Της Αλεξάνδρας Μαστοράκη,
Στο τελευταίο μας άρθρο για τις ελληνικές προσπάθειες απόκρουσης της Περσικής ισχύος, θα αναφερθούμε στην πλέον μεγαλειώδη ναυτική μάχη των Ελλήνων, η οποία αν και δεν αποτέλεσε την τελευταία τους λέξη, κατέστησε σαφές στην κοινή βούληση, ότι η πιθανότητα οι Πέρσες να νικήσουν τον πόλεμο ήταν από ισχνή έως ανύπαρκτη.
Όπως έχει σημειωθεί και στα προηγούμενα μέρη, η Περσική Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών υπό τον Δαρείο Α’, «φλέρταρε» με την θέση του Νο1 παίκτη στην ηπειρωτική Ευρώπη, ενώ μάλιστα είχε υποτάξει τη Θράκη και τη Μακεδονία. Το ανυψωμένο περσικό κύρος «ενέπνεε» επόμενους στόχους, η κυριότερη προϋπόθεση όμως ήταν η καθυπόταξη μιας ομάδας δυνητικά ενοχλητικών επαναστατικών κρατών στα δυτικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Το 490 π.Χ., οι ελληνικές δυνάμεις με επικεφαλής την Αθήνα, συνάντησαν τους Πέρσες στον Μαραθώνα και απέκοψαν την πορεία του εισβολέα. Η ελληνική νίκη απέκτησε βαθιά μυθική διάσταση, στην πραγματικότητα όμως προμηνυόταν έτσι ένας μακροχρόνιος πόλεμος, του οποίου τις κύριες πράξεις θα αποτελούσαν πολλές ακόμα μάχες.
Το 486 π.Χ., ο Ξέρξης στέφθηκε βασιλιάς και στα επόμενα έτη πραγματοποίησε εισβολές στις Κυκλάδες και την ηπειρωτική Ελλάδα, κατόπιν της νίκης του στην μάχη των Θερμοπυλών (480 π.Χ.). Ακολούθησε η ακαρποφόρητη ναυμαχία του Αρτεμισίου: ενώ οι Έλληνες πέτυχαν να αντιμετωπίσουν την περσική αριθμητική υπεροχή, παρέστη η ανάγκη για ανασυγκρότηση της δύναμής τους στην Σαλαμίνα. Η εξέλιξη οδήγησε σε μια πρακτικά ευάλωτη Ελλάδα να εκτίθεται στις βλέψεις των εισβολέων, ενώ περσικά στρατεύματα επέλαυναν στις ελληνικές πόλεις, λεηλατώντας ακόμα και την Αθήνα. Έτσι, κρίθηκε αναγκαία η επείγουσα και αποτελεσματική δράση. Περίπου 30 ελληνικές πόλεις-κράτη προετοιμάζονταν για μάχη και η ναυμαχία της Σαλαμίνας θα αποδείκνυε στον βασιλιά Ξέρξη, ότι η Ελλάδα ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος αυτής, απείχε μακράν από την κατάκτηση.
Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας
Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας δόθηκε στον Σαρωνικό Κόλπο, στις 22 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. Οι Έλληνες είχαν παρέλθει την ήττα των Θερμοπυλών, ενώ η έκβαση του Αρτεμισίου είχε κριθεί ισόπαλη για τις δύο πλευρές. Οι Πελοποννήσιοι θέλησαν να σταματήσουν τον επελαύνοντα περσικό στόλο στον ισθμό της Κορίνθου. Εν τέλει, εκείνος που έπεισε τους Έλληνες να πολεμήσουν τους Πέρσες στη Σαλαμίνα, με την ελπίδα ότι μια ελληνική νίκη θα απέκοπτε την εισβολή προς την Πελοπόννησο, ήταν ο Θεμιστοκλής, Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός. Ο ίδιος υπολόγισε ότι στα στενά της Σαλαμίνας η αριθμητική υπεροχή των Περσών θα ήταν άχρηστη και προβληματική. Στον αντίποδα, ο Ξέρξης ήταν σίγουρος ότι θα απολάμβανε θριαμβευτική νίκη.
Ο ακριβής αριθμός των περσικών πλοίων δεν είναι μέχρι και σήμερα γνωστός. Η κύρια πηγή πληροφοριών, ο Ηρόδοτος, παραδίδει στις Ιστορίες του (440-430 π.Χ.) λεπτομερείς λίστες, οι οποίες αν και θεωρούνται ελαφρώς αναξιόπιστες, δίνουν ένα σύνολο περίπου 1200 πλοίων, συμπεριλαμβανομένων των συνεισφορών από κατακτημένες ή φιλοπερσικές ελληνικές πόλεις.
Όσον αφορά τον ελληνικό συμμαχικό στόλο, αυτός διοικείτο από τον Λακεδαιμόνιο Ευρυβιάδη, προς έκπληξη μας μάλλον, καθώς την κύρια ναυτική δύναμη με την μεγαλύτερη προσφορά σε πλοία, αποτελούσε η Αθήνα. Στην διοικητική κλίμακα, ακολουθούσαν ο Θεμιστοκλής από την Αθήνα και ο Αδείμαντος από την Κόρινθο. Μεταξύ του ελληνικού συμβουλίου 17 διοικητών από ισάριθμες συμμαχικές πόλεις, ο Θεμιστοκλής, ιδιοφυής ναυτικός διοικητής, πιστώθηκε την πρωτοβουλία να παραμείνει ο στόλος στη Σαλαμίνα αντί να υποχωρήσει στον Ισθμό της Κορίνθου. Όσο για τους αριθμούς, ο Ηρόδοτος δίνει, ίσως και πάλι ασυνεπώς, 365 ελληνικά πλοία.
Να συμπληρωθεί εδώ ότι, με την είδηση της ήττας στις Θερμοπύλες, Σπαρτιάτες και άλλοι Πελοποννήσιοι έσπευσαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να εντοιχίσουν το στενότερο σημείο του Ισθμού. Καθώς, πλέον οι Πέρσες εισέρχονταν στην Αττική, οι διοικητές του ελληνικού στόλου εξέταζαν τις διάφορες εναλλακτικές. Έπειτα από ένα εικοσιτετράωρο «άγονων» συζητήσεων, διέκοψαν τη σύσκεψή ώστε να προετοιμαστούν για διανυκτέρευση.
Την επομένη ο περσικός στόλος έκανε την εμφάνισή του αγκυροβολώντας στον Φαληρικό Όρμο, ανατολικά της Σαλαμίνας, όμως ο ελληνικός στόλος δεν έβγαινε στα ανοιχτά να συγκρουστεί μαζί του. Οι Έλληνες διοικητές φαίνονταν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί για τις επικείμενες κινήσεις τους, αρκούσε ωστόσο, η είδηση πως οι Πέρσες κατέλαβαν την Ακρόπολη και πως ένα μεγάλο μέρος του περσικού στρατού κατευθυνόταν προς τον Ισθμό της Κορίνθου, για να τους ωθήσουν στην σοβαρή εξέταση του ενδεχομένου να εγκαταλείψουν την Σαλαμίνα πριν τους απέκλειε ο εχθρικός στόλος.
Κάπως έτσι, ο επιφανέστερος Θεμιστοκλής και οι άλλοι Αθηναίοι έκαναν έκκληση στον Ευρυβιάδη, που εξακολουθούσε να βρίσκεται επικεφαλής της διοίκησης, αλλά εκείνος επέμεινε ότι η υποχώρηση στον ισθμό ήταν η καλύτερη λύση. Έδωσε, λοιπόν, εντολή στους διοικητές των πλοίων να ετοιμαστούν για απόπλου μέσα στη νύχτα. Άμεση- και όπως φάνηκε, σωτήρια- ήταν η αναθεώρηση του Ευρυβιάδη, ο οποίος ετοιμάστηκε τελικά να αποστείλει σε αναμέτρηση τον ελληνικό στόλο, που παρέμενε στο σημείο, το επόμενο πρωί. Το παράδοξο με την αναθεώρηση της τελευταίας στιγμής, αντικειμενικά εξηγείται αν υπολογισθεί ότι κάθε ελπίδα διαφυγής εν νυκτί, είχε ουσιαστικά χαθεί εξαιτίας των έγκαιρων κινήσεων του περσικού στόλου. Η σύρραξη αποτελούσε μονόδρομο, ελπίζοντας ότι ο περσικός στόλος δεν θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την αριθμητική υπεροχή του.
Εκ της περσικής σκοπιάς και συγκεκριμένα εκείνης του Ξέρξη, υπήρχε κλίμα απερίγραπτου ενθουσιασμού και ανυπομονησίας για μια λαμπρή νίκη. Ο βασιλιάς ζήτησε μάλιστα να του βρουν μια ιδανική θέση για να παρακολουθήσει την εξέλιξη της ναυμαχίας. Η θέση αυτή ήταν απέναντι από την πόλη της Σαλαμίνας και είχε καλή θέα στην Ψυττάλεια, τη νησίδα όπου στη διάρκεια της νύχτας, είχαν αποβιβαστεί περσικά στρατιωτικά τμήματα. Ωστόσο, κατά ειρωνεία της τύχης, αντί να γίνει από το παρατηρητήριό του, μάρτυρας του ολοκληρωτικού ναυτικού θριάμβου, ο Ξέρξης είδε να εκτυλίσσεται (κυριολεκτικά) μπροστά στα μάτια του η απόλυτη καταστροφή.
Οι Έλληνες όχι απλώς δεν οπισθοχώρησαν, αλλά είχαν σχηματίσει ένα «τόξο» μήκους 3 χιλιομέτρων σε δύο σειρές, πιθανόν αντιπαραθέτοντας ένα μέτωπο 130 πλοίων απέναντι στο περσικό μέτωπο των 150 πλοίων, που είχε βάθος τρεις σειρές. Τα περσικά πλοία προχώρησαν, ερχόμενα πιο κοντά το ένα στο άλλο, καθώς ευθυγραμμίζονταν με το στενότερο μέτωπο του εχθρού. Οι Έλληνες παρέμειναν στις αρχικές θέσεις, ώστε να παρασύρουν τον εχθρό σε ακόμη στενότερο σημείο. Τα πλοία άρχισαν να εμβολίζουν το ένα το άλλο και μέσα στον περιορισμένο χώρο, δυσκολεύονταν να απεμπλακούν. Έτσι, τα οπλισμένα πληρώματα ανέλαβαν δράση, με οπλίτες και τοξότες να μάχονται πάνω στα καταστρώματα, όπως στη στεριά. Με τα περσικά πλοία να πιέζονται από τα μετόπισθεν και τους Κορίνθιους να μπαίνουν στη μάχη από τα πλευρά, πρέπει να επικράτησε ένας χαλασμός από διαλυμένα σκάφη και άνδρες στην θάλασσα- Πέρσες κυρίως, καθώς δεν είχαν ακτή να υποχωρήσουν.
Όπως ελευθερώθηκε χώρος για ελιγμούς, τα ελληνικά πλοία προχώρησαν σε επίθεση εναντίον των στριμωγμένων περσικών σκαφών, τα οποία δεν είχαν τη δυνατότητα να υποχωρήσουν, καθώς ο σχηματισμός τους είχε πλέον αρκετές σειρές βάθος. Μέσα σε ούτε μια μέρα οι Έλληνες, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, είχαν εξασφαλίσει την νίκη τους και τα εναπομείναντα περσικά πλοία διέφυγαν προς την Μικρά Ασία. Στο τελικό στάδιο της μάχης, η δύναμη των Ελλήνων οπλιτών μεταφέρθηκε από τη Σαλαμίνα στα ηπειρωτικά, για να εκκαθαρίσει τις περσικές χερσαίες δυνάμεις. Για μία ακόμα φορά, το μαντείο των Δελφών είχε δώσει αληθή χρησμό: «μόνο τα ξύλινα τείχη θα σώσουν την Αθήνα». Όπως και στο Αρτεμίσιο, τα ξύλινα πλοία του συμμαχικού ελληνικού στόλου, είχαν ανακόψει την περσική προέλαση για δεύτερη φορά.
Είναι φανερό, ότι η ναυμαχία της Σαλαμίνας αποτελεί σημείο καμπής στους Περσικούς Πολέμους και σύμβολο του αρχαίου ελληνικού θρύλου. Οι επερχόμενες μάχες των Πλαταιών και της Μυκάλης αποτέλεσαν την «χαριστική βολή» για τους ήδη σοβαρά ζημιωμένους, υλικά και ηθικά, Πέρσες. Η απειλή για κατάληψη της χώρας, που τόσο διήρκησε και ταλάνισε τους Έλληνες, είχε πλέον διαλυθεί ολοκληρωτικά. Στις επόμενες τρεις δεκαετίες, οι Αθηναίοι, χάρη στους πολέμους της Δηλιακής Συμμαχίας, κατάφεραν να απελευθερώσουν τη Θράκη, τη Μακεδονία, τα νησιά του Αιγαίου, την Ιωνία, και βοήθησαν τους Αιγύπτιους στην εξέγερση τους κατά των Περσών, μειώνοντας με αυτήν την σειρά γεγονότων, περαιτέρω το περσικό γόητρο.
Συνολικά, η ναυμαχία της Σαλαμίνας σήμανε μια από τις θρυλικότερες και πιο σημαντικές ιστορικά ελληνικές νίκες των αρχαίων χρόνων. Οι Έλληνες κατόρθωσαν, με αποφασιστικότητα, τολμηρή στρατηγική και ζήλο στην μάχη, να ξεπεράσουν την περσική αριθμητική υπεροχή και να εδραιώσουν μια ελευθερία, που αποτέλεσε την απαρχή μιας μακράς περιόδου, πρωτοφανών καλλιτεχνικών και πολιτιστικών επιτευγμάτων και, σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές, θα διαμόρφωνε τα θεμέλια του Δυτικού Πολιτισμού για χιλιετίες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ναυμαχία της Σαλαμίνας: Ο Θεμιστοκλής συντρίβει τον Περσικό στόλο και οδηγεί τους Έλληνες σε μια από τις ενδοξότερες νίκες στην ιστορία., historymania.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, worldhistory.org, διαθέσιμο εδώ.
- Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, 2500years.culture.gov.gr, διαθέσιμο εδώ.