8.7 C
Athens
Πέμπτη, 16 Ιανουαρίου, 2025
ΑρχικήΚοινωνίαVibes, cringe και «σ’αγαπώ»: Όταν τα ελληνικά μας «κριντζάρουν»

Vibes, cringe και «σ’αγαπώ»: Όταν τα ελληνικά μας «κριντζάρουν»


Του Κωνσταντίνου Μπαρτζώκα,

Λέμε ότι στην κοινωνία της παγκοσμιοποίησης οι άνθρωποι και οι γλώσσες αλληλοεπιδρούν χωρίς προηγούμενο. Ίσως πιο ακριβής να είναι ο χαρακτηρισμός ότι ο υπόλοιπος κόσμος (παρ)ακολουθεί την Αμερική και το παράδειγμά της. Διότι δεν έχουμε την ίδια επιρροή από άλλες χώρες. Δεν έχουμε επιρροές από τη Λιθουανία, για παράδειγμα, το Καζακστάν, την Αρμενία, τη Βιρμανία, την Κένυα, την Ουρουγουάη κτλ. Ούτε από μεγαλύτερες πληθυσμιακά χώρες από τις ΗΠΑ έχουμε ιδιαίτερες επιρροές, από Ινδία για παράδειγμα, ή Κίνα (όπου και ανήκει το Τiktok).

Βλέπουμε μόνο τι συμβαίνει στις ΗΠΑ, μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Κάθε μέρα, ακούμε τις ιδέες τους, βλέπουμε τις συνήθειές τους. Και, ταυτόχρονα, θέλουμε να μιμηθούμε, γιατί νιώθουμε ανασφάλεια, νιώθουμε ότι μας «ξεβλαχεύουν», μας μυούν στον «πολιτισμό». Σίγουρα έχει να επιδείξει πολιτισμό και η Αμερική, και το πρόβλημα δεν είναι η συνειδητή κατανάλωση περιεχομένου, αλλά η ασυνείδητη. Και έτσι, η αποικιοκρατία συνεχίζεται.

Η έκθεση αυτή στα ξένα μέσα έχει αντίκτυπο και στη γλώσσα μας. Όταν διαβάζουμε και ακούμε αγγλικά συνέχεια, εν τέλει σκεφτόμαστε στα αγγλικά και μιλάμε επίσης. Βλέπουμε ξένες (αγγλόφωνες) σειρές και ταυτιζόμαστε με τους χαρακτήρες και με τον τρόπο που επικοινωνούν. Όταν σε μία σκηνή, για παράδειγμα, κάποιος αποχωρεί και αποχαιρετά τους άλλους λέγοντας “Love you, bye!”, μας αρέσει, μας φαίνεται cute (και όχι «χαριτωμένο») και μπορεί να μας εμπνέει να το λέμε μεταξύ μας. Αλλά δεν μπορούμε να πούμε «Αντίο, σ’ αγαπώ». Ακούγεται παράξενο. Μπορούμε να πούμε σε κάποιον “Miss you”, αλλά όχι «Μου λείπεις». Ακόμα και το “sorry” το λέει κανείς πιο εύκολα απ’ ότι το «συγγνώμη».

Ο λόγος που οι ξένες λέξεις μας ακούγονται πιο ανάλαφρες είναι επειδή δεν είναι μητρική μας γλώσσα τα αγγλικά. Και, συνεπώς, δεν φέρουν το συναίσθημα που μας φέρνουν οι ελληνικές λέξεις. Οπότε τις λέμε πιο εύκολα. Εκφράζουμε αυτά που θέλουμε να πούμε χωρίς τη συναισθηματική φόρτιση του «Σ’ αγαπώ» και του «Μου λείπεις». Ζούμε σε μια κοινωνία που θεωρούμε πιο «ανοιχτή» από ποτέ, αλλά, παράλληλα, νιώθουμε πιο ευάλωτοι και μη διατεθειμένοι να εκφραστούμε συναισθηματικά. Βέβαια, ίσως υπάρχει και η τάση να θέλουμε εκφραζόμαστε πιο ανάλαφρα, χωρίς να εκτιθέμεθα υπερβολικά. Αλλά, αν το δούμε και από την πλευρά των Αμερικανών (ή όπως απεικονίζονται στις σειρές), και αυτοί φαίνεται να λένε πιο εύκολα το “Love you” και “Miss you”, παρ’ όλο που είναι η μητρική τους γλώσσα. Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον θέμα που αξίζει περισσότερη έρευνα και ανάλυση.

Πηγή εικόνας: Unsplash.com / Δικαιώματα χρήσης: Fabs

Από την άλλη πλευρά, η χρήση ξένης ορολογίας σχετίζεται και με την ανάγκη του ατόμου να ξεφύγει από την πραγματικότητα που ζει. Βιώνουμε τα προβλήματα στην καθημερινότητά μας και φαντασιωνόμαστε ότι κάπου αλλού είναι καλύτερα. Ότι στην Αμερική θα ήταν καλύτερη η ζωή. Της προσδίδουμε μία μορφή ουτοπίας στο μυαλό μας και φαντασιωνόμαστε. Και η γλώσσα είναι τα όρια της σκέψης, οπότε και η φαντασίωση φτάνει μέχρι εκεί που φτάνει η γλώσσα. Και έτσι συντηρείται. Υπάρχει ως ένα βαθμό το αίσθημα της κατωτερότητας και η προσπάθεια να αποτινάξουμε τη «χωριάτικη» καταγωγή μας. Αλλά δεν είναι μόνο η κατωτερότητα· είναι και η ανάγκη να ταυτιστούμε με περισσότερο κόσμο. Μέσω της αγγλικής γλώσσας και της κουλτούρας των μέσων ταυτιζόμαστε με όλον τον κόσμο (δεδομένου ότι πέρα από τους Αμερικανούς, και ο υπόλοιπος κόσμος ταυτίζεται με αυτήν την κουλτούρα). Και είναι γλυκό το συναίσθημα ότι ανήκουμε σε μια τεράστια κοινότητα, όπου επικοινωνούμε με το ίδιο χιούμορ, έχουμε τις ίδιες ιδεολογίες. Είναι ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα, που μόνο το διαδίκτυο και τα μέσα έχουν καταστήσει δυνατό. Μας κάνει να νιώθουμε «κουλ» και προχωρημένοι.

Ταυτιζόμαστε, επομένως, με όρους και έννοιες που υπάρχουν στο εξωτερικό. Μου φαίνεται ότι η έννοια «ξενόφερτος» ίσως δεν περιγράφει με ακρίβεια αυτό που συμβαίνει, γιατί δεν μιλάμε για κουλτούρα που έχει εισαχθεί και αφομοιώνεται με τους ντόπιους, αλλά μια κουλτούρα-φαντασίωση που υπάρχει κάπου αλλού και εμείς μέσω της «πύλης» που ονομάζεται διαδίκτυο, προσπαθούμε να συμμετάσχουμε σε αυτή, να βιώσουμε ένα κομμάτι της σε ένα άλλο πλαίσιο, μακριά από την πραγματική μας ζωή. Γι’ αυτό και πολλά πράγματα που βιώνουμε, πλέον, είναι αποκομμένα από τη δικιά μας κουλτούρα. Όταν για παράδειγμα, κάτι μας κάνει “trigger”, είναι μια ψυχολογική αντίδραση που για κάποιον λόγο δεν μπορούμε να περιγράψουμε με ελληνικό όρο. Όταν κάτι είναι “cringe”, μας κάνει να «κριντζάρουμε» (οι ελληνικοί χαρακτήρες δείχνουν ότι έχει ενταχθεί για τα καλά στο λεξιλόγιό μας αυτή η λέξη), δεν είναι απλά ένας «μορφασμός», όπως είναι στα ελληνικά η μετάφραση του «κριντζ», αλλά κάτι παραπάνω.

Ακόμη, όταν μια ευχάριστη κατάσταση την χαρακτηρίζουμε “wholesome”, ούτε αυτή μεταφράζεται. Ακόμα και το “vibe” ή τα “vibes” είναι κάτι παραπάνω από μια «αύρα» ή «ατμόσφαιρα». Μπορούμε να πάμε έξω να φάμε “brunch”, αλλά όχι πρωινό, ούτε καν δεκατιανό. Είναι πρωτοποριακή εφεύρεση τα “scrambled eggs”. Το να κάνουμε “overthinking” είναι κάτι περισσότερο από το να «σκεφτόμαστε κάτι υπερβολικά», ενέχει, ίσως, και έναν βαθμό εμμονής στη σκέψη, γιατί η λέξη αυτή εκφράζεται σε αυτό το πλαίσιο στα σόσιαλ. Για να μη μιλήσουμε και για το “legit” που για κάποιον λόγο δεν σημαίνει απλά «έγκυρος». Δηλαδή να πούμε «έχεις ένα legit επιχείρημα» και όχι ένα «έγκυρο επιχείρημα». Πολλές λέξεις έρχονται και φεύγουν. Λέγαμε πριν από λίγο καιρό “demure” για κάτι που κάπως στα ελληνικά θα μεταφράζαμε ως «ταπεινό». Τώρα, μετά από μερικές εβδομάδες πάει, έφυγε, δεν μας εκφράζει πια. Μας εκφράζουν πράγματα που είναι “relatable”, που ταυτιζόμαστε.

Πηγή εικόνας: Unsplash.com / Δικαιώματα χρήσης: Caramel

Το μεγαλύτερο μέρος των λέξεων που χρησιμοποιούμε στα αγγλικά και δεν μεταφράζονται είναι τα επίθετα. Γιατί τα επίθετα εκφράζουν συναισθήματα· τη χροιά, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα. Και δεν μεταφράζονται γιατί εκφράζουν συναισθήματα και σκέψεις που δεν εκφράζονται στην Ελλάδα, αλλά κάπου αλλού, σε αυτόν τον εικονικό, διαδικτυακό χώρο. Ή, μήπως, υπάρχει τελικά αντιστοιχία και μπορούν να μεταφραστούν; Μήπως αυτή η χροιά που νομίζουμε ότι έχουν οι ξένοι όροι δεν είναι τόσο μοναδική όσο νομίζουμε; Και να ισχύει αυτό, σημασία έχει το πώς νιώθουμε εμείς. Οι λέξεις δεν έχουν πραγματική σημασία, πέρα από αυτήν που τις δίνουμε εμείς. Και είναι λογικό να βιώνουμε συναισθήματα, με τρόπο που δεν τα βίωναν οι προηγούμενοί μας.

Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις που ακούει κανείς τον κόσμο να μιλάει κάπως έτσι: «Αν ψάχνεις συνεχώς validation από τους άλλους, αυτό είναι ένα indication ότι πρέπει να κάνεις grow σαν άνθρωπος και να κάνεις redefine τα values σου». Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, κάλλιστα θα μπορούσαν να μεταφραστούν στα ελληνικά οι λέξεις αυτές χωρίς να χάσουν τη χροιά τους. Ίσως είναι το αποτέλεσμα υπερβολικής έκθεσης σε βαθμό που ξεχνάει κάποιος τα ελληνικά, αλλά δεν σημαίνει ότι μιλάει απαραίτητα κανείς και καλά αγγλικά, μόνο και μόνο επειδή ξέρει λεξιλόγιο proficiency. Αυτή η υβριδική γλώσσα είναι για μένα μία προβληματική κατάληξη.

Πηγή εικόνας: Unsplash.com / Δικαιώματα χρήσης: Brett Jordan

Δεν ξέρω ποια είναι η λύση. Ίσως να σταματήσουμε να νιώθουμε κατωτερότητα και ντροπή που δεν είμαστε Νεοϋορκέζοι ή Λοσαντζελιώτες, αλλά απλά Έλληνες επαρχιώτες, χωριάτες ή Αθηναίοι (από το μεγάλο χωριό δηλαδή). Εμείς δίνουμε αξία στον εαυτό μας και στην κουλτούρα μας. Έτσι, ίσως να σταματήσουμε να νιώθουμε την ανάγκη να ζούμε στον εικονικό κόσμο της φαντασίωσης και να προσγειωθούμε στην πραγματικότητα.

Για την ακρίβεια, στο Βερολίνο έτυχε να γνωρίσω μία κοπέλα από τη Νέα Υόρκη και έναν Καναδό που γύρισαν τη Βόρεια Ελλάδα και έκαναν κυνήγι μανιταριών στην Πίνδο και μου είπαν ότι τους ενθουσίασε. Μου είχε κάνει εντύπωση που ήρθαν από την Αμερική σε αυτό το κομμάτι της Ελλάδας και όταν τους εξέφρασα αυτήν την απορία μου, τί τους τράβηξε εκεί, μου είπαν ότι είναι πανέμορφο μέρος με ξεχωριστούς ανθρώπους, και ότι δεν υστερεί σε σχέση με κάποιο άλλο μέρος. Ίσως τέτοιου είδους σχόλια, ειδικά από ξένους, μας βοηθάνε να δούμε με άλλο μάτι το υπόβαθρο και την κουλτούρα μας και να παραμένουμε πιο συνειδητοποιημένοι και «προσγειωμένοι» (και όχι “down-to-earth”).


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • «Διαβάζω, γράφω, σκέφτομαι στα αγγλικά. Μετά πώς να μιλήσω ελληνικά; Give me a break», Lifo.gr, διαθέσιμο εδώ
  • “Demure”: Τι σημαίνει η πιο viral λέξη του 2024, parallaximag.gr, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Μπαρτζώκας
Κωνσταντίνος Μπαρτζώκας
Γεννήθηκε στην Καστοριά και μεγάλωσε στην Καρδίτσα. Σπουδάζει στο Τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ, ενώ στον ελεύθερο χρόνο του διαβάζει βιβλία και παρακολουθεί ταινίες.