13.8 C
Athens
Παρασκευή, 28 Φεβρουαρίου, 2025
ΑρχικήΠολιτισμόςΒιβλιοΔιαβάσαμε και προτείνουμε: «Κάτι παιδιάστικο μα τόσο φυσικό & άλλα διηγήματα» της...

Διαβάσαμε και προτείνουμε: «Κάτι παιδιάστικο μα τόσο φυσικό & άλλα διηγήματα» της Κάθριν Μάνσφιλντ


Της Αντιγόνης Λαπατά,

Να ‘χα δυο μικρές φτερούγες,

Ένα φτερωτό πουλάκι να ‘μουν,

Κοντά σου θα πετούσα, αγάπη μου.

Έτσι το ένιωσε, έτσι το έγραψε. Δεν μπορούσε και δεν ήθελε να το κατονομάσει. Όταν κοιτάς τα θαύματα κατάματα καμιά φορά, χάνουν τη μαγεία τους. Κι ύστερα αυτή γίνεται σκόνη και σκορπίζεται σ’ έναν πεζόδρομο της Μονμάρτης με το πλακόστρωτο που γλιστρά από το νερό μιας ανοιξιάτικης ψιχάλας, του ολοφώτιστου Παρισίου, της γραφικής Αγγλίας, της ζωηρής Νέας Ζηλανδίας. Μπορεί οι ήρωες να ζούσαν σε μια αλλοτινή εποχή, μπορεί και εκατό χρόνια αργότερα. Οπουδήποτε, οποτεδήποτε… Αλλάζει, όμως, η αίσθηση του έρωτα μέσα στους χρόνους;

Μα τέτοιοι στοχασμοί είναι πράγμα νωθρό

Κι έτσι στέκω εδώ.

Πηγή εικόνας: pixabay.com/ Δικαιώματα χρήσης: MAKY_OREL

Εκείνο το απόγευμα την είδε πρώτη φορά. Τα μαλλιά της που έπεφταν απαλά στους ώμους της, ένας ζωγραφισμένος καμβάς που το γκρίζο των ματιών της ερχόταν να συμπληρώσει. «Έντνα»… έβγαινε από το στόμα του σαν ύμνος. Και πάντοτε να ταλανίζει πρώτα η αμηχανία της πρώτης κουβέντας και, όταν εκείνη απομακρύνθηκε, οι ελπίδες ότι θα ξανασυναντηθούν. Ίσως θα μπορούσαν να νοικιάσουν στην εξοχή ένα μικρό σπιτάκι. Εκεί, που δεν τους ήξερε κανείς. Μπορεί να είχε και κήπο… σίγουρα θα είχε κήπο! Κι εκείνη θα μάζευε με τις ώρες πασχαλούδες, τόσο ώσπου να μη νιώθει τα πέλματά της. Μικρά δάκρυα, μικρά καμπανάκια. Θα τις έκανε στεφάνι για τα πάντοτε ξέπλεκα μαλλιά. Δε θα τους ήξερε κανείς. Μα υπάρχει κάτι που πρέπει να παραμείνει άθραυστο. Δεν κάνει να την αγγίζει· θαρρείς το δέρμα από πορσελάνη θα σπάσει. Εκείνη η λαχτάρα των δεκαέξι χρόνων θα χαθεί. Όμως, τι σημασία είχαν όλα αυτά; Δε θα τους ήξερε κανείς!

Όμως στον ύπνο μου πετώ κοντά σ’ εσένα

«Η μικρή πόλη απλωμένη ξεδιπλώνεται μπροστά στο βλέμμα του πρόθυμου ταξιδιώτη σαν ξεθωριασμένος τάπητας»… φριχτή η αναμονή για το δωμάτιο του ξενοδοχείου! Με τις ώρες να περιμένεις εκείνη τη στριφνή υπάλληλο, τον ταλαιπωρημένο καθαριστή —τα χέρια του μαυρισμένα, η πλάτη του γερμένη. Ήθελε να κάνει μια βόλτα με τις βάρκες. Εκείνο που δεν άντεχε ήταν οι ξεναγοί. Πόσο αποκρουστική γίνεται η φωνή τους, όταν σου αποσπούν την προσοχή από τη θέα…

«Δεσποινίς, θέλετε να δείτε τη λίμνη του Έρωτα;»

Κι αυτή να συνεχίζει να κοιτά αόριστα. Δίπλα της η ευτραφής κυρία να χάνει την ισορροπία της, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον γέλωτα. Πόσο πεζή φαινόταν στους ανθρώπους… δίπλα της συζητήσεις για το μέλλον των πολιτικών δικαιωμάτων, το βήμα που θα έφερνε την κοινωνία πιο κοντά στην εξάλειψη των ανισοτήτων. Η ψήφος στις γυναίκες!

«Είστε υπέρ, έτσι δεν είναι;»

Δε γνωρίζει πια. Το μόνο που ήθελε εκείνο το απόγευμα, ήταν απλώς να ατενίσει τη θέα. Να ζήσει μια αληθινή περιπέτεια

Πάντα είμαι, πάντα, μαζί σου σαν κοιμάμαι

«Αντιμετώπιζα πάντα με μια πρέπουσα δόση σεβασμού και απέχθειας τα διεισδυτικά εκείνα πνεύματα που δεν είναι ανοιχτά στα φαινόμενα». Έτσι, θα μάθαινε και στα παιδιά της, αναμφίβολα πολλά. Σωστή μητέρα, υπάκουη σύζυγος, σεμνότυφη γυναίκα. Η μυστηριώδης γυναίκα στο διπλανό δωμάτιο στην Πανσιόν Σεγκέν έπαιζε στο πιάνο, έπαιζε με μανία μία σονάτα του Beethoven και τσακωνόταν, έλεγες, με τον συνθέτη για τα staccato, τα fortissimo, τις παύσεις… στο μεταξύ αυτή να αναρωτιέται «κι αν τα παιδιά μου καταντούσαν τόσο κακομαθημένα όσο εκείνες οι δίδυμες Ρωσίδες στο τραπέζι;» Στο βάθος, έπαιζε ακόμα κλασική μουσική. Αλλά δεν ήταν αυτός ο πιο δυνατός θόρυβος. Όχι· ήταν εκείνο το μωρό! Το κλάμα του…

Πηγή εικόνας: pexels.com/ Δικαιώματα χρήσης: Liam Gant

Ο κόσμος είναι για τον καθένα ολόδικός του

Μικρή φαινόταν η «Ζεστή Αίθουσα»· τοίχοι βαμμένοι ώχρα, με μια λωρίδα φασιανούς γύρω γύρω και τζάμι στην οροφή, απ’ όπου έβλεπε κανείς τον ουρανό, «χλωμό κι ανύπαρκτο σαν την οθόνη που χρησιμοποιούν οι φωτογράφοι για φόντο». Έτσι μας τα περιέγραψε τα Τούρκικα Λουτρά. Καταλάβαινε γερμανικά. Δεν άργησε να το αντιληφθεί η μικρή, ξανθιά Γερμανίδα απέναντί της… τα παράπονά της για εκείνες τις δύο πρόστυχες, το δίχως άλλο, ήταν για εκείνη ένα ενοχλητικό βουητό —ακόμη δε περισσότερο επειδή καταλάβαινε κάθε μία λέξη. Μα εκείνη απεχθάνεται να βλέπει νούμερα με θηρία. Ο κλόουν βάφεται με τον καθρέφτη κολλημένο στη ρόδα του βαγονιού —ίσως εκείνου του ίδιου βαγονιού που συναντήθηκαν για πρώτη φορά ο Χένρι με την Έντνα. Και τής είναι τόσο γνώριμη αυτή η μυρωδιά· κυνηγητό πίσω από τον αρχηγό της ομάδας της ανάμεσα από ρούχα απλωμένα έξω να στεγνώσουν

Μα έπειτα ξυπνάει κανείς και… πού να ‘μαι;

Πράγματι… πού μπορεί να σε κάνει να βρεθείς η απόγνωση, η μεταμφιεσμένη μετάνοια; Τα ειδεχθή εγκλήματα πρέπει να τιμωρούνται! Σ’ αυτό συμφωνούσε με το σύζυγό της και με τον Γουίλι Κοξ —κι ας μην του είχε ιδιαίτερη συμπάθεια. Η Μίλλι ήταν ατρόμητη. Οι άλλοι μπορεί να φοβόντουσαν με τον παραμικρό θόρυβο κατά τη διάρκεια της νύχτας, μα όχι εκείνη. Μπορεί να στρεφόντουσαν προς κάποιον δυνατότερο για να αναζητήσουν βοήθεια, προστασία. Μα εκείνη όχι· με το πρώτο άκουσμα του θορύβου, άρπαξε την καραμπίνα και ακολούθησε τον ήχο. Δεν τον σκότωσε (κι ευτυχώς)· απλώς τον τρόμαξε. Αυτός το έκανε! Αυτόν ψάχνουν! Κι ήταν μόνο ένα παιδί… φοβισμένο, ατάιστο, αφρόντιστο. Το σκυλί του Γουίλι δεν τα πήγαινε καλά με τους νυχτερινούς επισκέπτες. Άρχισε να γαβγίζει. Επιστρέφουν, ακούει στην πόρτα τα κλειδιά! Πρέπει πάση θυσία να τον φυγαδεύσει, να τον προστατεύσει, πρέπει να… αχ, αυτό το σκυλί δε σταματά να γαβγίζει! Πιάστε τον! Πάει να ξεφύγει!

Μόνος, ολομόναχος

Ονειροπαρμένα χαμογέλασε. Ονειροπαρμένα τον κοίταξε.

«Τί σκέφτεσαι γλυκιά μου αγάπη;»

Απεχθανόταν να την ακούει να μιλά για τους προηγούμενους συζύγους της. Δεν το άντεχε, ούτε και τον ένοιαζε στο κάτω κάτω. Φάνταζε τόσο γαλήνια εκείνη η βραδιά, μέσα στην άπνοια της πόλης. Κι αυτή να επιμένει, διαρκώς να ανησυχεί σιωπηλά για τα γράμματα, για την εφημερίδα. Δεν τής είπε κανείς ότι ο ταχυδρόμος ίσως πέθανε… ή πως, απλά, δεν είχε κάτι να περιμένει, να παραλάβει. Ανόητε κόσμε!

«Η μοναδική εξήγηση γιατί τόσα ζευγάρια επιβιώνουν, είναι επειδή ο ένας φοβάται να δώσει στον άλλον τη μοιραία δόση»

Και οι δύο προηγούμενοι σύζυγοι τη φαρμάκωσαν! Και αυτή η τελευταία δόση από φαρμάκι που θα παίρνανε μαζί απαιτούσε γερά νεύρα!

Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Η σκιά της Κάθριν Μάσφιλντ τριγυρνά σα φάντασμα ανάμεσά μας, με το έργο της Κάτι παιδιάστικο μα τόσο φυσικό και με άλλα διηγήματα. Η Λίζα Σαμλόγλου μεταφράζει αυτήν, στην οποία ο μοντερνισμός χρωστά μια από τις μεγαλύτερες χάρες του. Οι Εκδόσεις Πατάκη φέρνουν κοντά μας τη συγγραφέα εκείνων των άγρια, παράξενα λεπταίσθητων διηγημάτων. Δε χόρταινε το ποιηματάκι! Αφηνόταν στις ονειροπολήσεις της.

Γιατί τι είναι ο έρωτας, ο ρομαντισμός, αν όχι κάτι παιδιάστικο μα τόσο φυσικό…;


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αντιγόνη Λαπατά
Αντιγόνη Λαπατά
Γεννημένη το φθινόπωρο του 2005, φοιτήτρια του τμήματος Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, ο κόσμος των γραμμάτων συνθέτει τον δικός της παράδεισο. Ο κόσμος αυτός δε θα υφίστατο χωρίς μουσική. Κάνει σπουδές κλασικής κιθάρας και ανώτερων θεωρητικών, τραγουδάει και την έχει γοητεύσει το θεατρικό σανίδι. Αγαπά τη μαγειρική και τη γυμναστική. Χαρακτηρίζεται βιβλιοφάγος, ρομαντική αλλά και με στοιχεία του ροκ και του ρεμπέτικου.