15.4 C
Athens
Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΧρονογράφημαΗθική κατά βούληση... ή κατά συνήθεια

Ηθική κατά βούληση… ή κατά συνήθεια


Της Μάρας Βιτσαξάκη,

Φιλόσοφοι απ’ όλους τους αιώνες έχουν απασχοληθεί και ταλανιστεί με την έννοια της ηθικής, με το ερώτημα του κατά πόσον τελικά υπάρχει μια αντικειμενική ηθική, έως και με το αν υπάρχει γενικότερα το ηθικό στοιχείο έμφυτο στον άνθρωπο. Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι το ερώτημα αυτό είναι άμεσα συνυφασμένο με την εν γένει «φύση» του ανθρώπου. Κατ’ εμέ, στη φιλοσοφία είτε μελετάται η έννοια της ηθικής είτε η έννοια της φύσης, στην πραγματικότητα μελετάται το ίδιο αντικείμενο, καθώς τα δύο αυτά ζητήματα συνιστούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Η παραπάνω διασάφηση είναι άκρως σημαντική, διότι φανερώνει στην ουσία τον τρόπο προσέγγισης του εν λόγω ζητήματος. Για να ερευνηθεί τόσο η φύση του ανθρώπου όσο και η φύση της ηθικής του ανθρώπου πάντοτε διατρέχουμε στην ύπαρξη ή μη ηθικού κώδικα μεταξύ διαφορετικών ειδών του ζωικού βασιλείου, αλλά και μεταξύ των ίδιων των ανθρώπων ανά τους αιώνες, αλλά και ανά τις κοινωνίες. Ουσιαστικά, είναι ο μοναδικός έγκυρος γνώμονας που μπορούμε να λάβουμε υπόψη, το μοναδικό κριτήριο και τεκμήριο. Επιπλέον, η ηθική εντοπίζεται ευκολότερα στο έγκλημα, δηλαδή το «ανήθικο» ταυτίζεται συνήθως με τη διάπραξη μιας εγκληματικής πράξης, καθώς στις καθημερινές, απλές κοινωνικές συναναστροφές είναι ασαφή τα όρια κι επομένως δυσκολότερο να μελετηθούν.

Πηγή εικόνας: Pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: KATRIN BOLOVTSOVA

Καταρχάς, η ηθική της εκάστοτε κοινωνίας ανέκαθεν επιβαλλόταν μέσω της επικρατούσας θρησκείας και με το πέρασμα των χρόνων και την εκκοσμίκευση των κοινωνιών, παρατηρείται η μετατόπιση της «επιβολής» αυτής, απ’ τον χώρο της θρησκείας, στον χώρο του κράτους, δηλαδή των νόμων. Το πλαίσιο που τεκμηριώνει τη σχετικότητα και τη ρευστότητα της ηθικής έγκειται αμιγώς στην ιστορία. Συγκρίνοντας διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες, διαπιστώνουμε ότι πράξεις που παλαιότερα θεωρούνταν φυσιολογικές και κοινωνικά αποδεκτές, σήμερα δεν είναι μόνο κοινωνικά καταδικαστέες, αλλά και ποινικά κολάσιμες.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σύγχρονη γυναικοκτονία, ένα έγκλημα που στο παρελθόν αρχικά κατονομαζόταν είτε ως έγκλημα τιμής είτε ως έγκλημα πάθους και νομιμοποιούταν και δικαιολογούταν μέσω των δύο παραπάνω ονομασιών. Ένα ακόμη πιο ενδεικτικό παράδειγμα, αποτελεί η ανθρωποκτονία, καθώς μπορεί να παρατηρηθεί στην υφιστάμενη κοινωνική πραγματικότητα. Η ανθρωποκτονία στη σύγχρονη κοινωνία συνιστά ένα ειδεχθές έγκλημα. Όμως, εάν μελετήσουμε την περίπτωση της μαφίας, θα ανακαλύψουμε ότι οι μαφιόζοι προκειμένου να απαλλαχθούν από έναν «ενοχλητικό» αντίπαλό τους με τον οποίον προκύπτει σύγκρουση συμφερόντων, προβαίνουν με αξιοθαύμαστη ευκολία στη δραστική «λύση» του συγκεκριμένου προβλήματος, μέσω του φόνου του αντιπάλου τους. Επιπλέον, άλλο ένα κοινωνικό παράδειγμα που θεωρώ πολύ σημαντικό και καταδεικτικό, συνιστά ο κανιβαλισμός. Σε περιπτώσεις ανά τα χρόνια που εμφανίστηκαν κανίβαλοι στον δυτικό πολιτισμό, αυτοί θεωρήθηκαν ως ψυχικά διαταραγμένοι και προκάλεσαν στους συμπολίτες τους τρόμο και απέχθεια. Αντιθέτως, οι φυλές ιθαγενών της Ινδονησίας, λόγου χάριν, τρέφονταν με τα κεφάλια των εχθρών τους, γεγονός που επεδείκνυε μάλιστα την τόλμη και την ισχύ τους.

Επιπροσθέτως, ένα απλούστερο παράδειγμα που περιέχει ηπιότερο εγκληματικό, ή αλλιώς «ανήθικο» χαρακτήρα, αποτελεί η κλοπή, η οποία στον πολιτικό χώρο της αναρχίας θεωρείται σχεδόν απαραίτητη κι εκλαμβάνεται ως αντιδραστική πράξη, η οποία πυροδοτείται απ’ την καταπίεση της εξουσίας και νομιμοποιείται μέσω αυτής. Απ’ την άλλη πλευρά, στην υπόλοιπη κοινωνία, η κλοπή —είτε μεγάλων αλυσίδων είτε μικρών— εξακολουθεί να είναι κατακριτέα και να προσλαμβάνεται ως έγκλημα.

Τα παραπάνω παραδείγματα θεωρώ αποτελούν καθαυτά τεκμήριο σχετικότητας της ηθικής, αλλά ιδίως το τελευταίο που αναφέρθηκε και εκείνο της μαφίας καταδεικνύουν την ρευστότητα που είναι δυνατόν να τη χαρακτηρίζει ακόμη και εντός της ίδιας κοινωνίας. Τα περισσότερα παραδείγματα που καταγράφτηκαν αφορούσαν πιο «ακραίες» πράξεις, διότι ο σκοπός τους ήταν να καταρρίψουν το βασικό επιχείρημα υπέρ της ύπαρξης αντικειμενικής ηθικής. Το επιχείρημα αυτό επικαλείται ως περιπτώσεις αντικειμενικής ηθικής συνηθέστερα τις θεμελιώδεις πράξεις για τις οποίες συμφωνούν οι περισσότεροι άνθρωποι ότι είναι καθολικά διακηρυγμένες ως ανήθικες κι ανήκουστες —όπως η δολοφονία— και ότι ακριβώς αυτές οι πράξεις συγκροτούν τη «βάση» της οικουμενικής ηθικής, ενώ σε υπόλοιπα σημεία ενδέχεται να διαφοροποιείται, κοινώς να ρευστοποιείται. Παρ’ όλα αυτά, στο συγκεκριμένο άρθρο ίσως να αποδείχτηκε ότι τελικά το άνωθεν επιχείρημα δεν υφίσταται και είναι άτοπο, εφόσον διαψεύδεται απ’ τα ίδια τα γεγονότα και την ιστορία των κοινωνιών.

Πηγή εικόνας: Pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: Tumisu

Εν κατακλείδι, διαπιστώνεται ότι η ηθική —ακόμη και στα πιο φαινομενικά ευνόητα και «αντικειμενικά» ζητήματα—, εσωτερικεύεται απλώς μέσω της διαδικασίας της μάθησης. Το κοινωνικό περιβάλλον του υποκειμένου, του διδάσκει δια της κοινωνικοποίησης τον ηθικό κώδικα που πρέπει να ακολουθεί στη ζωή, τις συμπεριφορές που πρέπει να αποδέχεται και να ενθαρρύνει και αυτές που οφείλει να κατακρίνει και να αποθαρρύνει, τόσο στον εαυτό του όσο και στα υπόλοιπα άτομα γύρω του, προκειμένου να κατορθώσει να ενταχθεί στην εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα. Το άτομο μαθαίνει την ηθική και την εσωτερικεύει σε βαθμό ανάλογο της ποιότητας και της συχνότητας της διδαχής που έχει υποστεί, ο οποίος συνήθως είναι αρκετός, ώστε το άτομο να εξακολουθήσει να εφαρμόζει την ηθική και κατά τη διάρκεια της ζωής του, μάλλον εν τέλει από συνήθεια.

Τα γεγονότα αυτά ενδέχεται να αποδεικνύουν την πλήρη ανυπαρξία της ηθικής στη φύση του ανθρώπου, καθώς αυτή παρουσιάζεται σε σημαντικό βαθμό ευμετάβλητη και εξαρτάται άμεσα απ’ τον βαθμό στον οποίο έχει εκτεθεί σ’ αυτήν το εκάστοτε υποκείμενο. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός ελλοχεύει τον κίνδυνο της ισοπέδωσης ολόκληρης της κοινωνικής δομής και της παροχής ελαφρυντικών σε ανθρώπους που συμπεριφέρονται «ανήθικα», αφού «έτσι έμαθαν». Συνεπώς, πρέπει να γίνει η ευνόητη παραδοχή ότι οι ηθικοί κανόνες αποτελούν μια αναγκαία κοινωνική κατασκευή, η οποία είναι προαπαιτούμενο της ύπαρξης και της διατήρησης της κοινωνικής συνοχής και αρμονίας.


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μάρα Βιτσαξάκη
Μάρα Βιτσαξάκη
Γεννήθηκε το 2003 και κατάγεται από το Ηράκλειο Κρήτης. Σπουδάζει στη Θεσσαλονίκη στο τμήμα των Πολιτικών Επιστημών. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τη μουσική, της αρέσουν πολύ τα βιβλία και λατρεύει τον κινηματογράφο. Από μικρή την ενδιέφερε η συγγραφή, η οποία ποτέ δεν περιοριζόταν στο πλαίσιο των σχολικών της υποχρεώσεων. Την ενδιαφέρει ακόμη η φιλοσοφία και η παρατήρηση της κοινωνίας.