Της Ελευθερίας Παπανικολάου,
Τα ένδικα μέσα περιλαμβάνουν μια σειρά νομικών εργαλείων που παρέχουν στους διαδίκους τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν και να ανατρέψουν δικαστικές αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων στον δεύτερο βαθμό. Τα δευτεροβάθμια δικαστήρια είναι κατά τα άρθρα 18 παράγραφος 2 κι άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με τον νόμο 5108/2024, πρώτον, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δέχεται εφέσεις κατά αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου με αξία αντικειμένου της διαφοράς έως 30.000€ και μισθωτικές διάφορες με μηνιαίο μίσθωμα έως 800€. Δεύτερον, το Μονομελές Εφετείο δικάζει εφέσεις κατά αποφάσεων Μονομελούς Πρωτοδικείου για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα Πολυμελή Πρωτοδικεία και κατά αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου βάσει της εξαιρετικής αρμοδιότητας του κατά το άρθρο 17 και τέλος το Τριμελές εφετείο και δέχεται εφέσεις κατά αποφάσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου.
Το άρθρο 20 του Συντάγματος διασφαλίζει τη δυνατότητα για κάθε πολίτη να διεκδικεί τα δικαιώματά του μέσω των δικαστηρίων και προάγει την ανεξαρτησία και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα δεν καθιερώνεται, όμως, δεύτερος δικαιοδοτικός βαθμός. Ωστόσο, ο κοινός νομοθέτης καθιέρωσε ως αρχή για τον ισχύοντα ΚΠολΔ την ύπαρξη δύο δικαιοδοτικών βαθμών. Ο νομοθέτης θα πρέπει, όμως, να μην καθιστά αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή, θέτοντας ανυπέρβλητα εμπόδια, την πρόσβαση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Δεν είναι δυνατή η υπερπήδηση του πρώτου βαθμού γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει πρώτα να παρασχεθεί έννομη προστασία από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και καταρχήν δεν μπορεί να αποκλεισθεί καμία υπόθεση του ελέγχου των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, ενώ μόνο οι αποφάσεις των μικροδιαφορών (466 ΚΠολΔ) δεν δύναται να μεταβιβαστούν στο δεύτερο βαθμό.
Κατά τον δόκιμο πλέον ορισμό, ως «έφεση» χαρακτηρίζεται το τακτικό ένδικο μέσο με το οποίο ο διάδικος που δικαιολογεί έννομο συμφέρον προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ενώπιον δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, με αίτημα την εξαφάνιση ή τη μεταρρύθμισή της και την εκ νέου εξέταση της υποθέσεως, με σκοπό την έκδοση ορθότερης κι ευνοϊκότερης για τα συμφέροντά του αποφάσεως. Πρόκειται για ένδικο μέσο πλήρους δικαιοδοσίας που σκοπό έχει τον έλεγχο της υπό κρίση απόφασης ως προς κάθε πλευρά της, πραγματική ή νομική, ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου. Η αποστολή της είναι επομένως διττή: να ελέγξει την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αλλά και να ανοίξει τη δυνατότητα για την επανεξέταση της επίδικης διαφοράς. Η επανεξέταση της διαφοράς, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ακόμη κι όταν το πρωτοβάθμιο δεν έκρινε την ουσία της (535 ΚΠολΔ) ενώ η έκταση της επανεξέτασης περιορίζεται στα όρια που χαράζει ο εκκαλών με την έφεση του (522 ΚΠολΔ).
Το παραδεκτό και βάσιμο της έφεσης
Όπως και στα υπόλοιπα ένδικα μέσα, προηγείται η εξέταση του παραδεκτού κι έπεται η κρίση ως προς το βάσιμο. Συγκεκριμένα, εξετάζεται πρώτα το παραδεκτό της εφέσεως κι έπειτα το παραδεκτό κάθε λόγου, ενώ σε ένα τρίτο στάδιο ελέγχεται η βασιμότητα της εφέσεως. Η νομολογία θεωρεί ότι το στοιχείο του παραδεκτού των προβαλλόμενων λόγων εφέσεως ανήκει στον κύκλο του παραδεκτού κι όχι της βασιμότητας της εφέσεως, άποψη με την οποία δεν συμφωνεί ο καθηγητής Νίκας, σύμφωνα με τον οποίο το παραδεκτό του λόγου εφέσεως ανήκει στο στοιχείο της βασιμότητας της εφέσεως.
Το παραδεκτό περιλαμβάνει το επιτρεπτό, δηλαδή, αν η συγκεκριμένη απόφαση προσβάλλεται κατά νόμου με έφεση (511-513 ΚΠολΔ), την ενεργητική και την παθητική νομιμοποίηση (516, 517 ΚΠολΔ) κι αν περιέχει έναν τουλάχιστον λόγο εφέσεως με εξαίρεση το άρθρο 528 ΚΠολΔ. Επίσης, περιλαμβάνει τη συνδρομή εννόμου συμφέροντος του ασκούντος το ένδικο μέσο (516 ΚΠολΔ), την τήρηση συγκεκριμένου τύπου (495επ., 520 ΚΠολΔ) κι ορισμένης προθεσμίας (518 ΚΠολΔ) και την απαγόρευση επανειλημμένης της εφέσεως εναντίον της ίδιας αποφάσεως (514 ΚΠολΔ).
Οι αποφάσεις που είναι δεκτικές προσβολής με άσκηση εφέσεως είναι οι οριστικές αποφάσεις, δηλαδή αυτές με τις οποίες επιλύεται η διαφορά από —υπό την οργανική και λειτουργική έννοια— πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Πρέπει να περατώνεται ολόκληρη η δίκη και το δικαστήριο να έχει απαντήσει σε όλες τις αιτήσεις δικαστικής προστασίας διαφορετικά δεν είναι δυνατή η άσκηση εφέσεως με εξαιρέσεις την απόφαση που τελειώνει τη δίκη, είτε ως προς την αγωγή είτε ως προς την ανταγωγή, και την απόφαση που παρέπεμψε λόγω αναρμοδιότητας την αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο.
Στην περίπτωση της απλής ομοδικίας, λόγω ακριβώς της αυτοτέλειας των δικών, είναι δυνατή η άσκηση έφεσης από τον ομόδικο χωρίς σύμπραξη των υπολοίπων ομοδίκων. Αυτό, όμως, δεν δύναται να ισχύσει στην περίπτωση της αναγκαίας ομοδικίας, όπου η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να είναι οριστική ως προς όλους τους ομαδικούς. Όσον αφορά την αντικειμενική σώρευση, γίνεται δεκτό ότι η απόφαση που αποφαίνεται μόνο ως προς μια αίτηση κι όχι ως προς την άλλη δεν μπορεί να προσβληθεί με έφεση, όταν υπάρχει σχέση εξαρτήσεως, δηλαδή, όταν η μια είναι παρεπόμενη της άλλης ή η επίλυση της μιας εξαρτάται από την επίλυση της άλλης. Επιπλέον, οι αποφάσεις που εκδίδονται κατά τη διαδικασία των μικροδιαφορών θεωρούνται ανέκκλητες (512 ΚΠολΔ) δεν υπόκεινται σε έφεση. Με έφεση προσβάλλονται, τέλος, οι ερήμην οριστικές αποφάσεις είτε απευθείας είτε παράλληλα προς την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Νικόλαος Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 4η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022
- Λ. Κουτσολέλος, Πολιτική Δικονομία, 3η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2021