Της Μαρίνας Κισσούδη,
Η ιστορία της εκκλησιαστικής περιουσίας ξεκινά ήδη από την πρωτοχριστιανική περίοδο, που οι κατά τόπους χριστιανικές κοινότητες σχημάτισαν αυτοτελή περιουσία χάριν σε χρηματικές συνεισφορές, δωρεές και κληρονομιές των πιστών της εποχής. Μέχρι και κατά την αυτοκρατορία του Μ. Κωνσταντίνου (272-337 μ.Χ.) διοικητές και διαχειριστές της εκκλησιαστικής περιουσίας ήταν φυσικά πρόσωπα, ως επί το πλείστον επίσκοποι. Μεταγενέστερα, όμως, τη σκυτάλη της διαχείρισης της περιουσίας πήραν οι ίδιοι τοπικοί εκκλησιαστικοί οργανισμοί (επισκοπές, ναοί, μονές), τις οποίες με τη σειρά τους διαχειρίζονταν προϊστάμενοι (επίσκοποι, εφημέριοι, ηγούμενοι).
Πιο συγκεκριμένα, με βάση την ιουστινιάνεια νομοθεσία οργανώθηκε ως ένα σύστημα η διοίκηση και διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας και ρυθμίστηκαν ζητήματα που αφορούσαν τον τρόπο κτήσης, εκμετάλλευσης, φορολόγησης και διάθεσης της. Οι ρυθμίσεις κι η οικονομική στήριξη του βυζαντινού κράτους προς την ορθόδοξη εκκλησία την ευνόησαν να αυξήσει την περιουσία της. Η Εκκλησία απέκτησε τόσο κινητή όσο κι ακίνητη περιουσία, με την τελευταία να διαμορφώνεται εξαιτίας αγορών αλλά και παραχωρήσεων γαιών από το βυζαντινό κράτος προς μονές και ναούς.
Η μεγάλη αυτή περιουσία διατηρήθηκε ακέραιη και σχεδόν άθικτη μέσα στον χρόνο —ακόμα κι επί τουρκοκρατίας— κι αυτό οφειλόταν εως έναν βαθμό στη χρηστή αυτοδιαχείρισή της, παρά τη βαρία φορολόγηση και τις αμέτρητες καταστροφές από τους κατακτητές. Τα περισσότερα προβλήματα μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας εμφανίστηκαν σε ό,τι αφορά την περιουσία των Μονών με την Πολιτεία να αμφισβητεί την πραγματική έκταση ή και τη νομιμότητα των τίτλων της μοναστηριακής περιουσίας. Η αμφισβήτηση αυτή οδηγούσε συχνά σε βίαιες κρατικές παρεμβάσεις μέσω αναγκαστικών απαλλοτριώσεων κι άλλων μορφών υποχρεωτικών παραχωρήσεων ακίνητης περιουσίας με την πρόφαση της κοινωνικής πολιτικής (π.χ. για αγροτική αποκατάσταση ακτημόνων ή προσφύγων). Ωστόσο, κατά άλλη γνώμη η πάγια επιθετική στάση της Πολιτείας οφειλόταν στο γεγονός ότι η Εκκλησία ασκούσε μεγάλη επιρροή στα δημόσια πράγματα, έχοντας ως ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί την περιουσία της κατά καιρούς κρίσεων στις σχέσεις των δύο θεσμών. Η διαμάχη εφτάσε στο τέλος της με το βασιλικό διάταγμα της 26.9.1952, που επικύρωνε τη Σύμβαση περί Απαλλοτριώσεων. Εν ολίγοις η σύμβαση αυτή είχε δύο αποτελέσματα: α) την εξαγορά από το Δημόσιο 140.000 στρεμμάτων αγροτικών εκτάσεων κι 601.544 στρεμμάτων βοσκότοπων που ανήκαν σε μονές της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ, παράλληλα, β) την απόκτηση τίτλων ιδιοκτησίας από τις μονές για όσα στρέμματα τους απέμειναν.
Σήμερα, η εκκλησιαστική περιουσία, κινητή κι ακίνητη, ανήκει στα επιμέρους εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα, ενώ το νομικό πλαίσιο καθορίζει τα αρμόδια όργανα και τη διαδικασία διακυβέρνησης κι αξιοποίησης αυτής της περιουσίας (άρθρα 45 – 48, ν.590/1977, «Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδας [ΚΧΕΕ»]). Η διοίκηση, η διαχείριση κι η προστασία της εκκλησιαστικής περιουσίας δεν είναι ενιαία για όλη την ελληνική επικράτεια, διότι η Εκκλησία είναι διαιρεμένη σε πέντε δικαιοταξίες (Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, Μητροπόλεις των Νέων Χωρών, Ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης, Αυτοδιοίκητη Μοναστική Πολιτεία του Αγίου Όρους, Εκκλησιαστικές Πολιτείες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα Δωδεκάνησα), επομένως διαφοροποιούνται και τα εκκλησιαστικά περιουσιακά τους δίκαια. Το γεγονός ότι τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα αναγνωρίζονται ευθέως από τον νόμο ως Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου σε συνδυασμό με το ότι διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα τα καθιστά δημόσια υπόλογα, έχοντας ως συνέπεια η οικονομική διαχείριση τους να υπάγεται σε δημοσιονομικούς ελέγχους.
Ειδικότερα, οι διαχειριστικές πράξεις των περιουσιακών στοιχείων της Εκκλησίας της Ελλάδος υπόκεινται στον έλεγχο των Οικονομικών Επιθεωρητών, οι οποίοι ορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση (ΚΥΑ) του Υπουργού Οικονομικών κι Υπουργού Παιδείας (άρθρο 46 παρ.4 ΚΧΕΕ). Στον ίδιο έλεγχο υπάγονται κι οι ανώνυμες εταιρίες (Α.Ε.) κι οι εταιρίες περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.) που τυχόν έχουν συσταθεί από την Εκκλησία της Ελλάδος. Εξάλλου, με βάση το άρθρο 1 παρ.4 ΚΧΕΕ τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα μπορούν να συστήνουν εταιρίες κάθε νομικής μορφής με αποκλειστικό σκοπό την υποστήριξη του θρησκευτικού, μορφωτικού και φιλανθρωπικού τους έργου, όχι τον προσπορισμό κέρδους. Οι Οικονομικοί Επιθεωρητές —πέρα από το να έχουν πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων τους— έχουν και δικαιώματα ανακριτικού υπαλλήλου προς διευκόλυνση του έργου τους.
Σε περίπτωση που διαπιστωθεί έλλειμμα στα οικονομικά ενός εκκλησιαστικού ΝΠΔΔ, εξαιτίας διαχείρισης κάποιου δημόσιου υπόλογου, μπορεί να επισύρει σε βάρος του σοβαρές ποινικές ευθύνες. Για παράδειγμα, εάν διαπιστωθεί ότι ένας εκκλησιαστικός διαχειριστής ιδιοποιήθηκε παράνομα χρηματικό ποσό της εκκλησιαστικής περιουσίας διαπράττει το έγκλημα της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία. Βάσει νομολογίας, όσοι υπηρετούν σε εκκλησιαστικά ΝΠΔΔ περιβάλλονται την ιδιότητα του υπαλλήλου υπό την έννοια του άρθρου 13 περ.α Ποινικού Κώδικα, δηλαδή πρόσωπο στο οποίο —έστω και προσωρινά— ανατέθηκε η άσκηση υπηρεσίας σε οποιοδήποτε ΝΠΔΔ. Μάλιστα, εάν το ποσό που υπεξαιρέθηκε είναι άνω των 15.000 ευρώ μπορεί να επιβληθεί ακόμα και κάθειρξη. Το νομοθετικό πλαίσιο που περιβάλλει την εκκλησιαστική περιουσία είναι αχανές, αλλά το πιο σημαντικό που πρέπει να γνωρίζει κανείς είναι ότι ο ΚΧΕΕ παρέχει ένα ευρύ φάσμα νομοθετικών εξουσιοδοτήσεων στην Εκκλησία για έκδοση κανονισμών που να αφορούν την ίδια.
Από το 1977 ο ΚΧΕΕ έχει εμπλουτιστεί, εξειδικευτεί και προσαρμοστεί στα σημερινά δεδομένα, ώστε να δοθούν λύσεις στα οικονομικά προβλήματα της Εκκλησίας. Πλέον, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος ενόψει νομοθετικής εξουσιοδότησης (άρθρο 46 παρ.2 ΚΧΕΕ) μπορεί να εκδίδει Κανονισμούς σχετικά με τη διαχείριση κι αξιοποίηση της περιουσίας κάθε εκκλησιαστικού νομικού προσώπου (π.χ. τρόπο διοικήσεως, ανάθεση/εκπόνηση/διενέργεια έργων, εκποίηση, εκμίσθωση). Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι οι σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους έχουν παρέλθει από
διάφορα στάδια και κατέληξαν να σταθεροποιούνται μετά τη Σύμβαση περί Απαλλοτριώσεων του 1952, αφήνοντας μία πικρία στην Εκκλησία για την περιουσία που αναγκάστηκε να χάσει, προκειμένου να εξασφαλίσει την υπόλοιπη περιουσία της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Εκκλησιαστικό Δίκαιο: Θεωρία και Νομολογία, Εκδόσεις Μπαρμπουνάκη.