16.6 C
Athens
Δευτέρα, 27 Ιανουαρίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΕλλάδα: Ένα μεικτό σύστημα δικαστικού ελέγχου

Ελλάδα: Ένα μεικτό σύστημα δικαστικού ελέγχου


Του Χάρη Καλπάκη,

Εισαγωγικά

Σήμερα, σχεδόν κάθε έννομη τάξη διαθέτει το δικό της συμβόλαιο με το Κράτος, το λεγόμενο Σύνταγμα – ένα σύνολο θεμελιωδών κανόνων, αρχών και δικαιωμάτων, θεσπισμένων με επίσημη πολιτειακή πράξη που λειτουργούν ως εγγυήσεις για το πολίτευμα και τους πολίτες του. Έγινε αντιληπτό από νωρίς πως η διαχρονική και καθολική ισχύς του Συντάγματος μπορούσε να διασφαλισθεί μονάχα αν προσδοθεί στις διατάξεις του γενικός, απρόσωπος κι αφηρημένος χαρακτήρας. Αυτά τα χαρακτηριστικά καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για διαρκή ερμηνεία αυτού του υπερνομοθετικού κειμένου, προκειμένου να ανευρίσκεται κάθε φορά το πραγματικό νόημα των κανόνων του

Ο δικαστικός έλεγχος των νόμων

Σημαντικότερος θεσμός ερμηνείας του Συντάγματος είναι ο έλεγχος συνταγματικότητας. Με σκοπό την εφαρμογή των τυπικών κι ουσιαστικών νόμων, η ερμηνεία του Συντάγματος αποτελεί μέσο για την ερμηνεία των εφαρμοστέων νόμων, αφού αυτοί είναι που ελέγχονται στην τελική. Υπάρχει ο κοινοβουλευτικός έλεγχος συνταγματικότητας των νομοσχεδίων αφενός (άρ. 100ΚτΒ) κι ο δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας αφετέρου (άρ. 93 παρ. 4 Σ). Στην παρούσα ανάλυση θα ασχοληθούμε με τον δεύτερο κατά σειρά και σημαντικότερο έλεγχο, τον δικαστικό.

Ο δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων συνίσταται σε σύγκριση ενός κανόνα δικαίου με έναν συνταγματικό κανόνα, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν αυτή η σύγκριση καταλήγει σε σύγκρουση (αντισυνταγματικότητα) ή όχι. Ακριβέστερα, πρόκειται για έλεγχο μη αντίθεσης νόμου προς το Σύνταγμα! Ωστόσο, το Σύνταγμα δεν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο ελέγχου που εφαρμόζουν σήμερα τα δικαστήρια. Κριτήρια, εξίσου ή και περισσότερο σημαντικά θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς, αποτελούν το διεθνές δίκαιο και το ενωσιακό δίκαιο. Οι διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας ως μέλους στην Ε.Ε., αλλά κι ως συμβαλλομένου κράτους σε διεθνείς συμφωνίες (άρ. 28 Σ) επιβάλλουν έναν τέτοιο έλεγχο των νόμων σε κάθε περίπτωση. Συνεπώς, ορθότερο πλέον όπως υποστηρίζεται είναι να γίνεται λόγος για δικαστικό έλεγχο των νόμων ως έννοια γένους κι όχι συγκεκριμένα για δικαστικό έλεγχο συνταγματικότητας.

Πηγή Εικόνας: istockphotos.com / Δικαιώματα Χρήσης: ArLawKa AungTun

Το ελληνικό σύστημα δικαστικού ελέγχου των νόμων

Κατά το άρθρο 93 παρ. 4 Σ «Tα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα». Από αυτήν τη διάταξη προκύπτει ο χαρακτήρας του ελληνικού συστήματος δικαστικού ελέγχου των νόμων – σύστημα διάχυτου, παρεμπίπτοντως και συγκεκριμένου ελέγχου. Συγκεκριμένα:

  • Διάχυτος έλεγχος: όλα τα δικαστήρια (του άρ. 87 παρ. 1 Σ) της ελληνικής επικράτειας δικαιούνται κι υποχρεούνται να ελέγχουν τη συμφωνία των νόμων με το Σύνταγμα.
  • Παρεμπίπτων έλεγχος: ο έλεγχος (αντι)συνταγματικότητας δεν μπορεί να αποτελέσει κύριο αντικείμενο της δίκης, παρά μόνον προδικαστικό ζήτημα για την επίλυση άλλης διαφοράς.
  • Συγκεκριμένος έλεγχος: ο έλεγχος των νόμων κρίνεται πάντα ενόψει των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών μιας υπόθεσης και ποτέ δεν μπορεί να καταλήξει σε ακύρωση του νόμου, αλλά σε μη εφαρμογή του στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Σε πρώτη φάση αυτά φαίνεται να είναι τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος. Ωστόσο, το ελληνικό σύστημα έχει προβλέψει μηχανισμούς συγκέντρωσης του ελέγχου:

  1. Η πρόβλεψη του άρ. 100 παρ. 1 περ. ε Σ για κύριο, αφηρημένο και συγκεντρωτικό έλεγχο ενός νόμου από το ΑΕΔ (περιορισμένης σημασίας).
  2. Η καθοδηγητική λειτουργία των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας (ΑΕΔ, ΣτΕ, Ελεγκτικό Συνέδριο) στα δικαστήρια της ουσίας, των οποίων τις αποφάσεις μπορούν να αναιρούν, ιδίως όσον αφορά ζητήματα αντισυνταγματικότητας.
  3. Η ακυρωτική αρμοδιότητα του ΣτΕ ως προς κανονιστικές πράξεις της Διοίκησης (άρ. 95 παρ. 1 περ. ε Σ) μέσω των οποίων μπορεί να ελέγχει παρεμπιπτόντως και τη συνταγματικότητα των νόμων στους οποίους ερίζονται αυτές∙ κατ’ αποτέλεσμα αν ακυρώσει μία κανονιστική πράξη στην πραγματικότητα καθιστά ανεφάρμοστο τον εξουσιοδοτικό της νόμο λειτουργώντας ως οιονεί Συνταγματικό Δικαστήριο, τάση του που ενισχύθηκε έτι παραπάνω από την εισαγωγή του θεσμού της πρότυπης/πιλοτικής δίκης με τον ν.3900/2010.

Αυτοί οι τρεις μηχανισμοί συγκέντρωσης του ελληνικού συστήματος δικαστικού ελέγχου το φέρνουν πιο κοντά στους ευρωπαίους γείτονες του (συστήματα αφηρημένου, κύριου, συγκεντρωτικού ελέγχου), ενώ κατά τα λοιπά φαίνεται να θυμίζει το αμερικανικό σύστημα ελέγχου (διάχυτου, παρεμπίπτοντως και συγκεκριμένου). Κι εξαιτίας αυτών των μηχανισμών ακριβώς η Ελλάδα αποτελεί τελικά μικτό σύστημα ελέγχου.

Όλα όσα προαναφέρθηκαν έχουν ως άξονα την παραδοσιακή διάκριση των συστημάτων δικαστικού ελέγχου με κριτήριο το ποιος ασκεί τον έλεγχο, ένα συνταγματικό δικαστήριο (συγκεντρωτικό σύστημα) ή όλα τα δικαστήρια (διάχυτο σύστημα); Κάνοντας την ερώτηση, όμως, ποιο είναι το αποτέλεσμα του ελέγχου καταλήγουμε στη διάκριση του μεγάλου Αμερικανού συνταγματολόγου Tushnet σε συστήματα ισχυρού κι ασθενούς τύπου ελέγχου.

Πηγή εικόνας: istockphoto.com / Δικαιώματα χρήσης: ChadaYui

Τα συστήματα ισχυρού κι ασθενούς τύπου

Η βασική τυπολογία έχει ως εξής: εάν οι αποφάσεις των δικαστηρίων αναφορικά με τον έλεγχο των νόμων έχουν δεσμευτικό αποτέλεσμα για τη νομοθετική κι εκτελεστική εξουσία, από το οποίο δεν επιτρέπεται παρέκκλιση και με το οποίο επιλύεται οριστικά η διαφορά, πρόκειται για σύστημα ισχυρού τύπου∙ αντιθέτως, αν δεν απορρέει ισχυρή δέσμευση των προαναφερθέντων και το ζήτημα μένει ανοικτό προς συζήτηση, καθότι η πολιτική εξουσία έχει δυνατότητα αντίδρασης, τότες έχουμε σύστημα ασθενούς τύπου. Στην πρώτη κατηγορία χοντρικά μπορούν να υπαχθούν όλα τα συστήματα συγκεντρωτικού ελέγχου κι όσα έχουν ισχυρό ανώτατο δικαστήριο, ενώ στη δεύτερη τα συστήματα ελέγχου του common law που κατά την παραδοσιακή διάκριση δεν εμπίπτουν σε κάποια κατηγορία. Έτσι, για παράδειγμα, η Γερμανία κι οι ΗΠΑ συνιστούν συστήματα ισχυρού τύπου, αν κι εμπίπτουν σε διαφορετικές κατηγορίες της παραδοσιακής διάκρισης, ενώ ο Καναδάς και το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελούν συστήματα ασθενούς τύπου. Η χώρα μας, ωστόσο, για άλλη μία φορά αποδεικνύεται η δύσκολη στην εξίσωση.

Η περίπτωση της Ελλάδας βάσει της νέας διάκρισης

Ο έλεγχος των νόμων στην Ελλάδα είναι στην πραγματικότητα έλεγχος της εφαρμογής τους, αναζητείται δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο θα εφαρμοστούν. Αυτό προκύπτει από τον παρεμπίπτοντα και συγκεκριμένο χαρακτήρα του ελέγχου (άρ. 93 παρ. 4 Σ). Κατά τα λοιπά, η κρίση περί αντισυνταγματικότητας ουδόλως επηρεάζει την κανονιστική ισχύ του νόμου κι αυτός μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζεται κάθε φορά που πληρούνται οι όροι του. Αυτό μας επιτρέπει να χαρακτηρίσουμε το σύστημά μας ως ασθενούς τύπου, το οποίο άλλωστε αρμόζει και στον διάχυτο χαρακτήρα, αφού αναπτύσσεται μια διαλογική σχέση γύρω από τη συμφωνία του νόμου με υπερνομοθετικά κείμενα. Οι μηχανισμοί συγκέντρωσης, όμως, του ελέγχου που αναφέραμε προσδίδουν στο ελληνικό σύστημα στοιχεία ισχυρού τύπου, καθιστώντας το για άλλη μία φορά μεικτό! Το ενδιαφέρον, ωστόσο, φαίνεται να είναι πως δεν πρόκειται για ένα σύστημα που σχεδιάστηκε ως ασθενούς τύπου και κατέληξε να είναι ισχυρού ή του αντίστροφο. Φαίνεται πως εξαρχής σχεδιάστηκε, ώστε να συγκεράσει στοιχεία από όλα τα συστήματα: και διάχυτου και συγκεντρωτικού ελέγχου∙ κι ισχυρού κι ασθενούς τύπου- σύστημα σχεδιασμένο εξαρχής μεικτό!

Επιλογικά

Συνοψίζοντας, το ελληνικό σύστημα δικαστικού ελέγχου των νόμων, από τα πρώτα συστήματα ελέγχου στον κόσμο, στέκει σήμερα ως ένα καθόλα μεικτό σύστημα, διαμορφωμένο φιλοδοξώντας να αποφύγει οποιεσδήποτε ατέλειες ανευρίσκονται στους ιδεότυπους των συστημάτων που εκτέθηκαν. Ωστόσο, η τελειότητα είναι άπιαστη και το γενικότερο κλίμα δυσαρέσκειας των πολιτών αναφορικά με την απονομή δικαιοσύνης κρατάει διαρκώς στο προσκήνιο τη συζήτηση περί ίδρυσης ενός συνταγματικού δικαστηρίου στη χώρα μας και προσθήκης περισσότερων στοιχείων ισχυρού τύπου ελέγχου. Είναι, όμως, πράγματι αυτή η λύση ή πρέπει να προσανατολιστούμε άλλου; Το ζήτημα παραμένει ενδιαφέρον κι ανοικτό!


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ 
  • Κ. Χ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2014
  • Κ. Σταμάτης, Αν. Τάκης, Εισαγωγή στην επιστήμη του Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2018
  • Ακρίτας Καϊδατζής, Ο δικαστικός έλεγχος των νόμων στην Ελλάδα (1844-1936), Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 3-12
  • Ακρίτας Καϊδατζής, Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα, ενόψει της διάκρισης σε συστήματα ισχυρού και ασθενούς τύπου, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χάρης Καλπάκης
Χάρης Καλπάκης
Είναι τελειόφοιτος φοιτητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Το ενδιαφέρον και την προσοχή του έχει συλλάβει ο τομέας του Ποινικού και του Διεθνούς Δικαίου, καθώς και το Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Πάθη του, ωστόσο, αποτελούν και η γλωσσομάθεια, η ενασχόληση με τις τέχνες σαν τη μουσική και τον χορό, όπως επίσης και ο αθλητισμός. Απώτατος στόχος του είναι να φτάσει να προασπίζεται και να εφαρμόζει τη Δικαιοσύνη όπως την ξέρει και τη μελετά, ως εισαγγελέας στο Δικαστήριο της ΕΕ.