Της Ευθυμίας Γκαμπέση,
Στις μέρες μας, πλήθος ταλέντων και φιλόδοξων μουσικών κάνουν συνεχώς την εμφάνισή τους στο καλλιτεχνικό προσκήνιο, με λίγους όμως να είναι αυτοί που τελικά ξεχωρίζουν. Ένας ωστόσο, που το ελληνικό κοινό γνώρισε, αγάπησε και αγαπά, είναι ο τραγουδοποιός, συνθέτης και στιχουργός Διονύσης Σαββόπουλος, αναμφίβολα ένας από αυτούς που θα μείνουν στη μουσική ιστορία της χώρας μας.
Είχα, λοιπόν, την τύχη να αγγίξω και να ξεφυλλίσω με ενθουσιασμό την αυτοβιογραφία του, Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα. Ένας τίτλος τόσο αντιπροσωπευτικός και πιστός στο περιεχόμενό του, μιας που δείχνει όλες αυτές τις πλευρές, αφενός του ανθρώπου και αφετέρου του καλλιτέχνη. Εάν σας ενδιαφέρει και εσάς να «γνωρίσετε» τον Δ. Σαββόπουλο, δεν έχετε παρά να προμηθευτείτε ένα αντίτυπο από τις Εκδόσεις Πατάκη από τις οποίες κυκλοφορεί το συγκεκριμένο βιβλίο.
Ο διάσημος τραγουδοποιός γεννιέται στις 2 Δεκεμβρίου 1944 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, διανύοντας εκεί τα παιδικά του χρόνια. Το 1963 μετακομίζει στην πρωτεύουσα, όπου και παίρνει την απόφαση να ασχοληθεί αποκλειστικά με το πάθος του, τη μουσική και το τραγούδι, εγκαταλείποντας τη Νομική Σχολή στην οποία φοιτούσε. Από τότε και στο εξής, όλα παίρνουν τον δρόμο τους, που δεν είναι άλλος από την επιτυχία· από νυχτερινά μαγαζιά σε συνεργασία με σπουδαίους καλλιτέχνες, μέχρι δουλειές στο εξωτερικό και πανταχού αναγνώριση. Έχει εκδώσει πλήθος δίσκων και τραγουδιών με μερικά από τα σημαντικότερα να είναι Ήλιε ήλιε αρχηγέ, Πουλιά της δυστυχίας, Το περιβόλι του τρελού και η λίστα συνεχίζεται.
«Αυτό που λέμε “Σαββόπουλος” δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια»
Ο καθένας έχει τη δική του ιστορία να πει, ο Διονύσης Σαββόπουλος —ή αλλιώς «Σάββο», ή αλλιώς «Νιόνιος»— ήρθε για να μας δείξει την πραγματική του πλευρά, να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες και πληροφορίες για τη ζωή του, τα παιδικά του χρόνια αλλά και να αποδώσει έναν φόρο τιμής σε όλα τα σημεία σταθμούς στην καλλιτεχνική του καριέρα, στα σημαντικά πρόσωπα και το γενικότερο υπόβαθρο πίσω από τις επιτυχίες του.
Φορώντας τα δικά του γυαλιά, βλέπουμε πώς αντιλαμβανόταν ο μικρός Διονύσης τον κόσμο, ποια ήταν τα ερεθίσματά του, τι αποκόμισε από αυτά και πώς τα βιώματα εκείνα, μεγάλα ή μικρά, σημαντικά ή ασήμαντα, έβαλαν το λιθαράκι τους στην καλλιτεχνική του μαεστρία. Όπως οι περισσότεροι, ο νεαρός Διονύσης είχε τις εκρήξεις του, ήταν ένας δύσπιστος φοιτητής, ο οποίος «φλέρταρε» με διάφορες πολιτικές πεποιθήσεις μέχρι να κατασταλάξει. Συνέχισε, όμως, την πορεία του, χωρίς να είναι απαραίτητα πάντα λαμπερή ή ανοδική, αντιμετώπισε δυσκολίες, με μία από τις χειρότερες να ήταν όταν ο καρκίνος του χτύπησε την πόρτα.
Ακόμη κι αυτές παίζουν καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξή μας, η οποία του Δ. Σαββόπουλου υπήρξε σπουδαία. Άλλωστε, όπως δηλώνει και ο ίδιος μέσα από το βιβλίο του: «Ό, τι έγραψα είναι ένα τραύλισμα». Έχει μια τρομερή ικανότητα να συλλέγει καθημερινές εικόνες, πληροφορίες και προσωπικές του εμπειρίες και να τις μετουσιώνει σε τέχνη, σε μαγεία. Έχοντας συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα μουσικά ονόματα που έχουν περάσει από αυτήν τη χώρα, ο πρωταγωνιστής μάς καλωσορίζει ακόμα πιο θερμά στον χώρο του τραγουδιού. Αφηγείται προσωπικά βιώματα και εμπειρίες, ενώ δεν εκλείπει και η παράθεση αλησμόνητων στίχων γνωστών ασμάτων. Τα τραγούδια του αποτελούν ένα κράμα λαϊκής παράδοσης, του ελληνικού πολιτισμού και εξωγενών παραγόντων.
Ιδιαίτερη μνεία οφείλει να δοθεί στην επαφή, την αλληλεπίδραση και τη σχέση με μουσικούς-θρύλους του ελληνικού χώρου. Πιο αναλυτικά, μερικοί με τους οποίους συνεργάστηκε είναι η Δήμητρα Γαλάνη, ο Γιώργος Νταλάρας και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Πάριος. Φυσικά με τον Στράτο Διονυσίου, τον Μάνο Λοΐζο και τον Βασίλη Τσιτσάνη, ενώ κρυφή δεν άφησε την ιδιαίτερη συμπάθεια που έτρεφε στην Ελευθερία Αρβανιτάκη. Επιπρόσθετα, γίνονται σημαντικές αναφορές σε τραγούδια τα οποία κρύβουν από πίσω τους μια ιστορία, όπως αυτά του Μεσοπολέμου, το τέλος της Εργατικής Πρωτομαγιάς (όπως Ροδίτισσα, Αρχόντισσα και Η ζωή ξανά αρχίζει για εμάς).
«Οι μεγάλοι του ελληνικού τραγουδιού είναι δικαίως πρώτα ονόματα, γιατί το πάθος και η λαχτάρα γι’ αυτό που κάνουν ξεπερνούν κατά πολύ τον ανθρώπινο μέσο όρο»
Καταληκτικά, αυτό που αποκομίζει ο αναγνώστης διαβάζοντας αυτήν τη βιογραφία είναι ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι ένας καλλιτέχνης που δεν βάζει φίλτρο· δεν σκέφτεται, απλά γράφει αυτό που αισθάνεται. Για εμένα, προσωπικά, αποτελεί την αυθεντική μορφή του καλλιτέχνη, που δεν θα εμπορευματοποιηθεί, θα κάνει να πατήσει στο στούντιο πόσα χρόνια εάν δεν έχει βρει ακόμα την έμπνευση ή τουλάχιστον την επιθυμία να δημιουργήσει και πάλι. Δέχτηκε δουλειές για να βιοποριστεί; Φυσικά και το έκανε, όπως αυτή στη Νέα Υόρκη, ωστόσο δεν παράτησε ποτέ την αυθεντικότητά του.