Του Θεμιστοκλή Καγκέλη,
Ξυπνάς το πρωί και δε θυμάσαι που βρίσκεσαι. Κάθεσαι στο κρεβάτι και καρφώνεις το βλέμμα σου στο ταβάνι γιατί πιστεύεις ότι το να σηκωθείς είναι εντελώς άσκοπο. Στο μυαλό σου επαναλαμβάνεται επί δεκαλέπτου η φράση «Δε μπορείς να κρυφτείς από εμάς» κι αυτό κάνει την καρδιά σου να χτυπά ολοένα και πιο δυνατά. Κοιτάς τριγύρω. Το δωμάτιό σου μοιάζει με σκουπιδότοπο: χαρτιά πεταμένα, φαγητά που σαπίζουν και δέκα κασόνια με πορτοκάλια στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Η κάμερα που σε παρακολουθεί μέσα απ’ το κλιματιστικό είναι ακόμα εκεί. Και μαζί με όλα αυτά, ποιος είναι ο άνδρας που σε κοιτάει χαμογελαστός έξω απ’ το παράθυρο;
Κάπως έτσι ξεκινά ένα τυπικό πρωί για έναν ασθενή με χρόνια σχιζοφρένεια, τη σοβαρότερη των ψυχικών νόσων. Ετυμολογικά, η λέξη κυριολεκτικά σημαίνει διαχωρισμός (σχίζω) της λογικής (φρην), πράγμα εύλογο αφού είναι από τις λίγες νόσους όπου απαντάται πλήρης αμφισβήτηση της πραγματικότητας εκ μέρους του ασθενούς. Πρακτικά, η σχιζοφρένεια δεν αποτελεί μια συγκεκριμένη νόσο, αλλά ένα κλινικό σύνδρομο με ποικιλία εκδηλώσεων που μπορεί να εμφανιστεί σε κάθε ηλικία, με συνηθέστερο, όμως, το διάστημα των 18-25 ετών. Επιδημιολογικά, καταγράφεται σχεδόν το ίδιο συχνά στα δύο φύλα, με τους άνδρες να βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση, αφού εμφανίζουν χειρότερη πρόγνωση και αυξημένη ανάγκη για νοσηλεία. Επίσης, αυτό που λέμε «εναισθησία» λείπει στον σχιζοφρενή – ο ίδιος δεν αποδέχεται ότι νοσεί, αλλά αποδίδει τα συμπτώματά του σε εξωγενείς παράγοντες, όπως στον κοινωνικό του περίγυρο, στο κράτος κ.ο.κ, που πιστεύει ότι έχουν βαλθεί να του κάνουν κακό. Αλλά πώς πραγματικά ξεκινάει η σχιζοφρένεια και για ποιους λόγους;
Τυπικά, η σχιζοφρένεια ξεκινά με τρεις διακριτούς τρόπους, τους οποίους θα περιγράψουμε με παραδείγματα. Στην πρώτη περίπτωση, την πιο συχνή, έχουμε έναν φοιτητή, που σε διάστημα ημερών ή/και εβδομάδων απομονώνεται, σπάει πράγματα στο σπίτι και εμφανίζει ψυχωτική συμπεριφορά, δηλαδή παραληρήματα (ακλόνητες, αβάσιμες σκέψεις) και ψευδαισθήσεις (αντιλήψεις, απουσία ερεθισμάτων), που και τα δύο είναι διωκτικού τύπου· νομίζει δηλαδή πως κάποιος προσπαθεί να τον βλάψει. Οι ψευδαισθήσεις στη σχιζοφρένεια είναι συνήθως ακουστικές και σωματικές, ενώ οι οπτικές είναι αρκετά σπάνιες. Όλα τα παραπάνω συγκαταλέγονται σε αυτό που λέμε «θετική συμπτωματολογία», που είναι εντονότερη στην οξεία σχιζοφρένεια.
Από την άλλη, στη δεύτερη περίπτωση, ένας μαθητής στο σχολείο φαίνεται να εκπίπτει νοητικά, να παραμελεί την εμφάνισή του, να ζει υπό άσχημες συνθήκες, να παίρνει ψυχότροπα φάρμακα ως αυτοθεραπεία, να έχει συναισθηματική επιπέδωση και, τέλος, να αποδιοργανώνεται έντονα ο λόγος του. Αυτή η περίπτωση χαρακτηρίζεται από «αρνητική συμπτωματολογία» και είναι πιο έντονη στη χρόνια σχιζοφρένεια, αλλά και σε περιπτώσεις οξείας «ηβηφρενικής» σχιζοφρένειας.
Τέλος, στο τρίτο παράδειγμα, έχουμε μια νέα κοπέλα που εμφανίζει υποχονδριακό παραλήρημα, ασχολούμενη όλη μέρα με την ακεραιότητα και τη λειτουργικότητα του σώματός της, αλλά και ψυχαναγκαστικές ιδέες που την οδηγούν σε καταναγκασμούς και έντονο άγχος. Εδώ μιλάμε για ψευδονευρωτική σχιζοφρένεια και είναι πολύ πιο σπάνια απ’ τις άλλες δύο. Επίσης, ας τονιστεί ότι αυτά τα παραδείγματα αποτελούν μονάχα τους κοινούς τρόπους έναρξης και όχι συνολικά τα είδη μιας εγκατεστημένης σχιζοφρένειας, τα οποία, φυσικά, δε μπορούν να περιγραφούν επαρκώς στο σημερινό πόνημα.
Όσον αφορά στο γιατί συμβαίνουν όλα αυτά, η ψυχιατρική δεν έχει σαφή απάντηση, αλλά θεωρίες. Είμαστε στο στάδιο που ναι μεν μπορούμε να περιγράψουμε αιτιοπαθογενετικά τη σχιζοφρένεια, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι έχουμε καταλήξει σε μια ικανή και αναγκαία συνθήκη για τη νόσο, όπως συνήθως συμβαίνει στο υπόλοιπο της ιατρικής επιστήμης. Επικρατέστερη προσέγγιση αποτελεί η θεωρία της ντοπαμίνης, κατά την οποία έχουμε αύξηση των D2 υποδοχέων του εγκεφάλου σε αριθμό και ευαισθησία, μαζί με αυξημένη κινητικότητα της ντοπαμίνης, κυρίως στη μεταιχμιακή και στη μεσοφλοιώδη οδό. Ωστόσο, πρόσφατες μελέτες κάνουν λόγο και για άλλους νευροδιαβιβαστές εκτός της ντοπαμίνης, όπως το γλουταμικό, του οποίου κάμπτεται η μεταβίβαση στον προμετωπιαίο λοβό, γεγονός που αυξάνει την πιθανότητα ανάπτυξης σχιζοφρένειας. Από γενετική άποψη, η σχιζοφρένεια δεν είναι αθώα, μιας και υπάρχουν έντονες ενδείξεις για την κληρονομικότητα της νόσου (~10% ανά πάσχοντα γονέα) και για τη συχνή υπολειτουργία γονιδίων, όπως το COMT, στους ασθενείς με σχιζοφρένεια. Φυσικά, θα αποτελούσε παράλειψη αν δε μιλούσαμε και για λοιπούς παράγοντες που συνεπικουρούν στην εμφάνιση σχιζοφρένειας, όπως αναπτυξιακά προβλήματα (διευρυμένες κοιλίες εγκεφάλου), χρόνιο ψυχολογικό stress, χρήση κάνναβης σε νεαρή ηλικία κ.α. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι η σχιζοφρένεια δε συνιστά νευροεκφυλιστική νόσο, όπως το Alzheimer.
Για όλα αυτά υπάρχει θεραπεία; Η απάντηση είναι ναι, μιας και περίπου ο ένας στους δύο ασθενείς σε μια ψυχιατρική κλινική πάσχει από σχιζοφρένεια, και ως εκ τούτου η βιβλιογραφία γύρω από την αντιμετώπισή της είναι ιδιαίτερα πλούσια. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι ο κλινικός δεν έρχεται αντιμέτωπος με σωρεία προβλημάτων κατά τη θεραπευτική διαδικασία, γεγονός που αποτυπώνεται στο υψηλό ποσοστό υποτροπών και επανεισαγωγών. Μείζον πρόβλημα συνιστά η χορήγηση των αντιψυχωσικών, τα οποία μπορεί να αποβούν καταστροφικά αν ο ψυχίατρος δεν κάνει σωστή διαχείριση των ανεπιθύμητων ενεργειών.
Πολύ συνοπτικά, η θεραπεία της σχιζοφρένειας έχει να κάνει αποκλειστικά με το στάδιο (πρόδρομη, ενεργός, υπολειμματική), αλλά και τη βαρύτητα της νόσου, που εκτιμάται ανάλογα με το πόσα «αρνητικά» συμπτώματα εμφανίζει ο ασθενής, όπως περιγράψαμε πιο πάνω. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ειδικά αν μιλάμε για ένα πρώτο ψυχωτικό επεισόδιο, χορηγούμε, σε χαμηλή δόση, από το στόμα ή ενδοφλέβια αντιψυχωσικά και εκτιμούμε τελικά αν χρήζει νοσηλείας (στην περίπτωση που έχει αποδιοργάνωση συμπεριφοράς κυρίως). Αν έχουμε ύφεση των συμπτωμάτων, ο ασθενής μπαίνει στη φάση συντήρησης, συνήθως για ένα χρόνο, όπου φροντίζουμε για τη σταδιακή απόσυρση του φαρμάκου. Ωστόσο, στην περίπτωση που τα συμπτώματα παραμένουν, αυξάνουμε τη δόση, αλλάζουμε φάρμακο, ή προχωράμε στη χορήγηση κλοζαπίνης αν δούμε ότι ο ασθενής πάσχει από «ανθεκτική σχιζοφρένεια». Αυτό που αξίζει να κρατήσει κανείς είναι ότι δεν υπάρχει ένας καθολικός θεραπευτικός αλγόριθμος και πως ο ψυχίατρος θα πρέπει να δει ολιστικά τον πάσχοντα για να προσαρμόσει τη θεραπεία στις ανάγκες του.
Κλείνοντας, αξίζει να κάνω μια ιδιαίτερη μνεία στο στίγμα γύρω από τη σχιζοφρένεια. Πρώτον, ο σχιζοφρενής δεν είναι κατά κανόνα επικίνδυνος. Ίσα-ίσα, σε μία ψυχιατρική κλινική, θα δει κανείς ανθρώπους φοβισμένους, μαζεμένους, που δε ξέρουν τί τους φταίει. Η επικινδυνότητα αφορά κυρίως άλλες ψυχικές νόσους, όπως η μανία, η οποία, όμως, δεν έχει άμεση σχέση με τη σχιζοφρένεια. Δεύτερον, ο ασθενής δε φταίει που πάσχει. Με άλλα λόγια, η ύπαρξη σχιζοφρένειας δε συνεπάγεται αδυναμία χαρακτήρα, ούτε χαμηλό δείκτη νοημοσύνης (κάθε άλλο, μιας και μεγάλα μυαλά της επιστήμης έπασχαν απ’ τη νόσο όπως ο John Nash). Και τρίτον, ας μη συγχέουμε τους σχιζοφρενείς με τους εγκληματίες. Να θυμόμαστε ότι τους διακρίνει ένα βασικό χαρακτηριστικό: ο σχιζοφρενής παραμένει άνθρωπος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Oxford Ψυχιατρική, Εκδ. Πασχαλίδης, Αθήνα, 2020
- Ψυχοπαθολογία, Εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2010