Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Ο πρόσφατος διορισμός της Kimberly Guilfoyle στη θέση της νέας Πρέσβειρας των ΗΠΑ στην Ελλάδα, αντιμετωπίστηκε από τον ελληνικό Τύπο, με τρόπο υποκριτικό, απόλυτα συμβατό με την αρχοντοχωριάτικη αισθητική που διαχρονικά τον διέπει (κουτσομπολιό για την εμφάνισή της και τη σχέση της με τον υιό Trump), οιμωγές για τη δήθεν υποβάθμιση της διπλωματικής θέσης της χώρας μας.
Η σχέσεις Ελλάδας και ΗΠΑ ακολουθούν ένα συγκεκριμένο μοτίβο που χαρακτηρίζει διαχρονικά τις σχέσεις του Νέου Ελληνικού Κράτους με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Πρόκειται για σχέσεις «θαυμασμού–μίσους». Η υποδούλωση στους Οθωμανούς για 400 χρόνια άφησε στην Ελλάδα ένα στίγμα που είναι πολύ δύσκολο να σβήσει. Επικράτησε η άποψη, που ως ένα βαθμό ισχύει, ότι μείναμε πίσω από τον προηγμένο —υλικά και πνευματικά— κόσμο. Πόσες φορές δεν έχει ακουστεί από χείλη ειδικών και «ειδικών» ότι δεν γνωρίσαμε ως Έθνος την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό. Η συντριπτική δε πλειοψηφία όσων χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο κλισέ, το πράττει για να καταδείξει την ελληνική «καθυστέρηση» και για ν’ αποδείξει ότι πρέπει να προχωρήσει τάχιστα ο εκσυγχρονισμός της χώρας που, εσφαλμένα, τον ταυτίζει με τη δυτικοποίηση. Τούτο όμως δεν είναι μόνον τωρινό φαινόμενο.
Οι Έλληνες (μ’ εξαιρέσεις φυσικά), τους τελευταίους δύο αιώνες έχουν συνεχώς την ανάγκη ν’ αναζητούν προστάτες. Ανάγκη, τις οποίες οι ψυχολογικές προεκτάσεις ήταν και παραμένουν ισχυρότερες από τα ωφελιμιστικά κριτήρια που διέπουν τη ρεαλιστική άσκηση εξωτερικής πολιτικής. «Θαυμάζει» ο Έλληνας στους ξένους, βασικά στους Δυτικούς, αυτά που έχουν και που τους λείπουν. Ή, εν πάση περιπτώσει, τον έχουν πείσει οι εγχώριες ελίτ ότι του λείπουν. Διότι, προφανώς, η έλλειψη εθνικής αυτοπεποίθησης που μας χαρακτηρίζει πηγάζει και κατευθύνεται πρωτίστως από τις ηγεσίες μας. Ηγεσίες που είτε ιδεοληπτικά είτε προς προαγωγή δικών τους συμφερόντων θεωρούν ότι η Ελλάδα οφείλει να είναι ένα ιδιότυπο προτεκτοράτο των ισχυρών δυνάμεων της μιας και της άλλης πλευράς του Ατλαντικού Ωκεανού.
Διότι, υπάρχουν εκείνοι που βαφτίζουν την υποταγή «ρεαλισμό» εξαιτίας της ανεπάρκειάς τους αλλά υπάρχουν κι εκείνοι που πλασάρονται στους επικυρίαρχους ως οι «άνθρωποί τους» απολαμβάνοντας την εξωτερική υποστήριξη για τη λεηλασία του εσωτερικού της χώρας. Κι εδώ έρχεται το «μίσος». Ο Έλληνας ασφυκτιά μεν στο ευρωπαϊκό και αμερικανικό «κοστούμι» πλην όμως ξέρει ότι αποτελούν αναγκαία κακά για την συνέχιση της παρουσίας της χώρας στην ομάδα των «ανεπτυγμένων» κρατών. Την ίδια στιγμή, όμως, βλέπει ότι τούτο εξελίσσεται με τρόπο που ποδοπατά, ορισμένες φορές, την εθνική αξιοπρέπεια αλλά και τα εθνικά συμφέροντα, συχνά.
Τις τελευταίες επτά δεκαετίες, περίπου, οι ΗΠΑ είναι αυτές που κυριαρχούν επί της Ελλάδας. Παλαιότερα ήταν οι Μεγάλες Δυνάμεις της Γηραιάς Αλβιόνας, που βέβαια έχει κι εκείνη, εδώ και πολλά χρόνια, θεωρείται ο «φτωχός συγγενής» της Αμερικής. Υπό την έννοια αυτή σαφώς και οι ελληνοαμερικανικοί δεσμοί είναι παλαιοί και ισχυροί, όπως διακηρύσσει κάθε Αμερικάνος διπλωμάτης που υπηρετεί στη χώρα μας. Δεσμοί που βασίζονται σε μια, αναπόφευκτα, ανισοβαρή σχέση που κατά περιόδους όμως έχουν βαφτεί ακόμη και μ’ ελληνικό αίμα (χούντα, Κύπρος κ.λπ), χάριν της προαγωγής των συμφερόντων των αμερικανών συμμάχων μας.
Οι ίδιοι όμως που τονίζουμε τις συμφορές που έχουν βρει τη χώρα και τους κινδύνους που εξακολουθεί αυτή να υφίσταται εξαιτίας της αμερικανικής πολιτικής είμαστε, στην πλειοψηφία μας που δεν διανοούμεθα μια ρήξη με τις ΗΠΑ. Η πλειοψηφία όσων θα συμμετάσχουν στην πορεία της 17ης Νοέμβρη προς την Αμερικανική Πρεσβεία (άραγε θα υπάρξει κάποιο ιδιαίτερο σύνθημα ένεκα της παρουσίας της Guilfoyle; -είμαστε ικανοί για όλα…), συμμετείχε και σε συγκεντρώσεις εναντίον αυτών που ήθελαν τη ρήξη με τους δυτικούς θεσμούς. Οι ίδιοι που δηλώνουν ότι «δεν είναι αμερικανάκια» ψηφίζουν «αμερικανάκια», που εισάγουν στην εγχώρια πολιτική και κοινωνική ζωή μόνο τα χειρότερα των ΗΠΑ (π.χ. woke ατζέντα) κ.ο.κ. Οι εσωτερικές αντιφάσεις συγκροτούν τη διαχρονική ελληνική απάντηση στις προκλήσεις που συνεπάγονται οι διεθνείς σχέσεις.
Τι μπορεί να προσδοκά η Ελλάδα από τη δεύτερη προεδρική θητεία του Donald Trump; Η αλήθεια είναι ότι η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είναι, στα κύρια σημεία της, προϊόν μακροπρόθεσμου σχεδιασμού. Υπήρχε πριν τον Trump και θα υπάρχει και μετά —ενδεχομένως σε μικρότερο βαθμό. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το βασικό κριτήριο του νέου Πλανητάρχη θα είναι το αμερικανικό συμφέρον, όπως το αντιλαμβάνεται. Στην παραδοχή του τρόπου λειτουργίας των χωρών στις εξωτερικές του σχέσεις, φαίνεται, πάντως να έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος ως προς την ελληνική αντιληπτική ικανότητα. Αν μη τι άλλο, δεν ήχησαν χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες, όπως όταν εξελέγη ο «φιλέλλην» Jimmy Carter.
Η δε λογική groupies των Ελλήνων οπαδών του Barack Obama, (αυτού που με την «Αραβική Άνοιξη» διέλυσε το σύστημα ασφαλείας της περιοχής, συμβάλλοντας στην έκρηξη του μετανατευτικού και την άνοδο του ακραίου Ισλαμ), φαίνεται να περιστέλλεται. Αυτό, λοιπόν, που η Ελλάδα οφείλει να κάνει είναι να προσπαθεί συνεχώς να βελτιώσει τη διαπραγματευτική της θέση. Επιπλέον να επωφεληθεί από την όποια συμβολή της εκλογής Trump στην ανάσχεση της “woke” παράνοιας σε παγκόσμιο επίπεδο, ώστε να περισώσει ό,τι είναι δυνατόν από την ιδιοσυστασία και την κοινωνική της συνοχή.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, βάσιμος λόγος ανησυχίας εκ μέρους των ευρωατλαντιστών δημοσιολογούντων. Η Ελλάς θα συνεχίσει να υπακούει στα αμερικανικά κελεύσματα και οι ίδιοι θα συνεχίσουν ν’ αυτοεξευτελίζονται δημοσίως για χάρη της Πρεσβείας… Ας είμαστε, λοιπόν, το κατά το δυνατόν, φιλόξενοι με την Guilfoyle. Αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, μάλλον λιγότερο απ’ όλους φταίει…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Κίμπερλι Γκίλφοϊλ: Πολύ ισχυροί οι δεσμοί Ελλάδας – ΗΠΑ, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ