12.1 C
Athens
Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΤο Αντικίνημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967: Μια απόπειρα ενάντια στη Δικτατορία

Το Αντικίνημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967: Μια απόπειρα ενάντια στη Δικτατορία


Της Χαράς Γρίβα,

Το Αντικίνημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967 αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, καθώς σηματοδότησε την αποτυχία του βασιλιά Κωνσταντίνου Β’ να ανατρέψει τη στρατιωτική χούντα που είχε εγκαθιδρυθεί από τις 21 Απριλίου 1967. Το γεγονός αυτό, είχε καθοριστικές συνέπειες για την πορεία της χώρας, την τύχη του βασιλικού θεσμού και την περαιτέρω εδραίωση της δικτατορίας.

Στις 21 Απριλίου 1967, μια ομάδα στρατιωτικών υπό την ηγεσία των συνταγματαρχών Γεώργιου Παπαδόπουλου, Νικολάου Μακαρέζου και Στυλιανού Παττακού πραγματοποίησε πραξικόπημα, ανατρέποντας την κυβέρνηση και εγκαθιδρύοντας στρατιωτική δικτατορία. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’, αν και αιφνιδιασμένος από το πραξικόπημα, αρχικά αναγνώρισε το καθεστώς και ορκίστηκε από τους πραξικοπηματίες. Ωστόσο, η σχέση του με τη χούντα ήταν τεταμένη και χαρακτηριζόταν από αμοιβαία δυσπιστία.

Ο βασιλιάς, αν και φαινομενικά συνεργαζόταν με το καθεστώς, σχεδίαζε να ανατρέψει τους πραξικοπηματίες και να αποκαταστήσει τη δημοκρατία. Οι κινήσεις του κορυφώθηκαν τον Δεκέμβριο του 1967, όταν προσπάθησε να οργανώσει ένα αντικίνημα με τη βοήθεια πιστών του αξιωματικών.

Το αντικίνημα σχεδιάστηκε με τη συμμετοχή ανώτατων αξιωματικών, που ήταν πιστοί στον βασιλιά, όπως ο Αντιστράτηγος του Γ’ Σώματος Στρατού στην Κομοτηνή, Γεώργιος Περίδης και ο στρατηγός Κωνσταντίνος Δόβας. Ο Κωνσταντίνος είχε επίσης, τη στήριξη μονάδων του Στρατού Ξηράς και της Πολεμικής Αεροπορίας, καθώς και πολιτικών προσωπικοτήτων που επιθυμούσαν την αποκατάσταση της δημοκρατίας.

Το μέρος που το ξενοδοχείο «Αστήρ» βρισκόταν στην Καβάλα. Εκεί κατέφθασε ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος στις 13 Δεκεμβρίου για να οργανώσει το κίνημα. Πηγή εικόνας: wikimedia.org

Το σχέδιο προέβλεπε την εκκίνηση του αντικινήματος από την Καβάλα, όπου ο βασιλιάς θα συγκέντρωνε στρατιωτικές δυνάμεις και θα κήρυσσε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Από εκεί, θα καλούσε τον λαό και τις Ένοπλες Δυνάμεις να στραφούν εναντίον της χούντας. Παράλληλα, αξιωματικοί που βρίσκονταν σε στρατηγικές θέσεις στην Αθήνα θα ανέτρεπαν την ηγεσία του καθεστώτος.

Ο Κωνσταντίνος σχεδίαζε να κινηθεί από τη Βόρεια Ελλάδα, στηριζόμενος σε στρατιωτικές δυνάμεις που θεωρούσε πιστές στον θεσμό της μοναρχίας. Μία μέρα πριν μπει σε εφαρμογή το σχέδιο του βασιλιά, κάλεσε τον γενικό Επιθεωρητή Στρατού, Ιωάννη Μανέττα, για να τον ενημερώσει σχετικά με τις τελευταίες λεπτομέρειες. Ωστόσο, το σχέδιο αποδείχθηκε επιπόλαιο και ανεπαρκώς προετοιμασμένο, με βασικούς στρατηγούς να εκφράζουν αμφιβολίες και να επισημαίνουν κενά στη στρατηγική. Ο ίδιος επισήμανε πως: «Προσήλθα με την σκέψιν ότι έπρεπε να αναβληθή το κίνημα, όχι μόνον λόγω Θεσσαλονίκης, αλλά και διότι ενόμιζα ότι δεν είχαν συμπληρωθεί οι προετοιμασίες. Εξέφρασα τους ενδοιασμούς μου προς τον Βασιλέα. Αλλά αυτός μου απήντησε: «Δεν υπάρχει χρόνος πια. Τώρα το παν κινείται…».

Τα μεσάνυχτα της 12ης με 13ης Δεκεμβρίου, έσπευσε στην Λάρισα απεσταλμένος του βασιλιά για να ανακοινώσει στον Κόλλια την έναρξη του σχεδίου το πρωί, δηλαδή θα αναχωρήσει ο βασιλιάς και εν συνεχεία ο Κόλλιας θα διακόψει τις τηλεπικοινωνίες ανάμεσα στο βόρειο και το νότιο κομμάτι της χώρας. Ωστόσο, ο Κόλλιας εξέφρασε την άρνησή του να εκτελέσει το σχέδιο λόγω έλλειψης χρόνου, καθώς ο ίδιος είχε μόλις επιστρέψει από τον Βόλο, όπου είχε υποδεχτεί στρατιωτικά αγήματα από την Κύπρο. Επιπλέον, ο ίδιος είχε επισημάνει στην συνάντησή του με τον βασιλιά να ειδοποιηθεί για την έναρξη του σχεδίου τουλάχιστον μία εβδομάδα νωρίτερα για να μπορέσει να προετοιμάσει κατάλληλα το έδαφος. Στον απεσταλμένο έδωσε τις εξής οδηγίες: «Σήκω φύγε και πες στον βασιλέα ότι τώρα δεν γίνεται τίποτα. Να αναβάλει την ενέργειά του τουλάχιστον 24 ώρες, αν δεν μπορεί περισσότερες. Και αν η αναβολή είναι αδύνατη, θέλω να έχω στα χέρια μου τις διαταγές προς τους διοικητές των μεγάλων μονάδων και το διάγγελμα, το πρωί στις 8. Και οπωσδήποτε να μεταβεί ο βασιλεύς στη Θεσσαλονίκη. Πουθενά αλλού».

Το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου έλαβε το εξής τηλεγράφημα από την Αθήνα: «Είδα τον εξάδελφο Τριανταφύλλου. Αναχωρεί για την Αμερική», το οποίο σήμαινε πως δεν αναβλήθηκε το σχέδιο και πως ο βασιλιάς αναχωρεί από τα ανάκτορα. Στις 10.30 το πρωί, ο βασιλιάς αναχώρησε αεροπορικώς για την Καβάλα για να αποκαταστήσει το πολίτευμα και να ρίξει την χούντα. Ωστόσο, τα προβλήματα άρχισαν από νωρίς καθώς όταν ο Μανέττας συνάντησε τον αρχηγό του ΓΕΣ Οδυσσέα Αγγελή και του ανακοίνωσε την εντολή του βασιλιά να απομακρυνθεί από τα καθήκοντά τους, ο ίδιος, πιστός στο ιδεολόγημα της χούντας και εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία πως ο Μανέττας δεν οπλοφορούσε, τον συνέλαβε. Έτσι, αμέσως ο Αγγελής εξέδωσε σήμα στις Ένοπλες Δυνάμεις να παραμείνουν πιστές στην χούντα. Οι τηλεπικοινωνίες, όμως, είχαν διακοπεί σε Θεσσαλία και Μακεδονία, οπότε η χούντα αποφάσισε να αποκλείσει τα αεροδρόμια της Αθήνας, τον ραδιοτηλεοπτικό σταθμό και το κτήριο της Βουλής.

Πρωτοσέλιδο τοπικής εφημερίδας της Καβάλας σχετικά με το Αντικίνημα. Πηγή εικόνας: royalchronicles.gr

Στο μεταξύ, ο βασιλιάς είχε φτάσει στην Καβάλα χωρίς βέβαια να γνωρίζει τι γίνεται στην Αθήνα. Πέρα από την βάση του βασιλιά στην Καβάλα, και η Κομοτηνή «έβραζε» από τον βασιλικό πυρετό. Ο Κωνσταντίνος συνάντησε τους στρατηγούς Περίδη και Βιδάλη. Μόνο ο Ταξίαρχος Έρσελμαν απουσίαζε. Οι δυο πρώτοι, λοιπόν, στήριξαν στο σχέδιο του βασιλιά και ήταν αισιόδοξοι για το αποτέλεσμα. Στηρίζονταν στην δυναμική που είχε ο βασιλιάς, αγνοώντας παντελώς πως την ίδια χρονική στιγμή στο Πεντάγωνο ο Αγγελής επικοινωνούσε με τους διοικητές και διασφάλιζε την πίστη τους στο καθεστώς. Ακόμα και την ελάχιστη που είχε ο Περίδης με την Θεσσαλονίκη, κατά το μεσημέρι χάθηκε η σύνδεση.

Η υποδοχή του βασιλέως Κωνσταντίνου στην Καβάλα. Πηγή εικόνας: royalchronicles.gr

Ο Ταξίαρχος Έρσελμαν ερχόταν σε επαφή με διοικητές για να τους γνωστοποιήσει το βασιλικό κίνημα. Από όσους επικοινώνησε, μόνο δυο αρνήθηκαν, οι Πεφάνης και Πυρόπουλος. Ο Έρσελμαν τους συνέλαβε και διέταξε τους υποδιοικητές τους να αναλάβουν τις μονάδες. Δεν φανταζόταν, όμως και και εκείνοι θα υποστήριζαν την χούντα. Εκείνη την στιγμή, λοιπόν, τον ειδοποίησαν, να μεταβεί στην μονάδα λόγω δυσκολιών που ανέκυψαν στην ανάληψη της διοίκησης. Ωστόσο, ήταν σκευωρία εναντίον του για να μπορέσουν να τον συλλάβουν. Γι’ αυτό δεν μπόρεσε να παραστεί στην συνάντηση με τον βασιλιά και τους στρατηγούς.

Στην Θεσσαλονίκη, ο στρατηγός Λιαράκος, που επικοινωνούσε με τον Περίδη, ανέκτησε την διοίκηση των δυνάμεων της πόλης, χωρίς βέβαια να καταφέρει να καταλάβει τον ραδιοφωνικό σταθμό που παρέμεινε σε χουντικά χέρια. Έτσι, ανακοίνωναν στον λαό πως το κίνημα του βασιλιά στην βόρεια Ελλάδα απέτυχε, ενώ στο τέλος ο Λιαράκος συνελήφθη από το καθεστώς. Παράλληλα, οι Σέρρες, υπό τον χουντικό Γκίλλα, έστρεψε το βλέμμα του προς την Καβάλα, όπου βρισκόταν ο Κωνσταντίνος. Η λύση, πλέον, ήταν μονόδρομος. Έχοντας στο πλευρό του την αεροπορία και το ναυτικό και με κίνδυνο να συλληφθεί, ο Κωνσταντίνος εγκαταλείπει την Ελλάδα. Στις 14 Δεκεμβρίου, η βασιλική οικογένεια και ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κόλλιας αναχώρησαν για την Ιταλία.

Με την αυτοεξορία του Κωνσταντίνου, ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών μετέδωσε πως: «Η Αντεπανάστασις απέτυχε πλήρως. Συνετρίβη. Από όλα τα σημεία της Ελλάδος καταφθάνουν επίσημοι αναφοραί ότι αι Ένοπλοι Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας είναι παρά τω πλευρώ και εκτελούν τας διαταγάς αποκλειστικώς και μόνον της εθνικής επαναστατικής κυβερνήσεως της 21ης Απριλίου. Ησυχία απόλυτος επικρατεί εις ολόκληρον την επικράτειαν. Οι συνωμόται και ο Κωνσταντίνος προσπαθούν να διαφύγουν κρυπτόμενοι από τον Στρατόν από χωρίου εις χωρίον».

Στις 3:55 το πρωί (ώρα Ιταλίας) της Πέμπτης 14ης Δεκεμβρίου 1967 ο επισμηναγός Παύλος Ιωαννίδης, κυβερνήτης του Βασιλικού αεροσκάφους Gulfstream P-9, θα προσγειώσει το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο Ciampino, στη Ρώμη. Το αεροσκάφος είναι λευκό και κάτω από την καμπίνα του κυβερνήτη διακρίνεται το βασιλικό οικόσημο. Πηγή εικόνας: royalchronicles.gr

Η αποτυχία του κινήματος ανέδειξε τη βαθιά απομόνωση του βασιλιά, τόσο από το πολιτικό, όσο και από το στρατιωτικό κατεστημένο της εποχής. Παράλληλα, αποτέλεσε μια ευκαιρία για τη χούντα να εδραιώσει περαιτέρω την εξουσία της, παρουσιάζοντας την αποτυχία ως απόδειξη της «συνέχειας και σταθερότητας» που προσέφερε. Η ημέρα αυτή παραμένει σύμβολο της διάστασης μεταξύ της βασιλικής εξουσίας και του στρατιωτικού καθεστώτος, φωτίζοντας τη σύνθετη και τραγική πορεία της Ελλάδας κατά την επταετία.

Η αποτυχία του αντικινήματος ενίσχυσε τη θέση της χούντας. Οι πραξικοπηματίες εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός για να δικαιολογήσουν περαιτέρω την επιβολή αυστηρών μέτρων καταστολής, όπως συλλήψεις, βασανιστήρια και εξορίες. Ο βασιλιάς θεωρήθηκε από πολλούς υπεύθυνος για την αποτυχία, ενώ η φήμη του υπέστη σοβαρό πλήγμα.

Η αποτυχία του αντικινήματος σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τη μοναρχία στην Ελλάδα. Η χούντα κατήργησε τον θεσμό του βασιλιά και εγκατέστησε έναν διορισμένο «αντιβασιλέα», αρχικά τον Γεώργιο Ζωιτάκη και στη συνέχεια τον Γεώργιο Παπαδόπουλο. Ο Κωνσταντίνος παρέμεινε αυτοεξόριστος, ενώ η πολιτική του επιρροή μειώθηκε δραματικά.

Το αντικίνημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967 παραμένει σημείο αναφοράς στην ελληνική ιστορία. Παρά την αποτυχία του, κατέδειξε την αντίθεση του βασιλιά στο καθεστώς, αν και αυτή η στάση του αμφισβητήθηκε από πολλούς. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο Κωνσταντίνος δεν είχε προετοιμάσει επαρκώς το σχέδιό του, ενώ άλλοι θεωρούν ότι οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες για οποιαδήποτε αντίσταση στη χούντα.

Το αντικίνημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967 αποτελεί μια κρίσιμη στιγμή στην ιστορία της Ελλάδας, με σημαντικές συνέπειες για τη χώρα και τον θεσμό της μοναρχίας. Αν και απέτυχε, παραμένει μια προσπάθεια αντίστασης σε ένα αυταρχικό καθεστώς, υπενθυμίζοντας την αξία της ελευθερίας και της δημοκρατίας.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Αλεξάνδρα Στεφανοπούλου (2009), 13 Δεκεμβρίου 1967, Εκδόσεις Φερενίκη
  • Λεωνίδας Αλ. Παπάγος (1999), Σημειώσεις 1967-1977, Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή-Χόρν
  • Ανδρέας Γ. Παπανδρέου (1974), Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα, Αθήνα: Εκδόσεις Καρανάση
  • Σωτήρης Ριζάς (2008), Η Ελληνική πολιτική μετά τον Εμφύλιο πόλεμο. Κοινοβουλευτισμός και Δικτατορία, Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτης

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χαρά Γρίβα
Χαρά Γρίβα
Γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 2002 και τα τελευταία χρόνια ζει στη Θεσσαλονίκη, ούσα απόφοιτη του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχοντας κλίση στα μαθήματα πολιτικής ιστορίας, η μελέτη και ανάλυση ιστορικών γεγονότων καθιστά πιο εύκολη την κατανόηση και την ερμηνεία της κοινωνίας από πολιτική σκοπιά. Γνωρίζει αγγλικά και γαλλικά, ενώ στον ελεύθερό της χρόνο προτιμά να ακούει μουσική και να διαβάζει βιβλία σχετικά με την επιστήμη της.