Της Αλεξάνδρας Μαστοράκη,
Στο πρώτο μέρος, αναλύθηκε η υψηλή σπαρτιατική στρατηγική κατά την περίοδο της εδαφικής της επέκτασης, που θα οδηγούσε μακροπρόθεσμα στην ανάδειξή της σε ηγέτιδα δύναμη της ελληνικής επικρατείας (750-650 π.Χ.).
Ο Β’ Μεσσηνιακός Πόλεμος αποτέλεσε την δεύτερη ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των πλέον κατακτητών Σπαρτιατών και κατεκτημένων Μεσσηνίων. Το πολεμικό συμβάν και η ιστορική περίοδος στην οποία εκτείνεται, καλύπτεται ιστορικά κυρίως από τον Παυσανία. Γενικώς αξιόπιστη πηγή πληροφόρησης αποτελεί επίσης και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ενώ όπως θα σημειωθεί και αργότερα, ο ποιητής Τυρταίος, μέσω του λογοτεχνικού του έργου, συνέβαλε στην αναπτέρωση του σπαρτιατικού ηθικού κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Η νίκη των Σπαρτιατών στον Α’ Μεσσηνιακό πόλεμο, σηματοδότησε την κινητήριο δύναμη που ώθησε το σπαρτιατικό κράτος σε σημαντική εσωτερική αναδιαμόρφωση. Αρχικά, η νεοαποκτηθείσα μεσσηνιακή γη φαίνεται ότι διαμοιράστηκε τελείως ανισομερώς, ενώ περισσότερη και πιο εύφορη έκταση συγκεντρώθηκε στα χέρια πλουσίων. Η δυσφορία του λαού ήταν ιδιαίτερα αισθητή και έτσι γεννήθηκε η ανάγκη επαναπροσέγγισης του ζητήματος. Το θέμα διαλευκάνθηκε με τις μεταρρυθμίσεις του Λυκούργου, που θεσπίστηκαν γύρω στο 676-675 π.Χ. και προέβλεπαν αφενός τον αναδασμό της γης, με την παραχώρηση κλήρων ίσης έκτασης ή απόδοσης στους Σπαρτιάτες πολίτες, αφετέρου στην εκχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων στον δάμο (δήμος στην δωρική διάλεκτο).
Οι νόμοι του Λυκούργου φαίνεται ότι επέφεραν ολική αναβάθμιση στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα της Σπάρτης: Θεσπίστηκε μεταξύ άλλων ένα πανίσχυρο στρατιωτικό σύστημα εκπαίδευσης, ενώ εδραιώθηκε και ο μηχανισμός της οπλιτικής φάλαγγας. Οι Σπαρτιάτες ένιωθαν εφοδιασμένοι με τα απαραίτητα για συνέχιση της επεκτατικής προσπάθειας, με τον βασιλιά και αρχιστράτηγο Πολύδωρο να πρωτοστατεί στην επιθετική στρατηγική που θα επεδείκνυε η Σπάρτη από εδώ και στο εξής.
Έπειτα από μια σειρά επιτυχιών εναντίον της αρκαδικής Τεγέας, οι Σπαρτιάτες αισθάνονταν το ηθικό τους αρκετά ακμαίο, έτσι ώστε να στραφούν εναντίον του βασικού αντιπάλου τους. Ο στρατός όδευε πλέον προς την Αργολίδα με σκοπό την καθυπόταξη του Άργους. Αυτή η πρωτοβουλία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί βεβιασμένη ακόμη και αυθαίρετη, αξιολογώντας την χρονική στιγμή αλλά και τα διαθέσιμα σπαρτιατικά μέσα.
Πράγματι, οι Σπαρτιάτες, όχι μόνο δεν κατάφεραν να εισέλθουν στην επικράτεια του Άργους, αλλά και υπέστησαν μεγάλη ήττα από τους Αργείους στην συνοριακή περιοχή των Υσιών, το 669 π.Χ. Η έκβαση αυτή αποτελεί την καλύτερη απόδειξη ότι οι Σπαρτιάτες είχαν υποπέσει στην παγίδα της «στρατηγικής υπερεξάπλωσης», παρακινημένοι δηλαδή από την υψηλή τους αυτοπεποίθηση και υποτιμώντας την ισχύ του αντιπάλου, έθεσαν στόχους μη εναρμονισμένους με τα διαθέσιμα μέσα.
Οι επιπτώσεις της ήττας των Υσιών έγιναν αμέσως εμφανείς. Τα αρκαδικά εδάφη που πρόλαβαν να κυριεύσουν οι Σπαρτιάτες ανακτήθηκαν, αλλά η πιο αξιοσημείωτη εξέλιξη, που έδωσε βήμα για το ξέσπασμα του Β’ Μεσσηνιακού πολέμου, ήταν η εξέγερση των Μεσσηνίων ειλώτων εναντίον του σπαρτιατικού ζυγού. Είναι προφανές ότι οι Μεσσήνιοι υπόδουλοι «βρήκαν πάτημα» στην απότομη εξασθένηση της σπαρτιατικής δύναμης, ενώ ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι αυτήν την φορά δεν ήταν μόνοι.
Πελοποννησιακά κράτη, όπως η Αρκαδία, η Ηλεία και η Ήλιδα έσπευσαν να συνδράμουν τους επαναστάτες, κάτι που φανερώνει ότι η πρωτύτερη ανύψωση της Σπάρτης σε ισχυρό διεθνή δρώντα, έστω μέσα στα όρια της Πελοποννήσου, προκάλεσε τον φόβο των γειτόνων οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι την δυστυχή για την Σπάρτη συγκυρία, προσχώρησαν σε εξισορροπητικό συνασπισμό εναντίον της. Η Σπάρτη στηρίχθηκε στην συνδρομή της Κορίνθου, του Λέπραιου, εχθρών του Άργους και της Ηλείας αντίστοιχα, αλλά και της Σάμου.
Μια σειρά συνδυαστικών παραγόντων ήταν εκείνη που επέτρεψε στην Σπάρτη να παρέλθει τις δυσμενέστατες πολεμικές συνθήκες. Πρώτον, όπως επισημάνθηκε, η ίδια βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην συμμαχική αρωγή που προσέφερε σημαντική βοήθεια σε στρατιωτικό επίπεδο. Έπειτα, οι διαμάχες μεταξύ των συμμετεχόντων στον αντίπαλο συνασπισμό επηρέασαν δραστικά την έκβαση του πολέμου.
Ειδικότερα, οι Αργείοι φαίνεται να ήρθαν σε σύγκρουση με τον βασιλιά τους Μέλτα, ο οποίος επέστρεψε τα ανακτημένα εδάφη στην Τεγέα, αντί να τα αποδώσει στον λαό του -τελικά ο ίδιος αναγκάστηκε να προσφύγει στην Τεγέα. Τέλος, ο παράγοντας που έδρασε ως καταλύτης για τις επόμενες εξελίξεις και για την σπαρτιατική επανεδραίωση, ήταν η δική της προθυμία για επαναφορά σε ένα ευνοϊκό για εκείνη status quo. Οι Σπαρτιάτες οργάνωσαν νέο στρατό και κατόρθωσαν να στεφθούν νικητές της πολεμικής σύρραξης. Οι Μεσσήνιοι εκδιώχθηκαν αυτή την φορά ως το όρος Είρα, στο οποίο οχυρώθηκαν και προέβαλαν σθεναρή αντίσταση μέχρι τελικά να υποκύψουν.
Η σπαρτιατική κυριαρχία εξαπλωνόταν πλέον στο σύνολο της μεσσηνιακής γης, ενώ ο θεσμός της ειλωτίας εφαρμόστηκε στο σύνολο των κατακτημένων εκτάσεων ανεξαιρέτως —ένα μέρος των Μεσσηνίων πρόλαβε να καταφύγει προς την Σικελία, ενώ ένα άλλο μικρότερο στην Ναύπακτο—. Η Σπάρτη αποτελούσε αναμφισβήτητα το ισχυρότερο κράτος στον ελλαδικό χώρο. Η σφαίρα επιρροής της αναγνωρίστηκε και επεκτάθηκε εκτός πελοποννησιακών ορίων, ανέπτυξε διεθνείς δεσμούς και ανέλαβε τα καθήκοντα που είναι συνυφασμένα με το αξίωμα της «μεγάλης δύναμης».
Στο πεδίο της οικονομίας, το σπαρτιατικό βιοτικό επίπεδο ανήλθε, σε αναλογία με την αυξανόμενη ισχύ και πλούτο, ενώ η ευημερία αποκρυσταλλώθηκε μέσα στην επόμενη δεκαετία (660-650 π.Χ.). Η Σπάρτη, με την αυτογνωσία του κύρους και της στρατιωτικής της υπέροχης, επρόκειτο να συνεχίσει να κινείται σε γραμμές επεκτατικής πολιτικής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κ. Κολιόπουλος (2007), Η υψηλή στρατηγική της αρχαίας Σπάρτης (750-192 π.Χ.), Αθήνα: εκδ. Ποιότητα
- Οι Μεσσηνιακοί Πόλεμοι, aristomenismessinios.blogspot.com, διαθέσιμο εδώ
- Περί των Μεσσηνιακών Πολέμων, aristomenismessinios.blogspot.com, διαθέσιμο εδώ