10.3 C
Athens
Τετάρτη, 22 Ιανουαρίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ περίπτωση του de facto διοικητικού οργάνου

Η περίπτωση του de facto διοικητικού οργάνου


Της Φωτεινής Παπανικολάου,

Τα διοικητικά όργανα του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες με βάση κριτήρια όπως ο αριθμός των μελών, ο χαρακτήρας της αρμοδιότητας, η νομική τους ένταξη κι η εδαφική τους κατανομή. Κατά τον αριθμό των μελών, διακρίνονται σε μονομελή (μονοπρόσωπα) και συλλογικά όργανα, ενώ σε διαφορετική έννοια από τα συλλογικά όργανα εντάσσονται τα σύνθετα, τα οποία αποτελούνται από ένα ή περισσότερα ατομικά ή συλλογικά όργανα. Ανάλογα με την αρμοδιότητά τους τα όργανα διακρίνονται σε αποφασιστικά και γνωμοδοτικά, ενώ κατά τον φορέα στον οποίο ανήκουν, σε κρατικά ή όργανα ΟΤΑ/άλλων ΝΠΔΔ. Επίσης, διακρίνονται σε κεντρικά και περιφερειακά με βάση την εδαφική τους κατανομή, καθώς και σε όργανα γενικής ή ειδικής αρμοδιότητας. Η διάκριση αυτή έχει σημαντική πρακτική εφαρμογή στη λειτουργία κι οργάνωση των διοικητικών θεσμών.

Για να εκδώσει διοικητική πράξη το μονομελές διοικητικό όργανο, πρέπει να διαθέτει νόμιμη υπόσταση, δηλαδή να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται από τους σχετικούς κανόνες δικαίου, ώστε το φυσικό πρόσωπο που το αποτελεί να αποκτήσει την ιδιότητα του διοικητικού οργάνου. Η απόκτηση νόμιμης υπόστασης απαιτεί μια ειδική πράξη, όπως η εκλογή κι η επικύρωσή της ή ο διορισμός του προσώπου που το στελεχώνει. Επομένως, όταν το όργανο ολοκληρώνεται σύμφωνα με το νόμο, θεωρείται ότι έχει νόμιμη υπόσταση. Στην περίπτωση αυτή, οι πράξεις που εκδίδει, ασκώντας νόμιμα την αρμοδιότητά του, είναι νομικά έγκυρες κι εντάσσονται άμεσα στην έννομη τάξη από τη στιγμή της έκδοσής τους.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Pixabay

Όταν η πράξη διορισμού ή εκλογής του προσώπου που αποτελεί το μονομελές διοικητικό όργανο είναι παράνομη, αλλά όχι ανυπόστατη, αυτό δεν έχει άμεσο αντίκτυπο στην εγκυρότητα των διοικητικών πράξεων που εκδίδει το όργανο αυτό. Η διαδικασία αυτή δημιουργεί μια κατάσταση «de facto», δηλαδή, το όργανο λειτουργεί, παρόλο που η αρχική του συγκρότηση έγινε με παράνομο τρόπο. Παρά τη νομιμότητα της πράξης του οργάνου να ασκεί διοικητικές αρμοδιότητες, η πράξη διορισμού ή εκλογής του παραμένει παράνομη, αλλά συνήθως δημιουργεί μια επίφαση νομιμότητας. Ο καλόπιστος διοικούμενος, με βάση τις συνθήκες, μπορεί να θεωρήσει ότι το πρόσωπο που ασκεί τα καθήκοντα του οργάνου έχει νομίμως αποκτήσει αυτήν την ιδιότητα.

Η έννοια της «επίφασης νομιμότητας» σημαίνει ότι οι πράξεις του de facto οργάνου είναι αποδεκτές και θεωρούνται έγκυρες, εκτός αν συντρέχει άλλος λόγος ακυρότητας. Έτσι, για παράδειγμα, αν το διοικητικό όργανο έχει ασκήσει καθήκοντα κι έχει εκδώσει διοικητικές πράξεις, οι πράξεις αυτές δεν τίθενται σε αμφισβήτηση λόγω της παράνομης διαδικασίας διορισμού του προσώπου, εκτός αν προκύψει κάποια άλλη νομική πλημμέλεια. Ο λόγος που το δίκαιο επιτρέπει την εγκυρότητα των πράξεων αυτών είναι η ανάγκη για σταθερότητα και συνέχιση της διοικητικής δράσης. Εάν το de facto όργανο ακυρωθεί ή ανακληθεί, τότε παύει να έχει νόμιμη υπόσταση κι οι πράξεις που εκδίδει μετά από αυτήν την απόφαση δεν έχουν νομική ισχύ. Συνολικά, η αποδοχή των πράξεων ενός de facto οργάνου εντάσσεται στην αρχή της αναγνώρισης της συνέχειας της διοικητικής λειτουργίας και της προστασίας των διοικουμένων από τα αποτελέσματα της υπάρχουσας παρανομίας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Απόστολος Γέροντας, Προκόπης Παυλόπουλος, Γλυκερία Σιούτη, Σπυρίδων Φλογαΐτης, Διοικητικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Ε’ Έκδοση, 2022.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Φωτεινή Παπανικολάου
Φωτεινή Παπανικολάου
Γεννήθηκε το 2003 στην Θεσσαλονίκη. Είναι φοιτήτρια του τέταρτου έτους στην Νομική σχολή του ΑΠΘ. Της αρέσει ιδιαίτερα η ενασχόληση με τον τομέα του Εμπορικού και Δημόσιου δικαίου ενώ στον ελεύθερο της χρόνο ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την εμβάθυνση σε άλλους κλάδους του δικαίου.