8.6 C
Athens
Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου, 2025
ΑρχικήΙστορίαΤο Γλωσσικό Ζήτημα (Α' Μέρος): Από την Ελληνιστική έως την Βυζαντινή εποχή

Το Γλωσσικό Ζήτημα (Α’ Μέρος): Από την Ελληνιστική έως την Βυζαντινή εποχή


Της Ιωάννας Ζαπονάκη,

Ορισμός του προβλήματος

Για την ελληνική γλώσσα, το γλωσσικό ζήτημα, ξεκινά από τους χρόνους της αρχαιότητας, από την γνωστή τάση του Αττικισμού. Στους νεότερους χρόνους, το γλωσσικό ζήτημα μετουσιώθηκε σε αντιπαράθεση για την εθνική γλώσσα. Συνέπειες αυτού φάνηκαν σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και της πνευματικής ζωής της Ελλάδας. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η διαμάχη, η οποία προέκυψε σχετικά με τη χρήση της δημοτικής (καθομιλουμένης γλώσσας) και της καθαρεύουσας, αποτέλεσε το γλωσσικό ζήτημα. Στο παρόν άρθρο, επιχειρείται η παρουσίαση και προσέγγιση των κύριων πτυχών του γλωσσικού ζητήματος. Θα παρουσιασθεί το γλωσσικό ζήτημα, όπως προέκυψε κατά την αρχαιότητα και τη βυζαντινή περίοδο. Σε επόμενο άρθρο -που θα αποτελέσει το β΄ μέρος- θα αναλυθεί το γλωσσικό ζήτημα κατά τη διάρκεια των νεότερων χρόνων. 

Ελληνιστική Εποχή: Το κίνημα του Αττικισμού

Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η επέκταση του μακεδονικού βασιλείου συνέβαλε στην εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού, σε μία τεράστια και πολυποίκιλη πληθυσμιακή βάση. Η ελληνική γλώσσα καθιερώθηκε ως κοινό μέσο επικοινωνίας, εξυπηρετώντας τις ανάγκες της διοίκησης, του εμπορίου και της διπλωματίας. Στο πλαίσιο αυτό, η αττική διάλεκτος εξελίχθηκε σε μια νέα μορφή, την Κοινή Ελληνιστική ή Αλεξανδρινή, η οποία αποτέλεσε τη γλωσσική βάση για τις περιοχές της αυτοκρατορίας.

Η έννοια του Αττικισμού εμφανίστηκε από τον 1ο αιώνα π.Χ., ως ιδεολογικό ρεύμα, το οποίο επεδίωκε την επιστροφή στη γλωσσική καθαρότητα των συγγραφέων της κλασικής εποχής. Θεωρούσε ότι η εξέλιξη της γλώσσας συνιστούσε παρακμή του κλασικού ύφους. Το κίνημα αυτό εκδηλώθηκε κυρίως μέσα από τις λογοτεχνικές φιλοδοξίες και τις ρητορικές σχολές της εποχής, επηρεάζοντας την πεζογραφία. Η Ρωμαϊκή κατοχή και η πνευματική ύφεση —που έφερε— ώθησαν τους διανοούμενους να στραφούν προς την κλασική παράδοση, απορρίπτοντας την απλοποίηση της Κοινής Ελληνιστικής.

Πηγή εικόνας: mnimesellinismou.com

Ο Αττικισμός εδραιώθηκε στη Ρώμη, όπου οι ευγενείς εκπαιδεύονταν στις ελληνικές ρητορικές σχολές. Από τον 1ο αιώνα π.Χ., οι διανοούμενοι υποστήριζαν ότι η πιστή μίμηση του αττικού ύφους ήταν αναγκαία για τη δημιουργία έργων αντίστοιχων με αυτά της κλασικής περιόδου. Η ιδέα αυτή δεν απευθυνόταν στο ευρύ κοινό, αλλά επηρέασε κυρίως τους μαθητές και δασκάλους των φιλοσοφικών σχολών. Ωστόσο, η έμφαση στον αρχαϊσμό προκάλεσε σύγκρουση με τον Χριστιανισμό, ο οποίος υιοθέτησε την Κοινή Ελληνιστική ως μέσο έκφρασης και αντιπαρατέθηκε σ’ οτιδήποτε σχετιζόταν με τον ειδωλολατρικό κόσμο.

Η ιδεολογική και θρησκευτική αντιπαράθεση μεταξύ των υποστηρικτών του Αττικισμού και των Χριστιανών εκφράστηκε μέσα από τη χρήση της γλώσσας. Ωστόσο, κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ., οι Τρεις Ιεράρχες της Εκκλησίας αποδέχθηκαν ορισμένα στοιχεία του Αττικισμού. Αυτή η προσαρμογή επηρέασε τη λόγια γραμματεία του Βυζαντίου, οδηγώντας στη θέσπιση μίας επίσημης γλώσσας, η οποία δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ ευρέως στην καθημερινή ζωή, παρά μόνο σε ρητορικές και τελετουργικές περιστάσεις. Το γεγονός αυτό δημιούργησε μία γλωσσική διάσπαση, η οποία επηρέασε την πνευματική και γλωσσική εξέλιξη του ελληνικού κόσμου, μέχρι και τη σύγχρονη εποχή.

Βυζαντινή Εποχή

Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, επικρατούσαν δύο βασικές γλώσσες: η λατινική, η οποία χρησιμοποιούνταν κυρίως στο δυτικό τμήμα και η ελληνική, η οποία κυριαρχούσε στο ανατολικό. Στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Βυζάντιο), οι λόγιοι και χριστιανοί ιεράρχες θεωρούσαν τη λατινική υποδεέστερη, χαρακτηρίζοντάς την ως «φτωχή και περιορισμένη». Αντίθετα, η ελληνική γλώσσα, στην εξελιγμένη της μορφή ως Κοινή Ελληνιστική —που αναπτύχθηκε από τις στρατιωτικές εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου— επικράτησε στον προφορικό και γραπτό λόγο, αντικαθιστώντας την αρχαία Αττική διάλεκτο.

Η γλώσσα των Βυζαντινών. Πηγή εικόνας: pronews.gr

Η Κοινή Ελληνιστική ξεχώρισε στον Βυζαντινό κόσμο, καθώς αποτελούσε τη γλώσσα των Ευαγγελίων και διευκόλυνε την επικοινωνία, αποφεύγοντας περίπλοκες εκφράσεις και συντακτικά σχήματα. Παρ’ όλα αυτά, από τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, οι λόγιοι προσπάθησαν να αναβιώσουν την Αττική διάλεκτο, κυρίως στον γραπτό λόγο. Αυτή η προσπάθεια οδήγησε στην ύπαρξη δύο γλωσσικών μορφών: της λόγιας ή «δοκίμου» γλώσσας και της καθημερινής ή «δημώδους».

Η λόγια γλώσσα, βασισμένη στην Αττική διάλεκτο, έγινε ένα τεχνητό μέσο έκφρασης, που απευθυνόταν κυρίως σ’ όσους είχαν ανώτερη εκπαίδευση. Δεν περιορίστηκε μόνο στη μίμηση της κλασικής αττικής γλώσσας, αλλά ενσωμάτωσε ομηρικές εκφράσεις και στοιχεία από γνωστούς σοφιστές, όπως ο Αίλιος Αριστείδης και ο Λιβάνιος, καθώς και από θρησκευτικούς λόγιους, όπως ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός. Αντίθετα, η δημώδης γλώσσα ήταν η ζωντανή μορφή της ελληνικής, που συνέχιζε να εξελίσσεται και να διαφοροποιείται από τη λόγια, προκαλώντας μια μορφολογική και συντακτική απόσταση μεταξύ τους.

Παρά τη διάκριση μεταξύ της λόγιας και της δημώδους γλώσσας, μεγάλο μέρος της βυζαντινής λογοτεχνίας γράφτηκε στη δημώδη. Ωστόσο, επειδή η βυζαντινή κοινωνία δεν υποστήριξε σταθερά τη χρήση της δημώδους, τα λογοτεχνικά κείμενα της περιόδου, συχνά επηρεάστηκαν από τη λόγια γλώσσα. Έτσι, η βυζαντινή ελληνική γλώσσα απέκτησε έναν μεικτό χαρακτήρα, συνδυάζοντας στοιχεία της αρχαϊκής και της καθημερινής γλώσσας. Αυτή η γλωσσική σύνθεση δημιούργησε χαρακτηριστικά, τα οποία διαφοροποιούν τη βυζαντινή ελληνική, τόσο από την αρχαία, όσο και από τη νεοελληνική.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Το Γλωσσικό Ζήτημα και οι Συνέπειες του στην Ελληνική γλώσσα και Παιδεία, atiner.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Το Γλωσσικό Ζήτημα και η πορεία προς το σήμερα, achilleaskostoulas.com, διαθέσιμο εδώ 
  • Το Γλωσσικό Ζήτημα, archive.gr, διαθέσιμο εδώ 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ιωάννα Ζαπονάκη
Ιωάννα Ζαπονάκη
Γεννήθηκε το 2001, στο Ηράκλειο Κρήτης. Έχει αποφοιτήσει από το τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, ενώ τώρα φοιτά στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Ψηφιακός Μετασχηματισμός και Εκπαιδευτική Πράξη». Γνωρίζει αγγλικά, γερμανικά και αυτήν την περίοδο μαθαίνει τούρκικα. Έχει μεγάλη αγάπη για το αντικείμενο της Ιστορίας και ειδικότερα για τον πολύπαθο ελληνικό 19ο και 20ό αιώνα, καθώς και για την Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παράλληλα, της αρέσει η ανάγνωση ιστορικών μυθιστορημάτων, τα ταξίδια, η ζωγραφική, τα μουσεία και οι θεατρικές παραστάσεις.