Της Αναστασίας Αποστολίδου,
«Κι ακόμα δε μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.»
–Κ. Καρυωτάκης, «Μυγδαλιά»
Η νεοελληνική ποιητική παραγωγή του 20ου αιώνα υπήρξε πολυεπίπεδη και καταπιάστηκε με πληθώρα μοτίβων και θεματικών, αφήνοντας μια αναμφίβολα βαρυσήμαντη πνευματική και πολιτισμική παρακαταθήκη. Δύο από τα εξέχοντα ζητήματα που απασχόλησαν το σύνολο σχεδόν των ποιητών του προηγούμενου αιώνα αποτελούν οι έννοιες της αγάπης και του έρωτα, αυτά τα τόσο διαχρονικά, πολύπλοκα και κυρίαρχα στοιχεία, που ταλανίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη και ανέκαθεν ενέπνεαν τον καλλιτεχνικό χώρο. Μολονότι το εύρος του ποιητικού έργου που έχουμε στα χέρια μας καθιστά σχεδόν αδύνατη μια πλήρη επισκόπηση της αποτύπωσης των δύο συναισθημάτων, εντούτοις, είναι εφικτή μια ευσύνοπτη παρουσίαση της προβολής του έρωτα και της αγάπης στα κείμενα ορισμένων από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές.
Ο Γιάννης Ρίτσος (1909-1990), στο εκτενές ποιητικό του έργο, προσέγγισε επανειλημμένα το συναίσθημα του έρωτα, προσδίδοντάς του στοιχεία αγιότητας. Η έννοια της αγιότητας δεν αφορά σε οποιουδήποτε είδους σεμνοτυφία, αλλά σχετίζεται με την αντιμετώπιση του έρωτα ως ενός αντικειμένου εξύμνησης, σε ένα περιβάλλον μαγείας και αισθησιασμού. Στην ποίηση του Ρίτσου, η σύλληψη του έρωτα συνοδεύεται από ποικίλα αρχαιομυθικά πρόσωπα, μέσω των οποίων συντίθεται ένα ερωτικό σύμπαν που συνδυάζει τη σεξουαλική επιθυμία με τη συναισθηματική έξαρση και την αντιμετώπιση του γυναικείου σώματος ως ενός βωμού. Η ανύψωση του έρωτα ως ενός απόλυτου στοιχείου είναι πρόδηλη στην ποιητική συλλογή «Τα ερωτικά» και, ειδικότερα, στο ποίημα «Σάρκινος λόγος», στο οποίο η ερωτική επιθυμία παρουσιάζεται επιτακτική για το ποιητικό υποκείμενο. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, το ερωτικό συναίσθημα υπερβαίνει κάθε έλλογο περιορισμό και παρουσιάζεται αφοπλιστικό, ανεξέλεγκτο, σχεδόν ονειρικό, σε ένα στάδιο κορύφωσης .
«Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.
Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.
Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.
Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.
Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,
τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.
[…]
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.
Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.»
–Γ. Ρίτσος, «Σάρκινος Λόγος»
Ο Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988), ο ποιητής της ανυπέρβλητης νοσταλγίας, έδωσε στο ποίημά του με τίτλο «Φύλλα ημερολογίου», έναν οιονεί ορισμό για την αντίληψή του για τον έρωτα, γράφοντας πως «ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσουμε τον άλλον». Ο παραπάνω στίχος συνοψίζει άρτια την ευρύτερη προσέγγιση του ποιητή στο ζήτημα του έρωτα, εφόσον στην ποίησή του ο έρωτας συνιστά μια ανέφικτη πληρότητα, ένα πανάγαθο επιδιωκόμενο σκοπό που αποτυγχάνει να πραγματωθεί. Παρ’ όλα αυτά, ο Λειβαδίτης δεν αρκέστηκε σε μια μονόπλευρη παρουσίαση του ερωτικού συναισθήματος, αλλά το κατέγραψε σε όλο το εύρος του, από την αγνότητα της επιθυμίας, την έξαρση και την κορύφωσή της μέχρι την απώλεια, την οδύνη και την συντριβή. Στα παρακάτω αποσπάσματα του ποιήματος, το οποίο εντάσσεται στο βιβλίο «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», ο ποιητής αίρει από τον έρωτα κάθε στοιχείο θνητότητας και λήθης και τον πλάθει με τη μορφή ενός θαύματος, το οποίο δημιουργεί δέος και υπερβαίνει κάθε επίγειο και χρονικό εμπόδιο, ανοίγοντας τον δρόμο για την αιωνιότητα.
«Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να ‘χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται
να παραμερίσει την καρδιά του.
[…]
Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα,
σα δυο νύχτες έρωτα, μες στον εμφύλιο πόλεμο.
[…]
Σ’ όποιο μέρος της γης, σ’ όποια ώρα,
εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι
για ένα καινούργιο κόσμο… εκεί θα σε περιμένω, αγάπη μου!»
–Τ. Λειβαδίτης, «Σε περιμένω παντού»
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (1931-2020), ένας από τους κατεξοχήν ποιητές του έρωτα, συνέθεσε ποιήματα-ύμνους στον σαρκικό και πνευματικό έρωτα, ο οποίος είναι αχόρταγος, ακόρεστος. Ο σωματικός πόθος βιώνεται στην ποίηση του Χριστιανόπουλου σε ένα περιβάλλον οδύνης, παράδοσης και υποταγής, σαν ένα αδυσώπητο βάσανο, που ενέχει, ωστόσο, στοιχεία τρυφερότητας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η συντριβή του ανεκπλήρωτου πάθους κατακλύζει την ερωτική του ποίηση, με αποτέλεσμα η ανάγνωση των ποιημάτων του να εντείνει την αίσθηση μιας έντονης δίψας για επαφή και ένωση.
«Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.»
–Ν. Χριστιανόπουλος, «Η θάλασσα»
Τέλος, ο Μιχάλης Γκανάς (1944-2024), ο οποίος ανήκει στην περίφημη λογοτεχνική γενιά του ’70, συνέθεσε ένα πολυεπίπεδο ποιητικό έργο, με κυρίαρχες θεματικές ενότητες την πατρίδα, τον νόστο, την φύση, τον έρωτα, την μνήμη και τον θάνατο. Όσον αφορά στο δίπολο αγάπη-έρωτας, ο ποιητής αντιλαμβανόταν μια έντονη ποιοτική διάκριση στα δύο συναισθήματα, περιγράφοντας επί λέξει την αγάπη ως «το ευγενέστερο ανθρώπινο συναίσθημα», ενώ ο έρωτας αποδίδεται ποιητικά ως μια ανοιχτή πληγή, ένα μαρτύριο, που βιώνεται αισθητηριακά και, ιδιαίτερα, μέσω της αφής. Στο ποίημα «Προσωπικό», ο Μιχάλης Γκανάς καταγράφει τις πιο ρεαλιστικές πλευρές του έρωτα, ενός έρωτα-έρμαιο στην τριβή της καθημερινότητας, της αναπόδραστης φθοράς του χρόνου, που έρχεται αντιμέτωπος με τις ιδιαιτερότητες της περίπλοκης ανθρώπινης ύπαρξης. Παρ’ όλα αυτά, η ουσία και το απαύγασμα του ποιήματος μπορούν να συνοψιστούν σε ένα στίχο του, από το βιβλίο «Παραλογή», όπου και γράφει ότι «Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη».
«Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει
μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή
δεν αξίζει τον κόπο.
Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη
κι ας μην είναι όπως παλιά,
δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,
κουράστηκε ίσως, σαν καθετί που ανασαίνει.
[…]
Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς
και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο
για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά
και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη
κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές
και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά
και καμένα, θέλοντας ο καθένας
να ‘ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο
και πηγή, κατά τις περιστάσεις
ή και όλα μαζί στην ανάγκη,
δε θα πει πως εγώ δε μπορώ
να γίνω κάτι απ’ όλα αυτά ή και όλα μαζί,
κι αν είναι να περάσω
μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–
ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.»
–Μ. Γκανάς, «Προσωπικό»
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ρίτσος, Γ. (2010), Τα ερωτικά, Αθήνα, Εκδόσεις Κέδρος
- Λειβαδίτης, Τ. (2022), Ποίηση 3, Αθήνα, Εκδόσεις Μετρονόμος
- Χριστιανόπουλος, Ν. (2014), Ποιήματα, Αθήνα, Εκδόσεις Ιανός
- Γκανάς, Μ. (2013), Ποιήματα, Αθήνα, Εκδόσεις Μελάνι