Της Κωνσταντίνας Οικονόμου,
«Δεν επιθυμώ οι γυναίκες να ασκούν εξουσία στους άντρες, αλλά στον ίδιο τον εαυτό τους». Μια φράση υπαγορευμένη από τη Mary Shelley, ορόσημο συγγραφέα και κομιστή ρηξικέλευθων ιδεολογιών για την εποχή της, που συμπυκνώνει την ουσία του φεμινιστικού κινήματος. Κομψά και λακωνικά, η τοποθέτηση αυτή σκιαγραφεί τον κυκεώνα αγώνων, κοινωνικών και νομικών, ανά τους αιώνες, στους οποίους έχουν στρατολογηθεί εκατομμύρια γυναικών με απώτερο σκοπό την καθολική εξίσωσή τους με το έτερο φύλο.
Η σχεδόν μαρξιστική πάλη ανάμεσα στο δύο φύλα φαίνεται να αναζωπυρώνεται στη διάρκεια της ιστορίας κατά κύματα, κάνοντας ίσως για πρώτη φορά τόσο πρόδηλα την εμφάνισή της στη Γαλλία και τις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Πρόκειται, ωστόσο, ακόμη για ατελείς και ανολοκλήρωτες διακηρύξεις ισότητας και δομικών ατομικών δικαιωμάτων, όπως η παραχώρηση δικαιώματος ψήφου στο γυναικείο πληθυσμό. Ενσάρκωση του αιτήματος για την ισόρροπη συμπληρωματικότητα των φύλων και τη νομική επικύρωση των γυναικών, αποτελούν οι ομαδώσεις των γαλλίδων σουφραζετών (των οποίων το όνομα προέρχεται από το ρήμα souffrager, ψηφίζω).Παράλληλα, η συγγραφή πληθώρας φιλελεύθερων άρθρων, βιβλίων και περιοδικών, η εκπόνηση ομιλιών και η ενασχόληση των γυναικών με τον τύπο, καθώς και με την κριτική προγενέστερων φιλοσόφων, συντηρητικών οπαδών του πατριαρχισμού, δρομολογεί το κίνημα σε έναν περισσότερο επιστημονικό προσανατολισμό. Με τη σειρά της, η εξέλιξη αυτή, οδηγεί στην υποδαύλιση των έμφυλων ταυτοτήτων, ως ιστορικών φαινομένων και στην εμπέδωση του ότι το δίκαιο δεν δύναται να ανατρέψει σχέσεις εξουσίας, παρά μόνο να τις διαμεσολαβήσει. Απότοκο του ντεμπούτου του φεμινιστικού κινήματος υπήρξαν οι προτάσεις του νομικού κειμένου “Déclaration de droit de la femme et de la citoyenne”», που συστάθηκε κατά τη γαλλική επανάσταση, η δέκατη ένατη τροποποίηση που εισήχθη στο Σύνταγμα των ΗΠΑ, η κατοχύρωση του δικαιώματος ψήφου των γυναικών στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, το δικαίωμα ατομικής περιουσίας κατά τη διάρκεια του γάμου, καθώς και η γυναικεία επιμέλεια των παιδιών κατόπιν διαζυγίου.
Η φεμινιστική πράξη του δεύτερου κύματος, με αφετηρία την δεκαετία του 1960, θέτει τα καίρια αιτήματα της οικονομικής και επαγγελματικής συμμετρικότητας μεταξύ των φύλων. H καθιέρωσή τους αποτυπώνεται στο Σύνταγμα των ΗΠΑ το 1963, σχεδόν ταυτόχρονα με την αποδοχή των ασυμφιλίωτων διαφορών ως όρου έγκυρου και δεσμευτικού για τη λύση του γάμου καθώς και την ίση διανομή της περιουσίας στους δύο συζύγους μετά αυτής. Επιπρόσθετα, το φεμινιστικό κίνημα εκείνης της περιόδου αποκτά εγγενή σύνδεση με μία πιο ριζοσπαστική, προκλητική μορφή για τα παραδεδεγμένα της εποχής του. Αποσκοπεί στη νομική τεκμηρίωση της απόρριψης των υφιστάμενων ρόλων του πυρήνα της οικογένειας, ενώ αντιστρατεύεται τη διαιώνιση της πατριαρχίας.
Το τρίτο κύμα του φεμινισμού, που κορυφώνεται την δεκαετία του 1990 και διατηρεί τη δυναμική του έως και σήμερα, βολιδοσκοπεί την εξάλειψη οποιασδήποτε μορφής βίας εναντίον των γυναικών, όπως και τη διασφάλιση των αναπαραγωγικών και διαφυλετικών τους δικαιωμάτων. Τα παραπάνω δικαιώματα κατοχυρώνονται σταδιακά από τις νομοθεσίες των κρατών, ύστερα από αλλεπάλληλες και ηχηρές διεκδικήσεις.Τα δεδομένα ωστόσο, στο νομικό στερέωμα της Ελλάδας του 19ου αιώνα ακολουθούν με ιδιαίτερα βραδείς ρυθμούς τα διεθνή τεκταινόμενα. Ήδη, τα συντάγματα του 1844 και 1864 αποτυπώνουν τη δυτική δοξασία της φυσικής κατωτερότητας των γυναικών με την απουσία του δικαιώματος ψήφου. Η αναγνώριση του τελευταίου θα αποτελέσει πολύ αργότερα απαύγασμα του Συντάγματος του 1952 με τον ν. 2159/ 1952, με το ιδιωτικό δίκαιο ειρωνικά να δηλώνει την ίδια σχεδόν στιγμή την ανδρική υπεροχή στο γάμο.
Κατά τις επόμενες δεκαετίες καθιερώνονται σταδιακά η ισότητα των ατομικών δικαιωμάτων με το Σύνταγμα του 1975, ο πολιτικός γάμος ως εναλλακτική του θρησκευτικού (ν.1250/1982), ενώ η μοιχεία παύει να αποτελεί απόλυτο λόγο διαζυγίου (ν.1272/1982 αρθ. 8). Κορύφωση της αναθεώρησης της ελληνικής νομοθεσίας αποτέλεσε ο συνταγματικός νόμος 1609/1986 με την άρση του άδικου χαρακτήρα της άμβλωσης και την υπερίσχυση της αυτοδιάθεσης του γυναικείου σώματος. Αργότερα, η αναθεώρηση του ελληνικού Συντάγματος του 2001 διακήρυξε την νομιμότητα των θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών με το αρθ. 116 παρ. 2, σε μία προσπάθεια προώθησης του εξισωτικού φεμινισμού.
Πηγές
- Σύνταγμα της Ελλάδος 1844, 1864, 1952, 1975, 1982, 1986
- Αβδελά, Ε. και Ψαρρά Α., «Ο φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου: Μία ανθολογία», Αθήνα, Γνώση
- Bryson V. (2004) Φεμινιστική πολιτική θεωρία, Αθήνα, Μεταίχμιο
- Pateman C. (1988) The sexual contract, Stanford: Stanford University Press
Γεννημένη στην Αθήνα, αλλά όπου κι να ταξιδέψει αισθάνεται σπίτι. Σπουδάζει Νομική, γιατί η επιστήμη αυτή σε κάνει περισσότερο άνθρωπο και αγαπά τις ξένες γλώσσες όσο και το καλό φαγητό. Μονίμως αμφισβητεί και διερωτάται, γιατί αυτός είναι ο μόνος δρόμος προς την γνώση. Το γράψιμο είναι για εκείνη το μπαλέτο των λέξεων, ένας τρόπος να ισορροπήσει συναίσθημα και ρεαλισμό.