Του Βασίλειου Μορφονιού,
Στη δεκαετία του ΄90, τότε που τα studio είχαν αρχίσει να παίρνουν περισσότερα, (μικρού budget τουλάχιστον), καλλιτεχνικά ρίσκα, είδαμε τη γέννηση πολλών νέων “auter” σκηνοθετών, μεταξύ των οποίων και τη γέννηση της «Αγίας Τριάδας» της σύγχρονης σινεφιλίας, το τρίπτυχο Nolan-Tarantino-Fincher. Καθώς ο κινηματογράφος προχωρούσε στη νέα χιλιετία όμως ο ρυθμός αυτός άρχισε να μειώνεται. Τo ρεύμα των indie παρουσίασε πτώση στα μέσα του 2000 καθώς νέα μεγάλα franchise άρχισαν να αναδεικνύονται. Υπήρχε ένα είδος όμως που παρουσίασε τρομερή αναβίωση στα μέσα της δεκαετίας του 2010 και αυτό ήταν οι ταινίες horror. Πέρα από τις εμπορικές επιτυχίες του είδους, ενδιαφέρον προκαλεί και η αναβίωσή του στο καλλιτεχνικό επίσης κομμάτι, η οποία εν μέρει, οφείλεται σε πρωτοπόρους σκηνοθέτες που έφεραν το δικό τους στίγμα στο είδος. Μιλάω για τον κοινωνιολογικά αλληγορικό φόβο του Jordan peele (Get Out, Us), τη ψυχολογική φρίκη του Ari Aster (Hereditary, Midsommar) και φυσικά τον διαβολικά ατμοσφαιρικό τρόμο του Robert Eggers (The Witch, The Lighthouse), για μένα τον πιο αξιόλογο τεχνίτη από τους τρεις.
Ο Robert Eggers γεννήθηκε στο New Hampshire το 1983, ενώ άρχισε την πορεία του στη θεατρική σκηνοθεσία και τη σκηνογραφία, δουλεύοντας στη Νέα Υόρκη. Η εμπειρία αυτή επηρέασε το κινηματογραφικό του ύφος, ιδίως την έμφαση στη δημιουργία σκηνικών που μεταφέρουν αυθεντικά την εποχή και το κλίμα που εξετάζει κάθε ταινία του. Μεγαλώνοντας, ανέπτυξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη λαογραφία, την ιστορία και την τέχνη. Οι λογοτεχνικές επιρροές του περιλαμβάνουν έργα του Edgar Allan Poe, ελληνικές και νορβηγικές μυθολογίες καθώς και την βρετανική φολκλορική παράδοση. Ο γερμανικός εξπρεσιονισμός υπήρξε βασική πηγή έμπνευσης ενώ παράλληλα, επηρεάστηκε πάρα πολύ από τις ατμοσφαιρικές ταινίες του Ingmar Bergman (The Seventh Seal, Persona) καθώς και το ποιητικό σινεμά του Andrei Tarkovsky (Ιδιαίτερα το εμβληματικό μεσαιωνικό δράμα “Andrei Rublev”, το οποίο αναφέρει σε κάθε του συνέντευξη).
Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, το “the witch”, τράβηξε όλα τα βλέμματα πάνω στο νέο σκηνοθέτη καθώς οι κριτικοί αποθέωσαν την αυθεντική αναπαράσταση εποχής ιδιαίτερα όσο αφορά τη γλώσσα και τα σκηνικά/κουστούμια. Το κοινό από την άλλη είχε μια πιο ανάμεικτη αντίδραση καθώς διχάστηκε ανάμεσα σε αυτούς που δεν άντεξαν την ρεαλιστική βία και τις σατανιστικές τελετουργίες και σε εκείνους που λάτρεψαν την ταινία για τους ίδιους λόγους. Η ταινία πήρε μάλιστα και τη υποστήριξη του Σατανιστικού ναού για λόγους marketing, παρότι ο ίδιος ο Eggers δεν ήθελε (αργότερα του δημιούργησε προβλήματα καθώς του απαγορεύτηκε η είσοδος στη Πολωνία).
Παρότι είναι πρώιμη ταινία με εμφανείς επιρροές, είναι δομικά πιο σοβαρή από άλλες παρόμοιες ενώ όποιος την κατηγορεί ότι στερείται νοήματος, μάλλον δεν παρατηρούσε καθόλου τους εξαιρετικά καλογραμμένους διαλόγους στη ταινία. Μια ταινία κριτική στο καθολικισμό, την εμμονή του με το προπατορικό αμάρτημα και πως αυτή εν τέλει οδηγεί στην αμαρτία.
Στην επομένη του ταινία, το “Lighthouse”, πρωταγωνιστούν οι Willem Dafoe και Robert Pattinson ως δύο φαροφύλακες που ζουν απομονωμένοι σε έναν απομακρυσμένο φάρο, βυθισμένοι στην παράνοια και την τρέλα. Παρά την φαινομενικά απλή πλοκή του, η ταινία είναι απίστευτα φιλόδοξο έργο με τον σκηνοθέτη να διαμορφώνει την καλλιτεχνική του σφραγίδα και πλέον το χαρακτηριστικό στυλ του. Η ταινία είναι η πιο αφηρημένη και εξπρεσιονιστική του Eggers με Λαβκραφτικά πλοκάμια να παρασέρνουν τους δύο άντρες όλο και βαθύτερα στη δίνη τρέλας που προκαλεί η απομόνωση τους.
Είναι η «Λάμψη» του Kubrick σε steroids, με την ταινία να αγκαλιάζει πλήρως το υπερφυσικό στοιχείο και να εναλλάσσεται δίχως κόπο μεταξύ μαύρου χιούμορ και σοβαρών γεγονότων. Αποτελεί και την πρώτη φορά που ο Eggers καταπιάνεται με τη δεύτερη αγαπημένη του θεματική μετά τη θρησκεία, την Μυθολογία. Παίρνει τον σκελετό του Προμηθέα και του Πρωτέα, μαζί με στοιχεία από το “Paradise Lost” για να δημιουργήσει ένα εντελώς πρωτότυπο μύθο, το νόημα του οποίου στοιχειώνει τους θεατές ακόμα και σήμερα. Τέλος, είναι και η πρώτη συνεργασία του Willem Dafoe με τον σκηνοθέτη, μια συνεργασία τόσο πετυχημένη που συνεχίστηκε και στις δύο επόμενες του.
Συνεχίζοντας το μοτίβο της μυθολογίας, το “The Northman” καταπιάνεται αυτή τη φορά με τη σκανδιναβική μυθολογία, συγκεκριμένα με τον θρύλο ενός νεαρού Viking που εν μέρει αποτέλεσε την έμπνευση για τον “Hamlet” του William Shakespeare. Η πρώτη μεγάλη παραγωγή του σκηνοθέτη βασίστηκε σε αρχαιολογικές μελέτες και σκανδιναβική ποίηση, αναπαριστώντας για άλλη μια φορά με ακρίβεια τα κοστούμια, τα τελετουργικά και την καθημερινότητα των Βίκινγκς. Όπως και στο Lighthouse η ταινία κυμαίνεται μεταξύ του ρεαλιστικού και του υπερβατικού, με τις μάγισσες και τα οράματα να είναι όσο αληθινά όσο τα πτώματα που κρέμονται από τα δέντρα. Παρότι η ιστορία του γιού που διψάει για εκδίκηση για τον αδικοχαμένο πατέρα του μας είναι πλέον πιο οικεία και από το βούρτσισμα των δοντιών μας, ο Eggers καταφέρνει να της δώσει νέα πνοή χτίζοντας ένα κόσμο που το παγανιστικό και το φανταστικό συνυπάρχουν και κάνουν την αποστολή του χαρακτήρα ολοένα και πιο δύσκολη. Όπως αναφέρει και ο κριτικός Brandon Habes: «Ο Eggers αρνείται να εκσυγχρονίσει τις ιστορίες του και φαίνεται να πιστεύει ότι οι οντολογικές στρώσεις του παρελθόντος είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσες από τη δική μας αντίληψη για τον κόσμο σήμερα».
Με τον Eggers να έχει χτίσει σιγά σιγά ένα πιστό κοινό τα τελευταία χρόνια και το είδους των ταινιών τρόμου να είναι πιο ανάρπαστο από ποτέ, φτάνουμε στο φετινό “Nosferatu” που φαίνεται ότι θα γίνει η πρώτη μεγάλη εμπορική επιτυχία του σκηνοθέτη. Η πλοκή παραμένει ίδια, ο μυστηριώδης Κόμης Όρλοκ, ένα βαμπίρ, ταξιδεύει από την Τρανσυλβανία σε μια μικρή ευρωπαϊκή πόλη, φέρνοντας μαζί του τον τρόμο και την παρακμή. Καθώς το βουβό αριστούργημα του Murnau είναι η αγαπημένη ταινία του Eggers δεν εκπλήσσει κανέναν ότι το remake τιμά το πρωτότυπο έργο του Murnau, ενώ ταυτόχρονα το εμπλουτίζει με βαθύτερες ψυχολογικές προεκτάσεις στους χαρακτήρες, και εντονότερη εξερεύνηση του μεταφυσικού και υπαρξιακού.
Ο Eggers ανέπτυξε από νωρίς μια ιδιαίτερη έλξη προς την ιδέα ενός βρικόλακα που ξεφεύγει από το στερεότυπο του «ωχρού, γοητευτικού, αριστοκρατικού αποπλανητή». Αυτή η γοητεία τον ώθησε να ανεβάσει μια θεατρική διασκευή του Nosferatu στο λύκειο ενώ αφιέρωσε δέκα χρόνια για να υλοποιήσει το όραμά του για την κινηματογραφική μεταφορά. Ο ίδιος αναφέρει: «Για κάποιο λόγο, είτε πρόκειται για τον Έντουαρντ Κάλεν είτε για τον Μπλέιντ, οι βρικόλακες που έχουν γίνει οι πιο δημοφιλείς είναι αυτοί οι περιθωριακοί συμπαθητικοί χαρακτήρες». Ο ίδιος αντιθέτως ήθελε να απομακρυνθεί από το στερεότυπο του γοητευτικού αριστοκράτη και να αγκαλιάσει το απόλυτο κακό που περιγράφουν οι σλαβικές λαογραφίες. Σύμφωνα με τις έρευνές του, οι πρώτοι λαϊκοί βρικόλακες παρουσιάζονταν ως «σάπια, αποσυντεθειμένα πτώματα καλυμμένα με σκουλήκια, όχι κάποιοι κομψοί τύποι με βραδινά κοστούμια». Εν τέλει το πέτυχε, με το τελικό αποτέλεσμα να είναι αποκρουστικό και τρομακτικό.
To αστέρι της ταινίας, όμως, είναι αναμφίβολα η πρωταγωνίστρια Lily-rose Depp που αναλαμβάνει τον πιο πολύπλοκα σκιαγραφημένο χαρακτήρα ενώ τον συνοδεύει με μια εκπληκτική ερμηνεία. Εξίσου τρομερός είναι για ακόμη μια φορά ο πάντα υποτιμημένος Willem Dafoe (fun fact: Ο Dafoe είχε παίξει ο ίδιος τον Nosferatu στην ταινία “Shadow of the Vampire”) που μεταμορφώνει τον επιστήμονα από δευτερεύοντα ρόλο σε fan favorite. Κάτω του μετρίου εμφανίζεται Nicholas Hoult, κατά τη γνώμη μου όχι τόσο λόγω κάποιου δικού του λάθους αλλά περισσότερο λόγω ότι παίζει μια καρικατούρα χωρίς τις διαστάσεις των άλλων χαρακτήρων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μόνη του συνεισφορά στο έργο είναι να βάλει την υπογραφή του σε ένα έγγραφο… Έτσι ο Eggers μεταμορφώνει μια damsel in distress σε κινηματογραφική ηρωίδα και προσδίδει μια φεμινιστική χροιά στη ταινία.
Το Nosferatu έχει περισσότερη δομή σε σύγκριση με τις πιο ενδιαφέρουσες δουλειές του Eggers, γεγονός που ελαφρώς μετριάζει τη μοναδικά παράξενη ατμόσφαιρα που δημιουργεί συνήθως. Ωστόσο, αυτό διασφαλίζει ότι οι βασικοί ρυθμοί της κλασσικής ιστορίας παραμένουν στη θέση τους, ενώ ο Eggers πειραματίζεται γύρω από αυτούς. Είναι ένα κομψό και αξιοσέβαστο remake, το οποίο καταφέρνει να προσφέρει μια νέα παραλλαγή σε μια ήδη καθιερωμένη ιστορία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Νοσφεράτου, imdb.com, διαθέσιμο εδώ