Της Άννας Καρρά,
Για να λειτουργήσει ομαλά η κοινωνία κατασκευάστηκε ένα δικαϊκό σύστημα κανόνων, οι οποίοι οριοθετούν την ανθρώπινη συμπεριφορά και συμβάλουν στην προστασία των έννομων αγαθών. Ωστόσο, σε περίπτωση παράβασης των κανόνων αυτών η πολιτεία παρεμβαίνει και «τιμωρεί» τους δράστες. Μια από τις τιμωρίες που μπορεί να επιβληθεί είναι η κράτηση σε κάποιο σωφρονιστικό κατάστημα ή αλλιώς στις φυλακές.
Παρατηρείται πως οι εν λόγω παραβάτες με την είσοδο τους στις φυλακές καλούνται να σωφρονιστούν και πιο συγκεκριμένα να βελτιωθούν και να συμμορφωθούν ως προς τους κανόνες της κοινωνικής διαβίωσης. Πραγματοποιείται στην πραγματικότητα ο στόχος αυτός ή παραμένει ένα όνειρο θερινής νυκτός; Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο κάθε παραβάτης αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση και ο σωφρονισμός του εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες, όπως η μεταμέλεια και η θέληση του να αλλάξει.
Το ερώτημα όμως που μας απασχολεί διακαώς είναι αν μετά την έκτιση της ποινής τους, η κοινωνία τους ενσωματώνει και πάλι στο σύνολο της ή τους απομονώνει εξακολουθώντας να τους «τιμωρεί»; Πρώτα από όλα, εκείνοι που κατά την επιστροφή τους στο κοινωνικό σύνολο, από το οποίο αποχώρησαν προβαίνοντας σε παρανομίες, έρχονται αντιμέτωποι με τον στιγματισμό και την περιθωριοποίηση. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός πως τα πρόσωπα αυτά υφίστανται διακρίσεις, με επακόλουθο το ήδη δύσκολο εγχείρημα τους, δηλαδή η επάνοδος τους στην κοινωνική ζωή, να καθίσταται δυσκολότερη και να καλούνται να ξεπεράσουν τα εμπόδια που τίθενται εμπρός τους. Πιο αναλυτικά, υφίστανται διακρίσεις στην εργασία τους, καθώς παρατηρείται πως τα ποσοστά ανεργίας των αποφυλακισθέντων είναι δυσανάλογα μεγάλα σε σχέση με αυτά των νομοταγών πολιτών. Επιπρόσθετα, οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα τους στιγματίζουν ανεξίτηλα και τους «αναγκάζουν» να κατέχουν χαμηλή θέση στην κοινωνική ιεραρχία, με αποτέλεσμα να μειώνονται οι ευκαιρίες τους για συμμετοχή σε δραστηριότητες και κοινωνικά δίκτυα.
Πλην όλων των άλλων, οι αποφυλακισμένοι, ως κοινωνικά αποκλεισμένα μέρη, παρατηρείται πως διακατέχονται από αισθήματα απάθειας, έλλειψη ενδιαφέροντος για τα κοινωνικά προβλήματα και αδιαφορία για οποιαδήποτε προσπάθεια επανένταξής τους στο κοινωνικό σύνολο, με συνέπεια ακόμη και οι ίδιοι να προκαλούν εμπόδια στην επιστροφή τους στον κοινωνικό βίο.
Για όλους τους παραπάνω λόγους κρίνεται αναγκαία η συμμετοχή όλων των κοινωνικών φορέων, προκειμένου οι πρώην φυλακισμένοι να ενταχθούν στον κοινωνικό ιστό και να αμβλυνθούν τα περιστατικά περιθωριοποίησης τους. Πιο συγκεκριμένα, θα ήταν ιδιαίτερο βοηθητικό και για την ευρύτερη κοινωνία αλλά και για τους ίδιους τους αποφυλακισμένους, αν οι εργοδότες του ιδιωτικού τομέα προσλάμβαναν τους τελευταίους για εργασία, καθώς αποτελεί για αυτούς τη μοναδική εναπομείναντα λύση εύρεσης εργασίας και κατά συνέπεια επανένταξης στην κοινωνία, αφού από το δημόσιο είναι αποκλεισμένοι. Ακόμη, με αυτόν τον τρόπο το νομοθετικό πλαίσιο που προβλέπει την οικονομική τους ενίσχυση συνδυαστικά με την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας θα εφαρμοζόταν, αλλά και μεγάλο μέρος των κονδυλίων θα αξιοποιούνταν σε μεγαλύτερο βαθμό. Συμπληρωματικά, οι εκπαιδευτικοί φορείς έχουν χρέος να μεταλαδαμπεύουν στη νεότερη γενιά αρετές, όπως αυτής της διαλλακτικότητας και της συμπόνιας. Τέλος αξιοσημείωτο είναι και το ίδιο το κράτος να προσφέρει την αρωγή του μέσω προγραμμάτων επανένταξης, δωρεάν ψυχολογικής υποστήριξης και οικονομικής ενίσχυσης αυτών, τουλάχιστον για τον πρώτο καιρό.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ:
- Κοινωνικά στερεότυπα εμποδίζουν την επανένταξη των φυλακισμένων, vouliwatch.gr, διαθέσιμο εδώ
- «Θεσμοί και Πολιτικές Προστασίας και Επανένταξης Αποφυλακισμένων», Διπλωµατική Εργασία, Χρήστος Γ. Μακρυνιώτης, Δεκέμβριος 2017, Αθήνα, διαθέσιμο εδώ