Του Δημήτρη Κυριαζή,
Σε καιρούς χειραφέτησης των κοινωνικών συμπεριφορών και ηθικής αποδέσμευσης των ατομικών και συλλογικών υποκειμένων από τις παλαιότερες αυστηρές πειθαρχήσεις που συμπορεύονταν με τη θρησκευτική έκφραση και την old-school πολιτική δράση, η καταστρατήγηση των ταμπού στιγματίζει την κοινωνική ολότητα, καθορίζει το κοινωνικό πράττειν και συγκροτεί μία νέα ηθική της απελευθέρωσης, αλλά και την αντιφατική —ακόμη και παράταιρη— συνεπαγωγή της τελευταίας.
Παρατηρούμε την απελευθέρωση των ηθικών επιταγών της χριστιανικής ή —συγκαταβατικά πάντα— συντηρητικής ιδεολογικής οικογένειας και πλέον, ο καθένας μιλάει απροκάλυπτα για τις σεξουαλικές του εμπειρίες, τις ψυχικές του εμμονές, τα κοινωνικά του φετίχ. Είναι εντάξει να παραδέχεται κάποιος τις αδυναμίες του, να παραδέχεται τις εξαρτήσεις του, τα σκοτάδια που υποβόσκουν πίσω από κάθε ανθρώπινη δράση. Όλα αυτά έχουν έναν χαρακτήρα χειραφετητικό και απελευθερωτικό απέναντι στις αυστηρές συντηρητικές νόρμες και τις απόλυτες ηθικές περιχαρακώσεις. Η φιλελεύθερη γλώσσα έχει μαλλιάσει να προωθεί την ηθική απονομιμοποίηση και εξάλειψη των ταμπού. Πρέπει όλα να γίνουν γνωστά, όλα να επικοινωνούνται ανεπαίσχυντα, αφιλτράριστα και με μία αχαλίνωτη ροή εξομολογητικού δημόσιου λόγου. Η συντηρητική χριστιανική ηθική κάθε στρώματος αποδομείται και στη θέση της έρχεται μια ηθική του άμετρου και προστατευμένου από τη λογοκρισία ζην. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να κρίνει τη ζωή του άλλου εκτός κι αν η ζωή του έρχεται σε ρήξη με την χαλαρή και αδέσμευτη κουλτούρα της χειραφέτησης. Η μόνη δέσμευση είναι να αποδεσμεύεσαι από τις κοινωνικές και διαπροσωπικές δεσμεύσεις που περιορίζουν και καταπιέζουν τον συναισθηματισμό της στιγμής και τον αυθορμητισμό των παθών. Δεν έχεις σταθερό σύντροφο, οι φίλοι αντικαθίστανται από τις οπορτουνιστικές παρεΐστικες εξόδους, που ενδέχεται να καταλήξουν και σε ευκαιριακό σεξ με κάποιον που μια ώρα πριν ήταν άγνωστος.
Μέσα στα πλαίσια αυτής της ανώδυνης κουλτούρας του «δε βαριέσαι» και του «όλα εμπειρίες είναι», ερχόμαστε αντιμέτωποι με το παράδοξο της εσωστρέφειας και του μυστικισμού που πλαισιώνει το εισόδημα. Το εισόδημα γίνεται ταμπού και με μεγάλη επιφυλακτικότητα σχολιάζεται και απελευθερώνεται από την ιδιωτική σφαίρα και εκτίθεται στη δημόσια. Τουλάχιστον αυτό ισχύει για τα μεσοστρώματα και πάνω, δεδομένου ότι στις ομάδες αυτές το εισόδημα ισοδυναμεί με το κύρος και μάλιστα μπορούμε να πούμε ότι η κοινωνική αυτή σχέση ανάγεται σε ένα σχήμα μαθηματικής αναλογίας. Όσο μεγαλύτερο το εισόδημα τόσο μεγαλύτερη η επιβεβαίωση και η εδραίωση του επικαθορισμένου από το εισόδημα κύρους στον εκάστοτε περίγυρο. Όσο πιο φουσκωμένοι φαντάζουν οι λογαριασμοί, τόσο η καταξίωση αυξάνει και τόσο οι αντιθέσεις γίνονται ευδιάκριτες και αποδεκτές. Όσο τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης μειώνονται και πλησιάζουν αυτά της εργατικής και χαμηλόμισθης, τόσο η ανάγκη για την δημιουργία ενός εισοδηματικού ταμπού γίνεται επιτακτική και σε τελευταία ανάλυση παράγεται, προκειμένου να αποφευχθεί ο ισοσκελισμός και η κοινωνική ταύτιση, με όρους όμως ιεράρχησης της κουλτούρας, των δύο αυτών τάξεων. Κανένας ελεύθερος επαγγελματίας χαμηλής επιχειρηματικής κλίμακας και δραστηριότητας δεν θα ήθελε να παρομοιαστεί —ξεκινώντας πάντα με το πρόταγμα ότι το εισόδημα υποδηλώνει την καταξίωση— με έναν απλό υπάλληλο πολυεθνικής εταιρίας που οι μισθοί του είναι υψηλότεροι του βασικού.
Στην αντίπερα όχθη, το εισόδημα των κατώτερων στρωμάτων δεν είναι παρά το σημείο γύρω από το οποίο συγκροτείται η συνείδηση του πλεμπαίου, του παρακατιανού, αυτού που δεν θα ήθελε κανείς να μοιάσει ή να παρομοιαστεί, αν ανήκει σε διαφορετική θέση κοινωνική. Επομένως, το να υφίσταται το ταμπού του εισοδήματος λειτουργεί υπονομευτικά ως προς το συνανήκειν και τη διαμόρφωση μιας αλληλέγγυας συνείδησης. Το εισόδημα πρέπει να δηλώνεται ρητά στις δημόσιες συζητήσεις, καθώς με βάση αυτό θα εισέλθει ο εργάτης στη συγκρουσιακή κουλτούρα που αντιτίθεται στον οικονομικά και κοινωνικά ανώτερο. Πρέπει να μιλάει ο εργαζόμενος για τα λεφτά που παίρνει, προκειμένου να συστηματοποιεί και να επισπεύδει την ένταξη του στο διπολικό διχοτομικό σχήμα ανάμεσα στον χαμηλοεισοδηματία, και άρα πλεμπαίο, από τη μία πλευρά, και του εισοδηματία που όμως δεν θα ήταν συνετό να μιλάει για τις καταθέσεις του —ή τουλάχιστον ομολογώντας την αλήθεια—, διότι ενδέχεται να εκπέσει στη θέση του κατώτερου και βδελυρού κοινωνικού φαντασιακού, του εργάτη με τα πενιχρά εισοδηματικά αποθέματα.
Οι αντινομίες που πλαισιώνουν την επιχειρηματολογία του φιλελεύθερου χώρου γύρω από την «επιζήμια» και «σκοταδιστική» επίδραση της κουλτούρας των ταμπού ως προς την χειραφέτηση του «αδέσμευτου» ατόμου, προκαλούν μία σύγχυση και μια δυσαρμονία σχετικά με την ευστοχία της κριτικής του. Μια επιχειρηματολογία που αντιφάσκει και στέκεται ανίκανη να δώσει πειστικές απαντήσεις απέναντι σε ζητήματα όξυνσης των οικονομικών αντιθέσεων και ασυμβίβαστων πολιτισμικών συμφερόντων. Το εισόδημα μένει στο απυρόβλητο της κριτικής τη στιγμή που το άτομο είναι πιο εκτεθειμένο κοινωνικά και προσωπικά από ποτέ. Απογυμνωμένος από τα πρότυπα που προτάσσουν μία κοινωνική —έστω και καθ΄ υπερβολήν— αιδώ και απορροφημένος παράλληλα από την κουλτούρα πολιτικής ορθότητας, ο εν λόγω χώρος αρνείται να συμπεριλάβει και να δεχθεί τις οικονομικές αντιθέσεις που είναι πλείστα επιδραστικές ως προς την όξυνση των άνισων ευκαιριών, και, πρωτίστως, να απαγκιστρωθεί επιτέλους από την κατ΄ επίφαση οικονομική άνθιση και εδραίωση του κύρους της.
Ένα παιχνίδι ρόλων που πλέον έχουν κουραστεί μέχρι και οι θεατές να το χειροκροτούν και να προσπαθούν να το μιμηθούν. Είναι ξεκάθαρο πως τα μεσοστρώματα παύουν να είναι σιγά-σιγά μεσοστρώματα και το κατώφλι της υψηλής κοινωνίας. Μέσα σε στιγμές άμετρης έκθεσης του εαυτού, το ταμπού του εισοδήματος προσπαθεί μανιωδώς να κρατήσει όρθιο έναν χώρο ιδεών και μια κοινωνική κουλτούρα, της οποίας η πολιτική βαρύτητα έχει εκπέσει σε έναν έσχατο βαθμό αδιαφορίας από πολλούς, αποτελώντας έτσι στα μάτια τους μια απλή καρικατούρα.