Της Μαρίνας Κισσούδη,
Οι σχέσεις κάθε κράτους με τις διάφορες θρησκείες εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες: κοινωνικούς, πολιτιστικούς και πολιτικούς. Γι’ αυτό, απαιτούν λεπτούς χειρισμούς και ρυθμίσεις ισορροπίας, που διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Αυτό το δύσκολο εγχείρημα έχει αναλάβει να καλύψει το Εκκλησιαστικό Δίκαιο, ένας ιδιόμορφος κλάδος δικαίου. Στην ουσία, πρόκειται για ένα σύνολο κανόνων δικαίου, που ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις της Εκκλησίας (εσωτερικές κι εξωτερικές), χωρίς να έχει σημασία εάν αυτές οι διατάξεις θεσπίστηκαν από την Εκκλησία ή το κράτος. Το Εκκλησιαστικό Δίκαιο αφορά όχι μόνο τη χριστιανική Εκκλησία, αλλά κι όσα θρησκεύματα προστατεύονται από το Σύνταγμα, κι έχει ως αντικείμενο τη συνταγματική διαμόρφωση των σχέσεων Κράτους κι Εκκλησίας, όπως και το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, το οποίο προστατεύεται τόσο από το διεθνές όσο κι από το ελληνικό δίκαιο. Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, το Εκκλησιαστικό Δίκαιο είναι ένας ιδιόμορφος κλάδος του δικαίου, που ωστόσο εμφανίζει στενότερους δεσμούς με το Συνταγματικό κι εν γένει το Δημόσιο Δίκαιο, καθώς το σύνολο των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων αναγνωρίζονται ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (άρθρο 1 παρ.4 ν.590/1977, «Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδας [ΚΧΕΕ]»).
Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, οι κανόνες του Εκκλησιαστικού Δικαίου δεν είναι κοινοί και δεν ισχύουν ενιαία ακόμη και στο εσωτερικό της ελληνικής επικράτειας. Στη χώρα μας, συνυπάρχουν οι εξής πέντε ορθόδοξες εκκλησιαστικές δικαιοταξίες: α) η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, β) οι Μητροπόλεις των Νέων Χωρών (εννοώντας Μητροπόλεις κυρίως της Μακεδονίας και της Θράκης), γ) η Ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης, δ) η Αυτοδιοίκητη Μοναστική Πολιτεία του Αγίου Όρους κι ε) οι Εκκλησιαστικές Επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα Δωδεκάνησα. Η διαφοροποίησή τους έγκειται στον βαθμό της διοικητικής εξαρτήσεως κάθε μίας από τη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος από τη μια να απολαμβάνει πλήρη διοικητική ανεξαρτησία, ενώ από την άλλη, με το σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων να εξαρτάται απόλυτα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Το σημαντικότερο νομοθέτημα που ρυθμίζει τις σχέσεις ελληνικού Κράτους κι Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ο «Καταστατικός Χάρτης», ο οποίος είναι νόμος που ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής (άρθρο 72 παρ.1 Συντ.). Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τρεις διαφορετικούς Καταστατικούς Χάρτες: α) τον ν. 590/1977 για τις έννομες σχέσεις της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών με το κράτος, β) τον ν. 4149/1961 για το καθεστώς της Εκκλησίας της Κρήτης και γ) το ν.δ. 16/9/1926 για το Άγιο Όρος. Σύμφωνα με το δικαίωμα της θρησκευτικής αυτοδιοικήσεως, που κατοχυρώνεται συνταγματικά στο άρθρο 13 και στο άρθρο 9 ΕΣΔΑ, προστατεύεται πλήρως η ελευθερία αυτοδιοργάνωσης κι αυτοδιοίκησης της Εκκλησίας. Έτσι, οι πηγές του Εκκλησιαστικού Δικαίου μπορεί να προέρχονται είτε από πολιτειακά είτε από εκκλησιαστικά δικαιοπαραγωγικά όργανα. Θεμελιώδη πηγή αποτελεί το Σύνταγμα και, πιο συγκεκριμένα, τα άρθρα 3 (σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας), 13 (δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας), 18 παρ.8 (προστασία της περιουσίας των πρεσβυγενών Πατριαρχείων, που βρίσκεται στην Ελλάδα), 72 παρ.1 (η αρμοδιότητα της Ολομέλειας της Βουλής για την ψήφιση νόμων με εκκλησιαστικό περιεχόμενο) και 105 (καθεστώς της Μοναστικής Πολιτείας του Αγίου Όρους).
Παράλληλα, το Εκκλησιαστικό Δίκαιο πηγάζει κι από διεθνείς συνθήκες, όπως η ΕΣΔΑ, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 Συντ έχουν επικυρωθεί με νόμο της Βουλής κι έχουν καταστεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού δικαίου, με αυξημένη τυπική ισχύ. Εκτός από νόμους, διατάγματα κι υπουργικές αποφάσεις, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, η ίδια η Εκκλησία μπορεί να εκδίδει κανονιστικές αποφάσεις. Αναλυτικότερα, οι Καταστατικοί Χάρτες εξουσιοδοτούν την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και την Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας της Κρήτης να εκδίδουν κανονιστικές αποφάσεις. Η νομοθετική εξουσιοδότηση που παρέχεται από τους Καταστατικούς Χάρτες στηρίζεται στο άρθρο 43 παρ.2 Συντ. περί της ρύθμισης θεμάτων με ειδικό, τεχνικό ή τοπικό χαρακτήρα. Οι εκκλησιαστικοί κανονισμοί υπόκεινται στον ακυρωτικό έλεγχο του ΣτΕ για τυχόν έλλειψη ή υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδότησης.
Όλα τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν ως κοινό σημείο αναφοράς τον σεβασμό της θρησκευτικής ελευθερίας και την απαγόρευση των θρησκευτικών διακρίσεων, που κατοχυρώνονται συνταγματικά. Κάθε ευρωπαϊκό κράτος –όντας θρησκευτικά ουδέτερο– καλείται να επιλέξει ένα εκ των τριών συστημάτων, για να διέπει τις πολιτειακές σχέσεις μεταξύ Κράτους κι Εκκλησίας. Το πρώτο σύστημα ονομάζεται σύστημα ενώσεως, όπου το κράτος διατηρεί για παραδοσιακούς κοινωνικούς και πολιτιστικούς λόγους μία στενότερη διοικητική σχέση με ορισμένη εκκλησία, η οποία αναγνωρίζεται πανηγυρικά ως επίσημη, κρατική ή πλειοψηφούσα. Αυτό σημαίνει ότι προς όφελος της συγκεκριμένης Εκκλησίας επιφυλάσσεται μία λιγότερο ή περισσότερο ευνοϊκή κρατική μεταχείριση, ζήτημα που διαφέρει από χώρα σε χώρα. Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες που ακολουθεί το σύστημα της ενώσεως. Αντιθέτως, το σύστημα χωρισμού επιβάλλει μία πολιτική συνεπέστερης θρησκευτικής ουδετερότητας με αποτέλεσμα της εκκοσμίκευση των δημοσίων θεσμών και τον περιορισμό του θρησκευτικού φαινομένου στην ιδιωτική σφαίρα των πολιτών. Όσον αφορά το σύστημα της φιλικής, καλόπιστης κι αμοιβαίας συνεργασίας πρόκειται για ένα ενδιάμεσο σύστημα κατά το οποίο η Πολιτεία συνεργάζεται με τα πολυπληθέστερα θρησκεύματα, ώστε να εξυπηρετούνται ευκολότερα ορισμένοι κοινωνικοί σκοποί.
Στην Ελλάδα, πριν τη ψήφιση του Συντάγματος του 1975, επικρατούσε ένα καθεστώς ασφυκτικής πολιτειοκρατίας στις σχέσεις Κράτους κι Εκκλησίας. Πλέον το άρθρο 3 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζει ότι «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού…». Η κρατούσα γνώμη ως προς την ερμηνεία του όρου «επικρατούσα θρησκεία» υποστηρίζει πως αυτός αποτελεί απλή διακήρυξη ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, χωρίς να έχει κάποιον κανονιστικό χαρακτήρα.
Παρόλο που η χώρα μας έχει υιοθετήσει το σύστημα της ενώσεως, αυτό δεν χαρακτηρίζεται από απολυτότητα. Για του λόγου το αληθές, κατά τη διαμόρφωση του ισχύοντος Συντάγματος, η τότε Κυβέρνηση είχε πρόθεση τον συνταγματικό χωρισμό Εκκλησίας – Κράτους. Η χαλάρωση της πολιτειοκρατίας προκύπτει αρχικά από το γεγονός ότι οι διατάξεις που αφορούν τις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους βρίσκονται στο τρίτο άρθρο του Συντάγματος, κι όχι στο πρώτο. Πλέον, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν απαιτείται να είναι χριστιανός ορθόδοξος και δεν υπόσχεται να προστατεύει την επικρατούσα θρησκεία (άρθρα 31 και 33 παρ.2 Συντ.). Επιπρόσθετα, απαγορεύθηκε ο προσηλυτισμός, όταν αυτός διενεργείται κατά οποιασδήποτε γνωστής θρησκείας, κι όχι μόνο κατά της Ορθόδοξης Εκκλησίας (άρθρο 13 παρ.2 Συντ.), ενώ επιτρέπεται κι η κατάσχεση εφημερίδων κι άλλων εντύπων που περιέχουν δημοσίευμα προσβλητικό για κάθε γνωστή θρησκεία κι όχι μόνο κατά του χριστιανισμού (άρθρο 14 παρ.3 εδ.α Συντ.).
Πάντως, το Ελληνικό Κράτος συνεχίζει να ασκεί διοικητική εποπτεία στην Ορθόδοξη Εκκλησία, κυρίως μέσω του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων και του Υπουργείου Εξωτερικών. Ο κρατικός έλεγχος περιορίζεται α) στην αναγκαία σύμπραξη της Πολιτείας για την τελείωση μίας πράξης εκκλησιαστικής αρχής, β) στη συμμετοχή κρατικών λειτουργών σε συλλογικά διοικητικά όργανα της Εκκλησίας ή γ) στην παροχή κρατικής έγκρισης, ώστε πράξεις των εκκλησιαστικών διοικητικών αρχών να καταστούν εκτελεστές. Με βάση όσα αναλύθηκαν πιο πάνω, ποιο σύστημα θεωρείτε ότι διατηρεί την απαραίτητη ισορροπία μεταξύ Κράτους κι Εκκλησίας: το σύστημα της ενώσεως ή το σύστημα του χωρισμού; Η Ελλάδα είναι ένα κράτος αποκομμένο, εξαρτώμενο ή απλώς αποστασιοποιημένο από την Εκκλησία;
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Κωνσταντίνος Γ. Παπαγεωργίου, Εκκλησιαστικό Δίκαιο: Θεωρία και Νομολογία, Εκδόσεις Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη, 2023.