Της Ελένης Κοκαβέση,
Στις μέρες μας, πολύς λόγος γίνεται για το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και το κατά πόσον είναι ανεξάρτητο ή η δικαιοσύνη είναι «τυφλή». Στην καθημερινότητά μας, θα ακούσουμε πολλούς συμπολίτες μας να ισχυρίζονται ότι οι δικαστικοί λειτουργοί δεν επιτελούν με απόλυτη ανεξαρτησία το έργο τους και ότι επηρεάζονται από την εκάστοτε πολιτική εξουσία. Αυτοί οι προβληματισμοί εγείρονται από κάποιες συνταγματικές διατάξεις που αφήνουν περιθώρια στην εκτελεστική εξουσία να εισέρχεται στο πεδίο της δικαστικής εξουσίας. Τελικά, η δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και ασκεί ακώλυτα το έργο της ή η δικαιοσύνη ελέγχεται από την εκτελεστική εξουσία; Αρχικά, το Σύνταγμα κατοχυρώνει την αρχή διάκρισης των λειτουργιών στο άρθρο 26Σ. Σύμφωνα με την αρχή διάκρισης των λειτουργιών, υπάρχουν τρεις βασικές λειτουργίες: η νομοθετική λειτουργία, η εκτελεστική και η δικαστική λειτουργία. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από την Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση, ενώ η δικαστική λειτουργία από τα εθνικά δικαστήρια.
Από το άρθρο, διαφαίνεται πως, ενώ οι τρεις λειτουργίες διακρίνονται μεταξύ τους, παρατηρείται σύγχυση των λειτουργιών, όπως για παράδειγμα, στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος ασκεί την νομοθετική λειτουργία μαζί με το Κοινοβούλιο αλλά και την εκτελεστική μαζί με την Κυβέρνηση. Αυτή η ρύθμιση στο παρελθόν είχε δημιουργήσει αρκετά προβλήματα, λόγω των «υπερεξουσιών» που είχαν συγκεντρωθεί στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Το πρόβλημα λύθηκε με την αναθεώρηση του 1986 —που αποσκοπούσε στον περιορισμό των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας— όπου ο ρόλος του αρχηγού του κράτους κατέστη ρυθμιστικός σε ένα αμιγώς κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης. Πλέον, χάρις και τον θεσμό της προσυπογραφής (άρθρο 35Σ), ο ΠτΔ είναι «πολιτικά ανεύθυνος». Αυτό σημαίνει ότι ο ΠτΔ δεν μπορεί να εκδώσει καμία πράξη χωρίς την απαιτούμενη προσυπογραφή από το Υπουργικό Συμβούλιο. Επομένως, για τις πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, την πολιτική ευθύνη φέρνει η Κυβέρνηση.
Εκ πρώτης όψεως, διαβάζοντας κάποιος το άρθρο 26 παρατηρεί ότι η δικαστική εξουσία είναι ανεξάρτητη από τις άλλες δύο λειτουργίες, κατοχυρώνοντας έτσι μια τυπική ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας. Δεν υπάρχει κάποιο άλλο όργανο επιφορτισμένο να απονέμει δικαιοσύνη, εκτός από τα δικαστήρια. Αυτό φαίνεται από το άρθρο 87Σ που ορίζει ότι: «η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία» και συνεχίζει στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου «οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους». Κατοχυρώνεται, δηλαδή, η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών.
Το άρθρο 88Σ διαπνέεται στο ίδιο μήκος κύματος, κατοχυρώνοντας την «ισοβιότητα» των δικαστικών λειτουργών αλλά και την υπηρεσιακή κατάστασή τους, ρυθμίζοντας τις σημαντικότερες υπηρεσιακές μεταβολές. Το άρθρο 90Σ, ακολουθώντας την ιδέα της αυτοδιοίκησης των ελληνικών δικαστηρίων, ορίζει ότι «οι προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών λειτουργών, ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου». Το Συμβούλιο συγκροτείται με αυξημένη σύνθεση όταν κρίνει για προαγωγές στις θέσεις των συμβούλων της Επικρατείας, Αεροπαγίτων, αντιεισαγγελέων του Αρείου Πάγου, συμβούλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Προέδρων Εφετών και Εισαγγελέων Εφετών, καθώς και για την επιλογή των μελών των Γενικών Επιτροπειών των διοικητικών δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Το πρόβλημα ανακύπτει παρακάτω. Στην παρ. 3 του άρθρου 90, κατοχυρώνεται το δικαίωμα του Υπουργού Δικαιοσύνης, σε περίπτωση που διαφωνεί με την κρίση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, να παραπέμπει το ζήτημα στην ολομέλεια του οικείου Ανώτατου Δικαστηρίου για να επιληφθεί επί του γεγονότος. Δικαίωμα προσφυγής έχει φυσικά και ο δικαστής, κατά του οποίου ασκείται η προσφυγή από τον Υπουργό. Η απόφαση της Ολομέλειας —στην οποία έχει παραπεμφθεί η προσφυγή ως δευτεροβάθμιο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο— για το ζήτημα είναι υποχρεωτική προς τον Υπουργό. Επομένως, από αυτή την παράγραφο του άρθρου, βλέπουμε πώς θεσμοθετείται το δικαίωμα του Υπουργού Δικαιοσύνης, εάν διαφωνεί με την κρίση του δικαστηρίου να παραπέμπει την υπόθεση. Άρα, κατοχυρώνεται κατά κάποιον τρόπο μια «απόπειρα ελέγχου» της απόφασης του Δικαστικού Συμβουλίου από την εκτελεστική εξουσία.
Στην παρ. 5 του ίδιου άρθρου, κατοχυρώνεται μία αρκετά προβληματική διάταξη που έχει συζητηθεί αρκετά και αμφισβητείται από πολλούς η συνταγματικότητά της. Σύμφωνα με το άρθρο, «Οι προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του ΣτΕ του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου». Αυτό σημαίνει ότι η ανάδειξη της ηγεσίας της δικαιοσύνης γίνεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Μία διάταξη που δημιουργεί σοβαρά προβλήματα, λόγω προσπάθειας κυβερνητικής επιρροής στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης.
Πρόκειται για ένα μηχανισμό ευθείας επιρροής της Κυβέρνησης που διαταράσσει τον κανόνα της αυτοδιοίκησης της δικαιοσύνης. Κατά καιρούς, Κυβερνήσεις έχουν χρησιμοποιήσει αυτήν την διάταξη για να επηρεάσουν το δικαστικό σύστημα, τοποθετώντας σε ανώτερες ιεραρχικά θέσεις δικαστικούς λειτουργούς χαμηλότερης βαθμίδας —παρακάμπτοντας την δικαστική ιεραρχία— ή φιλικά προσκείμενους προς την Κυβέρνησή τους. Έχει συμβεί, επίσης, απερχόμενες Κυβερνήσεις να διορίσουν Προέδρους Ανώτατων Δικαστηρίων κατά την περίοδο εθνικών εκλογών, χωρίς την απαραίτητη πολιτική νομιμοποίηση από την Βουλή. Όπως αναφέρει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Ξενοφών Κοντιάδης, η πρόκληση που αντιμετωπίζει η Κυβέρνηση κατά την επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, αν θέλει να κινηθεί εντός της δημοκρατικής τάξης, είναι οι επιλογές της να μην κινδυνεύσουν να χαρακτηρισθούν ως αυθαίρετες. Θα πρέπει οι επιλογές της Κυβέρνησης να βασίζονται στην αξιοκρατία και τον σεβασμό στην ιεραρχία, δικαιολογημένες με ευρύτερο consensus από τον νομικό κόσμο, κάτι αρκετά δύσκολο, καθώς σπανίζουν οι περιπτώσεις που οι Κυβερνήσεις έχουν ακολουθήσει αυτά τα κριτήρια.
Ευλόγως, λοιπόν, αμφισβητείται η συνταγματικότητα αυτής της διάταξης που διαταράσσει το έργο της δικαιοσύνης και δίνει την δυνατότητα στις Κυβερνήσεις να παρεμβαίνουν στο δικαστικό σύστημα. Πολλές συζητήσεις γίνονται για αναθεώρηση του συγκεκριμένου άρθρου από έγκριτους νομικούς, αλλά και από κόμματα της αντιπολίτευσης που κατακρίνουν τις Κυβερνήσεις όταν κάνουν εφαρμογή του άρθρου. Οι Κυβερνήσεις, από την μία παραδέχονται τα συνταγματικά κενά που ανακύπτουν, από την άλλη, δεν διστάζουν να εφαρμόζουν την διάταξη. Δεδομένο αποτελεί πως όσο υπάρχει αυτή η παράγραφος του άρθρου 90, οι συζητήσεις περί συνταγματικότητας θα συνεχίζουν να εγείρονται και η ανάγκη αποσαφήνισης της διάταξης και κατοχύρωσης ασφαλιστικών δικλείδων γίνεται περισσότερο επιτακτική. Όσο δίνεται η δυνατότητα στις Κυβερνήσεις να έχουν λόγο στην επιλογή ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων, η αμφισβήτηση για την ανεξαρτησία της εθνικής έννομης τάξης και το κύρος των δικαστικών αποφάσεων θα συνεχίσει να υφίσταται!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Φίλιππος Κ. Σπυρόπουλος, Συνταγματικό Δίκαιο, 2η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2020.
- Ξενοφών Κοντιάδης, Αξιοκρατία στην επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, Η πρόκληση που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση κατά την επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, αν θέλει να κινηθεί εντός της δημοκρατικής μας τάξης είναι οι επιλογές της να μην κινδυνεύσουν να χαρακτηρισθούν ως αυθαίρετες, syntagmawatch.gr. Διαθέσιμο εδώ