Της Αριστέας – Ελένης Παπαθανασίου,
Η κακοποίηση γυναικών είναι μία από τις σημαντικότερες και συχνότερες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Συχνά συνδέεται με τοξικές σχέσεις, οι οποίες οδηγούν σε κακοποιητικά επεισόδια είτε σωματικής είτε ψυχολογικής βίας. Ωστόσο, επειδή ο όρος «τοξική σχέση» χρησιμοποιείται ευρέως και γι’ αυτό έχει μια αδιευκρίνιστη έννοια. Στο συγκεκριμένο άρθρο θα επικεντρωθούμε στις κακοποιητικές σχέσεις και, συγκεκριμένα, στην κοινωνική αντιμετώπιση των γυναικών, που μιλάνε ανοιχτά για την εμπειρία τους και τις αντιδράσεις που δέχονται από τον στενό και ευρύ τους κοινωνικό κύκλο.
Είναι δυνατόν να κατανοήσουμε τα άτομα που έχουν βρεθεί σε μια κακοποιητική σχέση μόνο εφόσον προσπαθήσουμε ειλικρινά να συνειδητοποιήσουμε τη δυναμική μιας κακοποιητικής αλληλεπίδρασης και την επίπτωση την οποία μπορεί αυτή να έχει σ’ ένα άτομο. Θα πρέπει, αρχικά, να συλλάβουμε το γεγονός ότι, αν δεν έχουμε βρεθεί σε αυτή τη δυσάρεστη θέση, δεν είναι εύκολο να στραφούμε ποτέ στην ουσία του πράγματος, η οποία είναι ο κακοποιητής. Τι σημαίνει αυτό δηλαδή; Ότι οι ερωτήσεις και οι προβληματισμοί μας πάντα στρέφονται, αρχικά, στο θύμα με ερωτήσεις, των οποίων οι απαντήσεις είναι πιο πολύπλοκες απ’ όσο νομίζουμε…
Πριν αναφερθούμε, όμως, σε αυτήν την κοινωνική αντιμετώπιση ενός κακοποιημένου ατόμου, θα πρέπει να αποδομήσουμε την ουσία μιας κακοποιητικής σχέσης για να μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί αυτή η κοινωνική αντίδραση, η οποία επικρατεί όταν μια γυναίκα βρίσκει τη δύναμη να μιλήσει, είναι προβληματική.
Η κακοποιητική σχέση ξεκινά από ένα άτομο, το όποιο έχει σοβαρή εσωτερικευμένη ανασφάλεια και αισθήματα κατωτερότητας, ενώ παράλληλα δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι στη σχέση που αναπτύσσει, θα πρέπει να είναι ίσος με τις ίδιες υποχρεώσεις και τα ίδια δικαιώματα. Η περιγραφή αυτή ανήκει στον κακοποιητή, ο οποίος από την αρχή της επαφής προσπαθεί να υποβαθμίσει και να δημιουργήσει στο άτομο αισθήματα κατωτερότητας, χωρίς το ίδιο να το συνειδητοποιεί. Η πρακτική αυτή πραγματοποιείται στο πρώιμο στάδιο με το πρόσχημα ότι το άλλο άτομο είναι υπεύθυνο να αναλάβει τις ανασφάλειες, τα ψυχολογικά και τα προβλήματα του, ενώ παράλληλα θα πρέπει να του προσφέρει το ίδιο μια λύση, χρησιμοποιώντας τον εαυτό του ως αποδιοπομπαίο τράγο.
Στη συνέχεια της σχέσης, το άτομο, προσπαθώντας να ανακουφίσει τον κακοποιητή από τα προβληματικά του χαρακτηριστικά, αναπτύσσει την πεποίθηση ότι δεν εκπληρώνει τον ρόλο του και έχει το μεγαλύτερο μέρος ευθύνης, όταν ο δεσμός δεν είναι ο ιδανικός. Επομένως, κατανοούμε ότι το θύμα βυθίζεται σε αισθήματα ενοχής, αμφισβήτησης του εαυτού του και εξάρτησης από τον κακοποιητή, αφού η χαρά του και η ικανοποίησή του έχει γίνει ο αυτοσκοπός του. Δεν αργεί αυτή η ανισορροπία στον δεσμό να δώσει πάτημα στον κακοποιητή να ασκήσει έντονη ψυχολογική και συναισθηματική βία, σε σημείο που το θύμα θεωρεί την αντίδρασή του δικαιολογημένη και την ανέχεται. Με τη σειρά της, η ψυχολογική βία μετατρέπεται σε φυσική, εφόσον ο κακοποιητής έχει με το καιρό σπάσει όλες τις άμυνες του άλλου ατόμου με το πρόσχημα της αγάπης και της συντροφικότητας. Η εναλλαγή συμπεριφορών, που επικρατεί στα στάδια αυτά μεταξύ ενός ατόμου, που σε φροντίζει και σου χαρίζει στιγμές ευτυχίας και ενός εφιάλτη, δημιουργούν μια προβληματική σύνδεση με τον θύτη, η οποία είναι δύσκολο να σπάσει και απαιτεί πολλές προσπάθειες.
Σε όλη αυτή την προσπάθεια να ξεφύγει από την καταπιεστική σχέση, το άτομο συχνά καταφεύγει στο στενό κοινωνικό του κύκλο, ο οποίος ενώ έχει την πρόθεση να βοηθήσει, συχνά αγνοεί αυτή τη δυναμική, που έχει δημιουργηθεί και το σημαντικότερο γεγονός, ότι δηλαδή το ίδιο το άτομο μπορεί να αγνοεί ότι είναι κακοποιημένο. Φράσεις που έχουμε ακούσει είναι «γιατί δεν χωρίζεις», «γιατί δεν καταφεύγεις σε κάποια αστυνομική αρχή;», «γιατί μένεις;». Όλες αυτές οι ερωτήσεις μπορούν να απαντηθούν, αν ανατρέξουμε στη δυναμική της κακοποιητικής σύνδεσης.
Δεν είναι, όμως, αυτές οι προτροπές, οι οποίες αποτελούν άλλη μια προβληματική κατάσταση, που πρέπει να ανεχτούν τα άτομα, τα οποία έχουν υποστεί κακοποίηση, αλλά όλα εκείνα τα σχόλια που μετατρέπουν το θύμα σε υπαίτιο της κατάστασής του. Επειδή επιθυμούμε να δώσουμε μια προσωπική απάντηση σε αυτά τα σχόλια από όλες τις γυναίκες, οι οποίες υπέστησαν το ίδιο, το άρθρο αυτό θα είναι η απάντησή τους
Έτσι λοιπόν, το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στον κόσμο, ο οποίος θα αναρωτηθεί και θα προσπαθήσει να καταλάβει τη θέση μας, είναι ότι δεν είμαστε θύματα αυτών, ενός κοινωνικού συνόλου που υποστηρίζει τις γυναίκες, οι οποίες μιλάνε για τη βία που έχουν δεχτεί και πίσω από πληκτρολόγια και κλειστές παρέες και ομάδες μας αποκαλούν ανασφαλείς και υποκριτές, αλλά είμαστε θύματα κακοποιητών, που η αγάπη που είχαμε να δώσουμε και δώσαμε, ήταν μεγαλύτερη από την πραγματική αγάπη, την οποία λάβαμε. Είμαστε άτομα που είχαμε τόσο πίστη σε άλλα που η αγαθότητα αυτή έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης με τον χειρότερο τρόπο. Δεν ήμασταν ανασφαλείς ή είχαμε αισθήματα κατωτερότητας, αλλά αντιθέτως είμαστε πιο δυνατές, γιατί έχουμε ξεπεράσει όλη αυτή τη προβληματική κατάσταση, που ο καθένας μπορεί να βρεθεί.
Σ’ όλους όσους μας ρωτάνε «γιατί τώρα;» απαντάμε ότι είναι η δική μας ιστορία, ο δικός μας αγώνας να ξεπεράσουμε τα τραύματα, που μας έχουν δημιουργηθεί και να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις αναμνήσεις, που έχουν μείνει. Οπότε, εφόσον, εμείς είμαστε αυτές, που πρέπει να έρθουμε αντιμέτωπες με το παρελθόν μας, εμείς θα είμαστε αυτές, οι οποίες θα διαλέξουμε τη χρονική στιγμή, που θα το πράξουμε. Δεν είναι εύκολο να ξεφύγεις από μία τέτοια κατάσταση, όπου η επιστροφή σ’ έναν κακοποιητή είναι, επίσης, πολύ συχνή, καθώς τόσο η παρουσία του όσο και η απουσία του σου δημιουργούν αρνητικά συναισθήματα, αφού στη μία περίπτωση γυρνάς σε κάτι συνηθισμένο, αλλά προβληματικό, ενώ στη δεύτερη αντιμετωπίζεις κάτι άγνωστο. Γι’ αυτό το λόγο, το κυριότερο βοήθημα σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να αποκτούμε την ανεξαρτησία μας, να γνωρίζουμε ότι μπορούμε να την αποκτήσουμε ξανά είτε αυτή σημαίνει οικονομική ανεξαρτησία είτε να έχουμε τη δυνατότητα να εγκαταλείψουμε το σπίτι μας είτε να μπορούμε να εξαφανιστούμε τελείως απ’ αυτόν.
Σε αυτούς, που μας προτρέπουν να κινηθούμε νομικά είτε να καταφύγουμε σε μια αστυνομική αρχή, είναι φανερό ότι δεν γνωρίζουν το δικαιϊκό σύστημα της χώρας και τους μηχανισμούς της, αλλά και ταυτόχρονα δεν έχουν καταφέρει να κατανοήσουν κάτι σημαντικό. Όταν συνειδητοποιούμε τη βία, την οποία είχαμε δεχτεί από ένα άτομο το οποίο εμπιστευτήκαμε και αγαπήσαμε, δεν υπάρχουν περιθώρια συναισθηματικής δύναμης να κυνηγήσουμε την όποια δικαίωση που μπορεί να μας προσφέρει η ελληνική δικαιοσύνη, κάτι το οποίο έχει καταστεί τόσο απρόσιτο. Παράλληλα, η συναναστροφή με το άτομο πυροδοτεί τραύματα, τα οποία έχουν παραμείνει και αναμνήσεις που προσπαθούμε να ξεχάσουμε.
Δεν είναι, τέλος, λίγες οι φορές που συναντάμε την κακοποίηση στο χώρο εργασίας, όπου η πιο συχνή απάντηση είναι να την εγκαταλείψουμε. Αλλά γιατί να δώσουμε «τη χαρά» ή τη «νίκη» στον κακοποιητή, γιατί να παραμερίσουμε στην άκρη τις δικές μας επιθυμίες, τη δική μας ανέλιξη και να χαραμίσουμε τους δικούς μας κόπους; Γιατί πρέπει να παραμένουμε σιωπηλές και να υπομένουμε αυτή την κατάσταση; Σ’ αυτό θα πρέπει να δώσουν λύσεις οι αρμόδιοι φορείς, ώστε τα άτομα που προβαίνουν σε τέτοιες συμπεριφορές να ελέγχονται άμεσα και αμερόληπτα, ενώ οι ποινές να είναι αυστηρές και γρήγορες.
Επομένως, σε όλα αυτά τα σχόλια και τις αυθεντίες του κοινωνικού συνόλου, απαντάμε ότι η καλύτερη αντιμετώπιση είναι η συμπαράσταση, η ενσυναίσθηση, η συναισθηματική αρωγή, το αντίθετο της υποκρισίας και ψευδό-κατανόησης που επικρατεί. Δεν είμαστε κάτι λιγότερο, δεν είμαστε κάτι σπασμένο, είμαστε πιο δυνατές, είμαστε πιο γενναίες, αλλά είμαστε και πολλές φορές μόνες μας, απέναντι στην κοινωνία, απέναντι στη δικαιοσύνη, απέναντι σε κάθε κακοποιητή. Κι αυτό πρέπει να αλλάξει!