Του Θεμιστοκλή Καγκέλη,
Η Βελγική Επανάσταση του 1830 ήταν ένα κομβικό γεγονός στην ευρωπαϊκή ιστορία, που οδήγησε στην καθιέρωση του Βελγίου ως ανεξάρτητου κράτους και στην αλλαγή της γεωπολιτικής ισορροπίας της ηπείρου. Ξεκινάμε κατευθείαν με τις ρίζες του κινήματος στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815, το οποίο είχε ενώσει τις νότιες επαρχίες (σημερινό Βέλγιο) με τις βόρειες (σύγχρονη Ολλανδία) στο λεγόμενο Ηνωμένο Βασίλειο των Κάτω Χωρών. Αυτή η ένωση, όμως, ήταν βαθιά ελαττωματική: μαστιζόταν από πολιτιστικές, θρησκευτικές και οικονομικές ανισότητες. Οι νότιες επαρχίες, κυρίως καθολικές και γαλλόφωνες, ένιωθαν περιθωριοποιημένες σ’ ένα κράτος με επικεφαλής έναν ολλανδικό, προτεσταντικό βορρά. Περαιτέρω πολιτιστικές επιβολές, όπως η προώθηση των ολλανδικών ως διοικητικής γλώσσας, αποξένωσαν τη γαλλόφωνη ελίτ, η οποία είδε τις παραδόσεις της να υπονομεύονται και να γίνονται αντικείμενα απαξίωσης.
Οι πολιτιστικές εντάσεις επιδεινώθηκαν από τις ραγδαίες εξελίξεις στους οικονομικούς συσχετισμούς της εποχής, αφού ο νότος, που υφίσταντο ταχεία εκβιομηχάνιση, αγανακτούσε με τις πολιτικές του Ολλανδού βασιλιά, Γουλιέλμου Α’, ο οποίος έδινε προτεραιότητα στα εμπορικά συμφέροντα του βορρά. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν η αυταρχική διακυβέρνηση του βασιλιά, που αγνοούσε τις εκκλήσεις του νότου για μεγαλύτερη αυτονομία, παρά την υπερεκπροσώπηση τους στην κυβέρνηση της εποχής.
Αυτή η «σιγοβράζουσα» δυσαρέσκεια ξέσπασε σε ανοιχτή εξέγερση στις 25 Αυγούστου 1830, στις Βρυξέλλες, με καταλύτη… ένα έργο στην όπερα. Συγκεκριμένα, η παράσταση “La Muette de Portici”, που γιόρταζε την ελευθερία και την αντίσταση, πείσμωσε το κοινό και αυτό ξεχύθηκε στους δρόμους, όπου οι διαμαρτυρίες γρήγορα έγιναν βίαιες. Αυτό που ξεκίνησε ως τοπική εξέγερση στις Βρυξέλλες εξαπλώθηκε γρήγορα και σ’ άλλες πόλεις, όπως η Λιέγη και η Αμβέρσα. Διαδηλωτές από διαφορετικό κοινωνικό και πολιτικό υπόβαθρο —φιλελεύθεροι, καθολικοί και εργάτες— ενώθηκαν ενάντια στην ολλανδική κυριαρχία, ενώ τα αιτήματά τους κυμαίνονταν από πολιτικές μεταρρυθμίσεις έως την απόλυτη ανεξαρτησία.
Η αναταραχή κλιμακώθηκε σε μια πλήρη επανάσταση, καθώς οι ένοπλες πολιτοφυλακές σχηματίστηκαν στο νότο. Ο βασιλιάς Γουλιέλμος Α’ απάντησε, στέλνοντας ολλανδικά στρατεύματα για να καταστείλουν την εξέγερση, αλλά οι δυνάμεις του αντιμετώπισαν σκληρή αντίσταση και τελικά, αναγκάστηκαν να το βάλουν στα πόδια. Μέχρι το Σεπτέμβριο του 1830, οι επαναστάτες είχαν αποκτήσει τον έλεγχο των περισσότερων από τις νότιες επαρχίες. Η δυναμική της επιτυχίας τους οδήγησε σε επίσημη διακήρυξη ανεξαρτησίας στις 4 Οκτωβρίου 1830, όταν δηλαδή δημιουργήθηκε προσωρινή κυβέρνηση και άρχισαν οι προετοιμασίες για τη σύνταξη ενός φιλελεύθερου συντάγματος για το νέο βελγικό κράτος.
Η ανεξαρτησία του Βελγίου δεν πέρασε αδιαμφισβήτητη. Αρχικά, ο βασιλιάς Γουλιέλμος Α’ αρνήθηκε να δεχτεί την απόσχιση των νότιων επαρχιών και ξεκίνησε μια στρατιωτική εκστρατεία για την ανάκτησή τους. Γνωστή ως εκστρατεία των δέκα ημερών, αυτή η προσπάθεια απέτυχε, καθώς οι βελγικές δυνάμεις, ενισχυμένες από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, απώθησαν με επιτυχία τους Ολλανδούς. Στη Διάσκεψη του Λονδίνου του 1830-1831, η ανεξαρτησία του Βελγίου αναγνωρίστηκε επίσημα, αν και ήρθε με τον όρο ότι το νέο κράτος θα παρέμενε διαρκώς ουδέτερο στις ευρωπαϊκές συγκρούσεις. Αυτή η ουδετερότητα, που εγγυήθηκαν οι μεγάλες δυνάμεις, έγινε ακρογωνιαίος λίθος της εξωτερικής πολιτικής του Βελγίου.
Για να εδραιώσει την ανεξαρτησία του, το Βέλγιο υιοθέτησε ένα φιλελεύθερο σύνταγμα που εξισορρόπησε τις εξουσίες της μοναρχίας με αυτές ενός κοινοβουλευτικού συστήματος. Το 1831, ο πρίγκιπας Λεοπόλδος του Σαξ-Κόμπουργκ επιλέχθηκε ως ο πρώτος βασιλιάς της χώρας, εγκαθιδρύοντας μια συνταγματική μοναρχία. Η πρωτοτυπία της μοναρχίας αυτής διατηρείται έως σήμερα μιας και ο ανώτατος άρχων ονομάζεται Βασιλεύς των Βέλγων —και όχι του Βελγίου. Έπειτα, το 1839, με τη Συνθήκη του Λονδίνου, επιλύθηκαν πλήρως οι εδαφικές και πολιτικές διαφορές μεταξύ Βελγίου και Ολλανδίας. Η συνθήκη επιβεβαίωσε την ανεξαρτησία και την ουδετερότητα του Βελγίου, διασφαλίζοντας τη θέση του μεταξύ των κυρίαρχων κρατών της Ευρώπης.
Οι συνέπειες της Βελγικής Επανάστασης ήταν εκτεταμένες. Στην Ευρώπη, αμφισβήτησε τη μεταναπολεόντεια τάξη που καθιέρωσε το Κογκρέσο της Βιέννης, το οποίο είχε στόχο να καταστείλει τα εθνικιστικά κινήματα. Η επιτυχημένη προσπάθεια του Βελγίου για ανεξαρτησία ενέπνευσε εξεγέρσεις σε Πολωνία και Ιταλία και απέδειξε τη βιωσιμότητα των μικρότερων εθνών, που διεκδικούσαν την αυτονομία τους. Στα εσωτερικά του Βελγίου, η Επανάσταση έθεσε τις βάσεις για την ταχεία εκβιομηχάνιση και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Απελευθερωμένο από τον ολλανδικό έλεγχο, το Βέλγιο μπόρεσε να ορθοποδήσει και να ακολουθήσει πολιτικές, οι οποίες ευθυγραμμίζονται με τις βιομηχανικές του φιλοδοξίες, μετατρέποντάς το σ’ ένα από τα κορυφαία βιομηχανικά έθνη της ηπείρου.
Συνοπτικά, η Βελγική Επανάσταση ήταν ένας θρίαμβος της αυτοδιάθεσης έναντι της αυταρχικής κυριαρχίας. Έδειξε πόσο βαθιά η πολιτιστική ταυτότητα και τα πολιτικά παράπονα μπορούσαν να διαμορφώσουν τη μοίρα ενός λαού. Η ανάδειξη του Βελγίου ως ουδέτερου, ανεξάρτητου κράτους όχι μόνο αναμόρφωσε το δικό του μέλλον, αλλά επηρέασε επίσης την πορεία της ευρωπαϊκής ιστορίας, αποδεικνύοντας ότι οι φιλοδοξίες των μικρότερων εθνών δεν μπορούσαν να αγνοηθούν μπροστά σε μεγαλύτερες γεωπολιτικές φιλοδοξίες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- D. Norman (2009), Η Ιστορία της Ευρώπης (Δεύτερος Τόμος), Αθήνα: εκδ. Νεφέλη
- Ανεξαρτησία του Βελγίου, belgium.be, διαθέσιμο εδώ.