν αναμφίβολα η απρόσμενη νίκη της Ιαπωνίας στον Ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο του 1904-1905, στον οποίο η Ρωσία γνώρισε την ήττα και σε ξηρά και θάλασσα από μια μη ευρωπαϊκή δύναμη, θέτοντας την ισχύ της σε αμφιβολία.
Συνοψίζοντας, η αστραπιαία αναμόρφωση της ιαπωνικής κοινωνικής δομής πέραν από θετικά στοιχεία, ο μιλιταρισμός και η εκβιομηχάνιση, μακροπρόθεσμα οδήγησαν στην εκδήλωση επεκτατικών και ιμπεριαλιστικών τάσεων σε περιοχές της ανατολικής Ασίας, όπως φανερώθηκε λίγο πριν αλλά και κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Baudel Fernand (2010), Η γραμματική των πολιτισμών (μτφρ. Άρης Αλεξάκης), Αθήνα: ΜΙΕΤ
- Darwin John (2021), Μετά τον Ταμερλάνο: Η άνοδος και η πτώση των παγκόσμιων αυτοκρατοριών (1400-2000) (μτφρ. Διονύσης Χουρχούλης), Αθήνα: εκδ. Πατάκη
- Marriot Emma (2015), Παγκόσμια Ιστορία, Αθήνα: εκδ. Οκτώ