Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Τα απομνημονεύματα της πρώην Καγκελαρίου της Γερμανίας, Angela Merkel, προκάλεσαν αίσθηση στην Ελλάδα κυρίως με τη δημοσιοποίηση της οπτικής της για την ελληνική κρίση καθώς και την άποψής της για τους Πρωθυπουργούς των μνημονιακών χρόνων. Ποια είναι, όμως, η πραγματική αξία της άποψης της Merkel;
Καταρχάς, σύμφωνα με τα αποσπάσματα των απομνημονευμάτων της, που έχουν δημοσιοποιηθεί έως σήμερα στον ελληνικό τύπο, η Angela Merkel επιχειρεί να δικαιώσει πλήρως την πολυετή της θητεία στη γερμανική Καγκελαρία. Δεν μετανιώνει για κάτι, από όσα έπραξε κατά τα 16 έτη της θητείας της, συμπεριφορά που από μόνη της είναι προβληματική. Αυτή η προκλητική απουσία αυτοκριτικής είναι απολύτως συμβατή με την πολιτική ακαμψία η οποία ανέκαθεν τη χαρακτήριζε καθώς και τη γενικότερη γερμανική ροπή προς τον αυταρχισμό.
Κατά την περίοδο της ηγεσίας της Merkel και των διαδόχων της, όλες οι μεγάλες κρίσεις που βίωσε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα —οικονομική, μεταναστευτική, ενεργειακή— αντιμετωπίστηκαν με τρόπους που υπέσκαπταν τα θεμέλιά του. Αυτό γιατί, όλες οι κινήσεις υπάκουαν σε έναν στυγνό πλην μυωπικό κυνισμό, δημιούργημα της διαχρονικής γερμανικής σκέψης, του μακραίωνου αυταρχικού πνεύματος που χαρακτηρίζει ιστορία της και την κυρίαρχη προτεσταντική ηθική. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να ικανοποιήσει μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα της Γερμανίας, άνοιξε τα σύνορά της σε πάνω από ένα εκατομμύριο αιτούντες άσυλο, με απώτερο σκοπό να τους χρησιμοποιήσει ως φτηνό εργατικό δυναμικό δίνοντας σήμα σε ορδές από τη Βόρειο Αφρική, τη Μέση Ανατολή και τη Νοτιοανατολική Ασία να επιχειρήσουν να εισέλθουν παράνομα στην Ευρώπη, εγκλωβίζοντας τις ακριτικές χώρες, όπως είναι η Ελλάδα. Συνάμα, η Γερμανία αύξησε την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο και παράλληλα λειτουργούσε κατευναστικά έναντι του Putin σε ό,τι αφορά τις διεκδικήσεις του ενάντια σε ΕΕ και ΝΑΤΟ, μόνο και μόνο διότι έτσι επίτασσε τα επιχειρηματικά της συμφέροντα. Τα αποτελέσματα, γνωστά.
Η Angela Merkel, λοιπόν, κατηγορεί τον Γιώργο Παπανδρέου ότι ως Πρωθυπουργός δεν αντελήφθη εγκαίρως το μέγεθος του προβλήματος, με αποτέλεσμα να αργήσει να λάβει τα δέοντα μέτρα, ώστε να εκπέμψει μήνυμα αξιοπιστίας στις διεθνείς αγορές. Παραλείπε, όμως, να τοποθετήσει τον διάλογο με τον Παπανδρέου στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο. Το ΠΑΣΟΚ, κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές στις 4 Οκτωβρίου 2009 κι ο Γιώργος Παπανδρέου σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Εξελέγη, με βάση ένα προεκλογικό πρόγραμμα, η διαμόρφωση του οποίου προέκυψε με βάση τα επίσημα στοιχεία που οι εθνικοί, ευρωπαϊκοί και διεθνείς φορείς παρείχαν για την κατάσταση της χώρας.
Λίγες ημέρες πριν τις εκλογές, ο τότε Υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Καραμανλή , Παπαθανασίου, διαβεβαίωνε ότι το έλλειμμα βρισκόταν στο 6%. Κατόπιν κι αφότου είχε προκύψει η κυβέρνηση Παπανδρέου αποκαλύφθηκε, σταδιακά, η αλήθεια. Σύμφωνα με την Κομισιόν, την περίοδο 2004-2009, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 120 δισ. ευρώ περίπου και το έλλειμμα, σύμφωνα με όλους τους εμπλεκομένους (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Eurostat, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Τράπεζα της Ελλάδος), έφτασε στο 15,4%! Ήταν τα λεγόμενα greek statistics, με τα οποία η κυβέρνηση της ΝΔ κορόιδευε τους ευρωπαϊκούς θεσμούς απολαμβάνοντας την κάλυψη των ομογάλακτων δεξιών κομμάτων της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων κι αυτού της Merkel!
Προφανώς, λοιπόν, σε μία τέτοια πρωτόγνωρη συγκυρία, με τέτοιου μεγέθους αποκαλύψεις να έχουν ανατρέψει εκ βάθρων όλο τον κυβερνητικό προγραμματισμό, με την κοινωνία να τελεί αρχικά σε κατάσταση μακάριας άγνοιας κι εν συνεχεία σε σοκ, με τις διεθνείς αγορές να στοιχηματίζουν στη χρεοκοπία της χώρας και με τη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη να έχει παραλύσει, είναι λογικό να έγιναν άστοχοι χειρισμοί. Η Merkel κρίνει εκ του ασφαλούς, μετά από 15 χρόνια κι ουδόλως διανοείται να προβεί έστω και σε μια επιδερμική αυτοκριτική. Διότι, όταν επιδιώκεις να ηγείσαι της Ευρώπης, όπως η Γερμανία, πρέπει πρώτος να σηκώσεις το βάρος της ευθύνης και των γενναίων αποφάσεων. Απλά επιβεβαιώνεται, ότι η Γερμανία αντιμετωπίζει την ΕΕ μόνο σαν όχημα επίτευξης της κυριαρχίας της.
Συνεχίζουμε με τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος ηγήθηκε κυβερνήσεων συνεργασίας (αρχικώς ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ κι εν συνεχεία ΝΔ–ΠΑΣΟΚ) από τον Ιούνιο του 2012 μέχρι τον Ιανουάριο του 2015. Η πρώην Γερμανίδα Καγκελάριος, του καταλογίζει ότι απέτυχε «να εφαρμόσει πλήρως τις μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν στο δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης.» Δεν μπαίνει, όμως, στη διαδικασία εξειδίκευσης των συμφωνηθέντων εκείνων που ο τότε Πρωθυπουργός κι η κυβέρνησή του απέτυχαν να φέρουν εις πέρας. Είναι, ωστόσο, απολύτως φυσιολογικό η ελληνική πλευρά να «αποτύχει» να υλοποιήσει υποχρεώσεις που ελήφθησαν με το πιστόλι στον κρόταφο, υπό την απειλή της άτακτης χρεωκοπίας που συνεπαγόταν τη γενικευμένη εθνική καταστροφή. Μεταρρυθμίσεις που διαπνέονταν από την ίδια κοντόφθαλμη κι εκδικητική λογική του επίσης αποτυχημένου πρώτου Μνημονίου, εμπνεύσεως και πάλι, κυρίως, της Merkel.
Όντως, ποια δημοκρατική κυβέρνηση θα μπορούσε να φέρει εις πέρας τη βάρβαρη καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου του λαού της χώρας, την οποία είχε εκβιαστικά αποδεχθεί από τους, κατ’ όνομα, συμμάχους κι εταίρους της; Το ανεδαφικό των αιτουμένων από την τρόικα, και βασικά τη Γερμανία, οδήγησε στη ραγδαία απομείωση του πολιτικού κεφαλαίου της κυβέρνησης Σαμαρά, η οποία πριν καν συμπληρώσει δύο έτη θητείας, ηττήθηκε καθαρά από τον ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές του 2014, με τη ΝΔ να χάνει την πρώτη θέση και το ΠΑΣΟΚ να συμπιέζεται εκλογικά ακόμη περισσότερο.
Η δε ΝΔ, υπέστη τεράστια ήττα και στις αυτοδιοικητικές εκλογές, που διεξήχθησαν παράλληλα. Τότε, παγιώθηκε ο Αλέξης Τσίπρας ως Πρωθυπουργός εν αναμονή, ενώ ο Σαμαράς αναγκάστηκε να προχωρήσει σε έναν ανασχηματισμό με έμφαση το λεγόμενο λαϊκοδεξιό στοιχείο της ΝΔ προκειμένου να περισώσει ό,τι ήταν δυνατόν. Προέκυψε ένα κυβερνητικό σχήμα που προφανώς διαπνεόταν από μεγαλύτερη δυσθυμία στην προώθηση αντιδημοφιλών μεταρρυθμίσεων τόσο λόγω ιδιοσυγκρασίας, όσο κι εξαιτίας του γεγονότος ότι επέκειτο η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, με όλες τις ενδείξεις να συγκλίνουν στο γεγονός ότι η χώρα θα οδηγείτο σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές. Ακόμη και τότε, όμως, η Ελλάδα θα μπορούσε έστω και τυπικά να εξέλθει του δευτέρου μνημονίου και να δoθεί στην κυβέρνηση η δυνατότητα να προβεί σε περιορισμένες παροχές και κυρίως να δομήσει μια ελπιδοφόρα πολιτική γραμμή.
Η ίδια η Merkel, όμως, άδειασε τότε τον ομογάλακτό της Σαμαρά, αρνούμενη να κλείσει η τελευταία αξιολόγηση καθότι τον θεωρούσε καμένο χαρτί κι είχε ήδη μπει στη διαδικασία προετοιμασίας για τη συνδιαλλαγή με τον Αλέξη Τσίπρα. Έτσι, επισπεύστηκε η προεδρική εκλογή που πράγματι οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης και στην ανάληψη της εξουσίας από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, μετά τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015. Τα αποτελέσματα γνωστά και φέροντα (κι αυτά) την υπογραφή Merkel–Γερμανίας. Και φτάνουμε στον Αλέξη Τσίπρας, για τον οποίο η Merkel έχει σχεδόν μόνο καλά λόγια. Ορισμένοι του «φιλοευρωπαϊκού» (ακραία δουλικού) έναντι της Δύσης τόξου έχουν περιέλθει σε καταθλιπτική κατάσταση γιατί μια ευρωπαία πολιτικός δεν χάιδεψε στοργικά τη «σωστή πλευρά της Ιστορίας». Κάποιοι ΣΥΡΙΖΑίοι από την άλλη έχουν κάνει σημαία τις αναφορές Merkel, προκειμένου να υποστηρίξουν ότι ο Τσίπρας ήταν ο καλύτερος διαπραγματευτής. Είναι οι ίδιοι που της φώναζαν «go back Madame Merkel»…
Η πραγματικότητα είναι πολύ απλή. Προφανώς κι ο Τσίπρας είναι ο αγαπημένος μνημονιακός πρωθυπουργός των Γερμανών, όπως και των Αμερικανών. Τούτο, διότι επέβαλε στην Ελλάδα μέτρα που ουδείς άλλος θα διανοείτο να φέρει. Έφερε το τρίτο, αχρείαστο και σκληρότερο όλων των Μνημονίων. Ακόμη, παρέδωσε τα κόκκινα δάνεια στα funds κι υποθήκευσε για έναν αιώνα τη δημόσια περιουσία στο Υπερταμείο. Επιπροσθέτως, υπέγραψε την εθνικά μειοδοτική Συμφωνία των Πρεσπών, δικαιώνοντας το σύνολο της σκοπιανής προπαγάνδας κι ανοίγοντας το δρόμο για την ένταξη του κρατιδίου σε ΕΕ και ΝΑΤΟ. Στη συνέχεια, κατέστησε την Ελλάδα αποθήκη προσφύγων και παρανόμων μεταναστών της Ευρώπης. Τέλος, κατέστησε τη woke ατζέντα στην Ελλάδα. Η ατζέντα Τσίπρα σε ό,τι αφορά τα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα είναι η κυρίαρχη ατζέντα του ευρωπαϊκού κι αμερικανικού κατεστημένου. Προφανώς, λοιπόν, και θα είναι το αγαπημένο παιδί, τόσο της Merkel, όσο και των λοιπών εκπροσώπων τους.
Συμπερασματικά, η Angela Merkel είναι ένα από τα μοιραία πρόσωπα της προηγούμενης δεκαετίας για την Ευρώπη. Είναι η ζωντανή επιβεβαίωση της έλλειψης ευρωπαίων ηγετών με όραμα, με ισχυρή βούληση να καταστήσουν τη Γηραιά Ήπειρο κάτι παραπάνω από παρακολούθημα των ΗΠΑ και σάκο του μποξ των υπολοίπων παγκοσμίων πόλων γεωπολιτικής εξουσίας. Κανονικά, θα πρέπει να αισθάνονται τιμή κι υπερηφάνεια όσοι δεν χαίρουν της εκτιμήσεώς της…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- «Ελευθερία»: Τα απομνημονεύματα της Μέρκελ παρουσία του ΕΡΤNews – Τι αναφέρει για τους Έλληνες πρωθυπουργούς, ertnews.gr, διαθέσιμο εδώ