Της Αλεξάνδρας Μαστοράκη,
Η Σφαγή των Καλαβρύτων, η πράξη της Γερμανικής επιχείρησης της 117ης Μεραρχίας, αναφέρεται στην εκτέλεση του ανδρικού πληθυσμού και την ολική καταστροφή της κωμόπολης των Καλαβρύτων στην Ελλάδα, από Γερμανούς στρατιώτες, κατά τη διάρκεια της Κατοχής στις 13 Δεκεμβρίου 1943.
Το χρονικό ξεκινά το φθινόπωρο του 1943, με βάση την 117η Μεραρχία Καταδρομών, η οποία αποτελούσε το γερμανικό στρατό κατοχής στην Πελοπόννησο. Η Μεραρχία με επικεφαλής τον στρατηγό Καρλ Φον Λε Σουίρ απαρτιζόταν από Γερμανούς και Αυστριακούς στρατιώτες και είχε ως έδρα το Περιγιάλι Κορινθίας. Όπως θα φανεί και παρακάτω, το επίκεντρο των αποστολών της μεραρχίας ήταν η κατάπαυση οποιασδήποτε επιχείρησης ανταρτών στην περιοχή —είχαν σημειωθεί επεισόδια με αντάρτες—, που είχε αναλάβει η προηγούμενη γερμανική βάση ελέγχου στην Πελοπόννησο.
Εκείνο το φθινόπωρο, οι Γερμανοί διοικητές της μεραρχίας είχαν παρατηρήσει ανταρτικές δράσεις και αποφάσισαν την έγκαιρη εξουδετέρωση των αντιστασιακών ομάδων. Μ’ αυτόν τον τρόπο, αρχίζει η πρώτη πράξη της γερμανικής επιχείρησης, καθώς ο Λε Σουίρ συγκρότησε ένα απόσπασμα περίπου 100 ανδρών να μελετήσει τα τεκταινόμενα στις περιοχές πέριξ των Καλαβρύτων. Το απόσπασμα εξοπλίστηκε με τα απολύτως απαραίτητα, ώστε να διασφαλιστεί η ευκινησία του. Η δράση του λόχου θα διαρκούσε μόνο 2 ημέρες, στις 16 και 17 Οκτώβρη 1943.
Όσον αφορά την ανταρτική πλευρά, το κεντρικό αρχηγείο του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο είχε εν γνώση του, την επιχείρηση διαλεύκανσης της γερμανικής Μεραρχίας από κατασκοπική του δράση. Δόθηκε, λοιπόν, αντίστοιχα εντολή για σχηματισμό σώματος 200 ανταρτών να συναντήσει τον γερμανικό λόχο στην Κερπινή, ώστε να αποκόψουν την πορεία τους προς τα Καλάβρυτα. Η πρώτη μέρα της δράσης, η 16η Οκτωβρίου, βρήκε τους Γερμανούς στρατιώτες να διασχίζουν το μονοπάτι προς την Κερπινή χωρίς αντικειμενικές δυσκολίες στη διαδρομή, πλήρως ανίδεους όμως περί των σχεδίων του ΕΛΑΣ. Το έδαφος ήταν προετοιμασμένο και το περιβάλλον ευοίωνο: το απόγευμα, το γερμανικό τάγμα δέχτηκε εξαπίνης μαζική επίθεση από τους αντάρτες, οι οποίοι περικύκλωναν τον λόχο, ενώ εκείνοι οπισθοδρόμησαν και έλεγχαν θέση σε ύψωμα, από το οποίο μπορούσαν αποτελεσματικά να αποκρούουν επιμέρους ανταρτικές επιθέσεις για ολόκληρο το βράδυ. Εν τω μεταξύ, οι αντάρτες είχαν ενισχυθεί και από 200 άνδρες του εφεδρικού ΕΛΑΣ, καθώς και από αγρότες των γύρω χωριών. Όπως φαίνεται, ήταν όλοι ορκισμένοι να μην αφήσουν τους Γερμανούς σε καμία περίπτωση να εισέλθουν στα Καλάβρυτα: αντιλαμβανόμαστε ότι οι Έλληνες αντάρτες νόμιζαν ότι η προσέλευση του γερμανικού τάγματος αποτελούσε επιδρομή καταστροφής των Καλαβρύτων.
Μετά την αιφνιδιαστική επίθεση, ο αρχηγός του λόχου ήρθε σε δεινή θέση, όχι μόνο λόγω της αντικειμενικής δυσκολίας αντιμετώπισης των ανταρτών, αλλά και λόγω της έλλειψης ασυρμάτου, που καθιστούσε αδύνατη την επικοινωνία με το αρχηγείο του. Αυτά τον οδήγησαν να επιχειρήσει διάσπαση του κλοιού το ξημέρωμα, με σκοπό να φτάσει στο Αίγιο. Ωστόσο, η προσπάθεια δεν καρποφόρησε. Η αποτυχία του εγχειρήματος ήταν μάλιστα καθοριστική, καθώς ολόκληρο το απόσπασμα αιχμαλωτίστηκε με ελάχιστους να προλαβαίνουν να δραπετεύσουν. Από άποψη τακτικής, ο ΕΛΑΣ είχε φέρει επιτυχώς εις πέρας, το αρχικό της σχέδιο. Στο άκουσμα της αιχμαλώτισης των Γερμανών στρατιωτών, ο ναζιστής διοικητής της 117ης Μεραρχίας δε σκόπευε να επιδείξει διαλλακτικότητα. Μία πρώτη του ιδέα ήταν η αξιοποίηση της αεροπορίας με ρίψη εμπρηστικών βομβών. Την τελική του απόφαση για άμεσα αντίποινα την έλαβε λίγες μέρες μετά. Τα γεγονότα ήρθε να συμπληρώσει, η εκτέλεση 3 Γερμανών τραυματιών που περιθάλπτονταν στα Καλάβρυτα κατόπιν της μάχης της Κερπινής από άνδρες του ΕΛΑΣ. Η εξέλιξη θα έδινε δραστική ώθηση στα επόμενα συμβάντα.
Επιστρέφοντας στους αιχμαλώτους της Κερπινής, εκείνοι συγκεντρώθηκαν στο χωριό Μαζέικα, καθώς οι αντάρτες δε διέθεταν βάσεις ή στρατόπεδα αιχμαλώτων. Οι ίδιοι οι κρατούμενοι είχαν εντολή από τον επικεφαλής τους να μη σημειωθεί καμία απόπειρα απόδρασης, ώστε να προστατευθεί —όσο γίνεται— η μοίρα των υπολοίπων. Στα ανώτερα κλιμάκια, όταν ο διοικητής της Μεραρχίας πληροφορήθηκε για την ύπαρξη επιζώντων, στράφηκε στους επιφανείς άνδρες του Αιγίου, αλλά και στη Μητροπολίτη Καλαβρύτων, αιτούμενος τη διαμεσολάβησή τους για απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Το αίτημα συνοδευόταν σαφώς και από μία απειλή: αν δεν επιτύγχαναν την απελευθέρωση των στρατιωτών του, εκείνος θα προέβαινε σε μαζική διάλυση χωριών ως αντίποινα.
Οι διαβουλεύσεις δεν άργησαν να λάβουν χώρα στο χωριό Βυσωκά. Ήταν όμως μακρές και επίπονες. Η συζήτηση εκτυλίσσοταν σε περιβάλλον αμοιβαίας δυσπιστίας και αδυναμίας εύρεσης κοινού σημείου. Οι αντάρτες έθεσαν ως ανυποχώρητη βάση διαλόγου την απελευθέρωση αιχμαλώτων συντρόφων τους και έγκλειστων κομμουνιστών, ενώ οι Γερμανοί φαίνονταν δυσάρεστοι στην εξέταση της πρότασης. Το ήδη έντονο κλίμα επιβαρύνθηκε από τις εσωτερικές διαμάχες μεταξύ ανταρτών και της ελληνικής αντιπροσωπείας, ενώ ο αρχηγός του ΕΛΑΣ διακήρυττε ότι η εμμονή των Γερμανών στην αντίρρηση για ανταλλαγή αιχμαλώτων, ενίσχυε το προφίλ τους ως κατακτητές και υποβάθμιζε την ελληνική πλευρά στη θέση του ηττημένου. Έγιναν προσπάθειες εξομάλυνσης της κατάστασης με περαιτέρω ελληνικές αποστολές στις διαπραγματεύσεις, οι οποίες όμως «ναυάγησαν».
Την τελευταία πράξη των διαβουλεύσεων αποτέλεσε το τελεσίγραφο των ανταρτών, στο οποίο αξίωναν την απελευθέρωση Ελλήνων κρατουμένων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας. Απαιτούσαν παράλληλα την άφεση 50 Ελλήνων για κάθε ένα Γερμανό. Μετά την ολική αποτυχία της διπλωματικής προσέγγισης, ο Λε Σουίρ διέταξε την απελευθέρωση των αιχμαλώτων του με τη βία. Φθάνουμε έτσι στο Δεκέμβριο, που σηματοδοτεί την καταστροφή. Από τις αρχές του μήνα, ήδη κατέφθανε η είδηση, ότι οι Γερμανοί προσέγγιζαν το χωριό Μαζέικα. Υπό το φόβο της γερμανικής εφόδου, ο αρχηγός του ανταρτικού τάγματος, Σωτήρης Θεοδωρακόπουλος, εγκατέλειψε μαζί με τους Γερμανούς αιχμαλώτους το χωριό και κατέφυγαν εσπευσμένα στο χωριό Μάζι. Μεσολάβησε μία εντολή προς αυτόν να εκτελέσει τους αιχμαλώτους. Η εντολή έγινε πράξη από διαφορετική ομάδα ανταρτών και οι Γερμανοί εκτελέστηκαν λίγο έξω από το χωριό.
Η θανάτωση των Γερμανών δεν άργησε να γνωστοποιηθεί στο ανώτερο επιτελείο της Μεραρχίας, η οποία προέβη σε άμεση και μαζική αντίδραση: στις 13 Δεκέμβρη 1943 δόθηκε από νωρίς το πρωί διαταγή συγκέντρωσης όλων των κατοίκων των Καλαβρύτων στο δημοτικό σχολείο της πόλης. Στο σημείο εκείνο, έγινε διάκριση των γυναικόπαιδων και των υπερήλικων ανδρών από τους άνδρες ηλικίας 14 έως και 65 ετών, οι οποίοι οδηγήθηκαν λίγο έξω από την πόλη στο λόφο του Καπή. Στο λόφο περικυκλώθηκαν από γερμανικά πολυβόλα, τα οποία σκόρπισαν το θάνατο. Εκατοντάδες τα πτώματα σχημάτισαν ένα μεγάλο σωρό. Οι νεκροί απαριθμούνταν πάνω από 650. Μόνο 13 άτομα κατόρθωσαν να διασωθούν, καθώς σκεπάστηκαν από νεκρούς συμπολίτες τους και θεωρήθηκαν νεκροί από τους Ναζί.
Εκείνη η μέρα ήταν που τα Καλάβρυτα βίωσαν την απόλυτη θηριωδία του ναζισμού και βυθίστηκαν στο πένθος. Η τραγωδία μνημονεύεται μέχρι σήμερα, ως ένα από τα μεγαλύτερα και πιο φρικιαστικά εγκλήματα πολέμου, που έζησε η κατακτημένη Ελλάδα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, sansimera.gr, διαθέσιμο εδώ
- Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων: Μία σφαγή ανεξιλέωτη, imerodromos.gr, διαθέσιμο εδώ
- 80 χρόνια από το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, news247.gr, διαθέσιμο εδώ