Της Δήμητρας Τσάνταλη
Η περίοδος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από έντονες πολιτικές ανακατατάξεις, κοινωνικούς διχασμούς και συγκρούσεις. ΗΠΑ, Αγγλία και Σοβιετική Ένωση, μέσα από σκληρές διαπραγματεύσεις, αποφασίζουν για την μοίρα της Ευρώπης, χωρίζοντας τον κόσμο «στα δύο» επιλέγοντας ποιο θα είναι το πολιτικό σύστημα της κάθε χώρας. Η Ελλάδα αποφασίστηκε να ανήκει στη σφαίρα επιρροής του δυτικού κόσμου, αν και υπήρχαν έντονες αριστερές δράσεις των ΕΛΑΣ και ΕΑΜ, κάτι που ευνοούσε την καλλιέργεια ενός διχαστικού κλίματος και μείωνε σημαντικά τις πιθανότητες να λυθούν οι διαφορές με ειρηνικές διαδικασίες. Στο επίκεντρο της συζήτησης βρίσκεται το ζήτημα της ατιμωρησίας των δωσίλογων, εκείνων που συνεργάστηκαν με τους ναζί κατακτητές κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Η υιοθέτηση της αρχής της ατομικής ευθύνης αποτέλεσε τη βασική καινοτομία της διεθνούς δικαιοσύνης μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αφού έδωσε τη δυνατότητα στις νικήτριες χώρες να διώξουν ποινικά τους πολίτες τους, όλοι εκείνοι που είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές. Παρά τις διεθνείς τάσεις απονομής δικαιοσύνης και τις ελπίδες που γεννήθηκαν με τη Συμφωνία της Βάρκιζας, η Ελλάδα ακολούθησε μια διαφορετική πορεία, αφήνοντας ατιμώρητους τους περισσότερους συνεργάτες των κατακτητών. Η Συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945) προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την κάθαρση του ελληνικού κράτους, ξεκινώντας από τους πολιτικούς δωσίλογους. Η βρετανική κυβέρνηση προώθησε ένα σχέδιο φορολόγησης των πλεοναζόντων κερδών που αποκτήθηκαν κατά την Κατοχή, ωστόσο οι προσδοκίες για κάθαρση διαψεύστηκαν. Παρά το γεγονός ότι υπήρχαν κατηγορούμενοι για εκατοντάδες φόνους, οι περισσότεροι αφέθηκαν ελεύθεροι, ενώ οι οικονομικές ελίτ καθώς και όσοι ακόμα είχαν αποκτήσει περιουσίες κατά τη διάρκεια του πολέμου, το 1949 ευνοήθηκαν.
Στους δωσίλογους εντάσσονται τα Τάγματα Ασφαλείας, οι «μαυραγορίτες», αυτοί δηλαδή που προέβησαν σε οποιαδήποτε μορφή αισχροκέρδειας εκμεταλλευόμενοι τη δεινή θέση των συμπατριωτών τους ή ακόμα και οι καταδότες ή «ρουφιάνοι» που κατέδιδαν στους Γερμανούς κατακτητές οποιαδήποτε προσπάθεια αντίστασης -πραγματική και μη. Τα Τάγματα Ασφαλείας συγκροτήθηκαν για να εξυπηρετήσουν τις γερμανικές ανάγκες. Οι Γερμανοί ήθελαν να πάρουν με το μέρος τους τον κρατικό μηχανισμό, πράγμα που κατάφεραν με την συνεργασία της κυβέρνησης Γεωργίου Τσολάκογλου και τη φυγή της νόμιμης κυβέρνησης της χώρας στο εξωτερικό, και να προβούν στην δίωξη των αντιπάλων τους. Χρησιμοποίησαν ντόπιους συνεργάτες για τη διατήρηση της τάξης, την υποδαύλιση συγκρούσεων και διχασμών και την εκτέλεση των «βρώμικων» εργασιών. Σε πολλές περιπτώσεις, προχώρησαν σε εγκλήματα που ούτε οι ίδιοι οι Γερμανοί δεν είχαν ζητήσει όπως πυρπολήσεις χωριών, κακοποιήσεις γυναικών και μαζικές εκτελέσεις. Πολλοί προδότες και δωσίλογοι με το πρόσχημα του «εθνικόφρων» θεωρούσαν πως προασπιζόταν το καλό της πατρίδας τους και οραματίστηκαν στο πλευρό τον Γερμανών έναν «νέο κόσμο» μέσω της συνεργασίας τους με το Τρίτο Ράιχ. Στην πραγματικότητα, πάτησαν επί πτωμάτων, μεταφορικά και κυριολεκτικά, και μέσω των εγκλημάτων τους τροφοδοτούσαν τα φονικά τους ένστικτα.

Αν και τα περισσότερα ονόματα των δωσίλογων δεν βγήκαν ποτέ στο προσκήνιο, υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που έγιναν γνωστές, όπως αυτή του Φριτς Σούμπερτ. Ο Φριτς Σούμπερτ ξεκίνησε την καριέρα του βοηθώντας γερμανικά στρατεύματα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο «κερδίζοντας» την επωνυμία «Τούρκος» στον γερμανικό στρατό, ενώ ίδρυσε κατά την περίοδο της κατοχής ένα σώμα περίπου 150 Ελλήνων ανδρών, φανατικών αντικομουνιστών και φυλακόβιων. Στη διάρκεια του «κυνηγιού» των αντιστασιακών επιδόθηκαν σε φριχτά εγκλήματα κατά Ελλήνων συμπατριωτών τους, αρχικά στην Κρήτη φτάνοντας έως την Βόρεια Ελλάδα και τον Χορτιάτη. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του χωριού Καλή Συκιά στο Ρέθυμνο, όπου οι «Σουμπερίτες», αφού λεηλάτησαν τα σπίτια του χωριού, έπειτα τους έβαλαν φωτιά και φώναξαν τις γυναίκες κατοίκους να τις σβήσουν, δράττοντας την ευκαιρία, τις έσπρωξαν μέσα αφήνοντας τες να καούν ζωντανές. Ακόμα και οι Γερμανοί έβλεπαν με αποστροφή το σώμα των Σουμπεριτών μετά από αυτές τις κτηνωδίες και μετακίνησαν τον Σούμπερτ και τους άνδρες του στην Μακεδονία. Εκεί και για τους επόμενους οχτώ μήνες τα εγκλήματά τους συνεχίστηκαν και η βαρβαρότητα κορυφώνονταν όσο η πλάστιγγα του πολέμου έγερνε προς το μέρος Συμμάχων, με αποκορύφωμα το ολοκαύτωμα του Χορτιάτη. Η επίθεση αποτέλεσε αντίποινα για την ενέδρα που είχαν στήσει αντάρτες του ΕΛΑΣ σε γερμανική φάλαγγα. Οι Γερμανοί, ακολουθώντας τη συνήθη τακτική των μαζικών αντιποίνων, αποφάσισαν να τιμωρήσουν τον άμαχο πληθυσμό. Η μονάδα του Σούμπερτ εισέβαλε στο χωριό, καίγοντας σπίτια και εκτελώντας αμάχους, κυρίως γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους. Υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 140 άνθρωποι σκοτώθηκαν εκείνη την μέρα, ενώ δεκάδες σπίτια καταστράφηκαν ολοσχερώς. Κάποιοι από τους κατοίκους κλειδώθηκαν σε σπίτια που πυρπολήθηκαν, βρίσκοντας φρικτό θάνατο.

Μετά την Απελευθέρωση, το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά και η διεθνής δικαιοσύνη ήθελε οι άνθρωποι αυτοί να δικαστούν για εσχάτη προδοσία, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ζητούσαν την καταδίκη τους σε θανατική ποινή, θεωρώντας την ως την πιο δίκαιη ποινή για τα εγκλήματα που έκαναν στην περίοδο του πολέμου. Η δικαιοσύνη, όμως, δεν έμελλε να λάμψει σε αυτήν την περίπτωση. Αντί να τιμωρηθούν, οι ένοπλοι δωσίλογοι ενσωματώθηκαν στον κρατικό μηχανισμό, στελεχώνοντας υπηρεσίες ασφαλείας και στρατιωτικές μονάδες. Στον Εμφύλιο Πόλεμο που ακολούθησε, πολέμησαν στον εθνικό στρατό κατά της κυβέρνησης του βουνού, καθώς οι εθνικόφρονες προσπάθησαν να τους πάρουν με το μέρος τους, θεωρώντας τους πολύτιμους συμμάχους απέναντι στον κομμουνιστικό κίνδυνο.
Ενώ τα εθνικά δικαστήρια της μεταπολεμικής Ευρώπης δίκαζαν τους δικούς τους δωσίλογους βάσει της αρχής της ατομικής ευθύνης, στην Ελλάδα η κατάσταση ήταν διαφορετική. Η Λευκή Τρομοκρατία που ακολούθησε τη Βάρκιζα δημιούργησε ένα κλίμα φόβου, περιορίζοντας την απονομή δικαιοσύνης. Από τις λίγες οικογένειες που τόλμησαν να καταθέσουν μηνύσεις, μόνο το ελάχιστο ποσοστό του 2% των κατηγορουμένων καταδικάστηκε, λαμβάνοντας εξαιρετικά μικρές ποινές, ενώ το υπόλοιπο 98% έμεινε ατιμώρητο. Η ατιμωρησία αυτή δεν ήταν τυχαία. Η Ελλάδα αποτέλεσε εξαίρεση στον μεταπολεμικό ευρωπαϊκό χάρτη. Τα Δεκεμβριανά του 1944 έδωσαν την ευκαιρία σε βρετανικά και εγχώρια συμφέροντα να ανασχηματίσουν το πολιτικό σκηνικό. Το νέο κράτος «χτίστηκε» με τη συνδρομή των δωσίλογων, οι οποίοι όχι μόνο απέφυγαν τις συνέπειες των πράξεων τους αλλά και στελέχωσαν το μεταπολεμικό καθεστώς.

Η ιστορία της ατιμωρησίας των δωσίλογων στην Ελλάδα δεν αποτελεί απλώς μια ιστορική εκκρεμότητα. Αντανακλά τις πολιτικές επιλογές μιας χώρας που μπροστά στον φόβο του κομμουνισμού, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, προτίμησε να θυσιάσει την απόδοση ευθυνών στον βωμό της «πολιτικής σταθερότητας». Η δικαιοσύνη ανεστάλη και η απονομή της παρεμποδίστηκε από πολιτικές σκοπιμότητες, ενώ η ατιμωρησία επικράτησε εις βάρος της ιστορικής δικαίωσης. Εν τέλει, το ζήτημα του δωσιλογισμού μας φέρνει προ των ευθυνών μας, καθώς ως χώρα καλούμαστε να αναλάβουμε ευθύνη για την αδυναμία που επιδείξαμε τότε να δικαιώσουμε την μνήμη των ανθρώπων που δολοφονήθηκαν από τα χέρια των συμπολιτών τους, από τους αδελφούς τους, τους φίλους, τους γείτονες τους, τους απλούς γνωστούς τους, που υποκινήθηκαν από την βαρβαρότητα τους.
Ο δωσιλογισμός στην Ελλάδα παραμένει θέμα «ταμπού». Η μη αποκάλυψη των αρχείων των Σωμάτων Ασφαλείας συνεχίζεται μέχρι και σήμερα και το περιορισμένο ενδιαφέρον για τη διερεύνηση αυτής της σκοτεινής πτυχής της Ιστορίας δυσχεραίνει την ιστορική αυτογνωσία. Από τις ελάχιστες, έγκυρες έρευνες που μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν, το πόρισμα έδειξε πως το ποσοστό των Ελλήνων που καταδικάστηκε με πρωτοβουλία ντόπιων καταδοτών ήταν ακόμα μεγαλύτερο από εκείνο που διέταξαν επίσημα οι κατακτητές. Η γνώση της σύγχρονης Ιστορίας, αποτελεί προϋπόθεση για την κατανόηση του παρελθόντος και επηρεάζει σημαντικά τη διαμόρφωση της νεότερης ελληνικής ταυτότητας. Κυρίως όμως, η μη αποκάλυψη αυτών των ιστορικών αρχείων και μαρτυριών στέρησε- και συνεχίζει να στερεί- από το ελληνικό κράτος την ευκαιρία του για πραγματική κάθαρση δημιουργώντας μια αίσθηση επιβράβευσης των εγκλημάτων μέσω της ατιμωρησίας τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό έργο, (2006), Εχθρός εντός των τειχών – Όψεις του δωσιλογισμού στην Ελλάδα της Κατοχής, (επιμ. Μιχαηλίδης Ιάκωβος, Νικολακόπουλος Ηλίας, Φλάισερ Χάγκεν), εκδ. Ελληνικά γράμματα
- Δημήτρης Κουσουρής (2014), «Δίκες των δοσίλογων 1944-1949: Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη», εκδ. Πόλις
- Μενέλαος Χαραλαμπίδης (2023), ΟΙ ΔΩΣΙΛΟΓΟΙ: Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής, εκδ. Αλεξάνδρεια
- Γιατί δεν τιμωρήθηκαν οι δοσίλογοι στην Ελλάδα;, YouTube, διαθέσιμο εδώ
- “Οι δοσίλογοι που τιμωρήθηκαν στην Ελλάδα είναι οι λιγότεροι στον κόσμο”, mixanitouxronou.gr, διαθέσιμο εδώ
- Δωσίλογοι και Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών – Το ατιμώρητο έγκλημα Ζωντανές Μνήμες, ATTICA TV, διαθέσιμο διαθέσιμο εδώ
- Σουμπερίτες. Οι προδότες που αιματοκύλησαν την Κρήτη, mixanitouxronou.gr, διαθέσιμο εδώ
- Το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη ξυπνά μνήμες και διδάσκει ιστορία, YouTube, διαθέσιμο εδώ