Της Ευμορφίλης Μεξίδου,
Στην ποινική πρακτική, η διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων αποτελεί έναν από τους βασικούς θεσμούς, καθώς διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο για την πορεία κι εξέλιξη της υπόθεσης. Τα δικαστικά συμβούλια που αναγνωρίζει ο ισχύων ΚΠΔ στη χώρα μας είναι το συμβούλιο πλημμελειοδικών (το οποίο συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών και δύο πρωτοδίκες), το συμβούλιο εφετών (το οποίο συγκροτείται από τον πρόεδρο εφετών και δύο εφέτες) και το συμβούλιο του Αρείου Πάγου (αποτελείται από έναν αντιπρόεδρο ΑΠ και δύο Αρεοπαγίτες). Ουσιαστικά πρόκειται για ένα είδος τριμελών δικαστηρίων που λειτουργούν καταρχήν μυστικά, χωρίς προφορικότητα κι αμεσότητα, για αυτό άλλωστε οι αποφάσεις τους, που ονομάζονται βουλεύματα, δεν δημοσιεύονται, απλώς εκδίδονται.
Γενικός κανόνας καθιερωμένος στο α. 308 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠΔ είναι ότι το συμβούλιο πλημμελειοδικών κηρύσσει το τέλος της κύριας ανάκρισης, σηματοδοτεί δηλαδή την ουσιαστική αποπεράτωση της κύριας ανάκρισης. Κι αυτό γιατί με τον θεσμό των δικαστικών συμβουλίων προλαμβάνεται η εισαγωγή στο ακροατήριο ανυπόστατων κατηγοριών. Τα δικαστικά συμβούλια αποφασίζουν μόνο για εκείνα τα εγκλήματα για τα οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα, ειδάλλως θα υπήρχε υπέρβαση εξουσίας. Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι αν έχει τελεστεί αξιόποινη πράξη, η οποία διαπιστωθεί από τα συμβούλια, κι έχει υποβληθεί η έγκληση στην αρμόδια αρχή αλλά δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, τότε το δικαστικό συμβούλιο έχει την υποχρέωση να συντάξει έκθεση και να τη διαβιβάσει στον αρμόδιο εισαγγελέα, προκειμένου να ασκήσει αυτός την προαπαιτούμενη ποινική δίωξη.
Επίσης, τα δικαστικά συμβούλια έχουν ως αντικείμενο είτε την επίλυση ζητημάτων κατά τη διάρκεια της ανάκρισης είτε την εκτίμηση των πορισμάτων της ανάκρισης μετά την περάτωσή της. Η δεύτερη αυτή αρμοδιότητα αποτελεί το κύριο έργο του δικαστικού συμβουλίου, αφού αυτό μπορεί να απαλλάξει τον κατηγορούμενο από την κατηγορία για την οποία έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη κι έτσι να μην συνεχιστεί η ποινική διαδικασία στο επόμενο στάδιο. Μεταξύ άλλων, το δικαστικό συμβούλιο έχει την εξουσία να αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία όταν δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, οπότε έτσι περατώνεται κι η προανάκριση.
Ειδικότερα, σε ότι αφορά τη σύνθεση των δικαστικών συμβουλίων, η 2η παρ. του α. 305 ΚΠΔ αναφέρει πως δεν επιτρέπεται η συμμετοχή του ανακριτή στη σύνθεση του συμβουλίου όταν πρόκειται να κριθούν ζητήματα που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Η κατ’ άρθρον 307 ΚΠΔ αρμοδιότητα του συμβουλίου είναι να αποφασίζει για όλες τις διαφορές μεταξύ αφενός των διαδίκων κι αφετέρου μεταξύ διαδίκου κι εισαγγελέα, που ισχύει μόνο στην κύρια ανάκριση. Επιπροσθέτως, σε περιπτώσεις συμμετοχής ανήλικου δράστη υπάρχει επίσης διαφοροποίηση στη σύνθεση. Συγκεκριμένα, το α. 305 ΚΠΔ μας παραπέμπει στο α. 6 παρ. 2 ΚΠΔ, δηλαδή συμμετέχει δικαστής ανηλίκων, καθώς και το α. 316 παρ. 1, που επισημαίνει τη συμμετοχή του εφέτη ανηλίκων στο συμβούλιο εφετών.
Όπως προαναφέρθηκε, και σύμφωνα πάντα με το γράμμα του νόμου, οι συνεδριάσεις των δικαστικών συμβουλίων δεν είναι δημόσιες, κυριαρχεί, δηλαδή, η αρχή της μυστικότητας (α. 306 εδ. α’ ΚΠΔ). Στο σημείο αυτό οφείλω να τονίσω την εξής ιδιόρρυθμη κατάσταση: με το ν. 3904/2010 (α. 18) επήλθε τροποποίηση του προϊσχύοντος α. 309 ΚΠΔ η οποία προέβλεπε ότι το «συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την ακρόαση του συνηγόρου ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσει κάθε διευκρίνιση». Με την εν λόγω βραχύβια διάταξη καθιερώθηκε το υποχρεωτικό της αυτοπρόσωπης εμφάνισης «δια συνηγόρου» προκειμένου να εξασφαλιστεί η «ισότητα των όπλων» μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορούμενου, καθώς και να αναγνωριστεί το γενικότερο δικαίωμα ακροάσεως ενώπιον του αποφασίζοντος συμβουλίου. Ωστόσο, πριν προλάβει να αφομοιωθεί η προαναφερθείσα διάταξη, η οποία εύλογα θα χαρακτηριζόταν ως εξισορροπητική, προβλέφθηκε με το ν. 4055/2012 ότι «το συμβούλιο συνεδριάζει χωρίς την παρουσία του εισαγγελέα και των διαδίκων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο, μπορεί να διατάξει την εμφάνιση ενώπιον όλων των διαδίκων οπότε καλείται κι ο εισαγγελέας».
Παρόλο που με μια πρώτη ματιά φαίνεται πως η νέα αυτή ρύθμιση υιοθετήθηκε για να μην υπονομευθεί η ενδιάμεση διαδικασία με την υποχρεωτική εμφάνιση των διαδίκων, στην πραγματικότητα «επιτυγχάνεται» απλώς η με κάθε μέσο επιτάχυνση της διαδικασίας, καθώς πλέον δεν παρίσταται ούτε ο εισαγγελέας ενώπιον του συμβουλίου. Η ως άνω ρύθμιση υιοθετήθηκε κι από το νέο ΚΠΔ με το α. 310 παρ.2 εδ. α’. Στο τέλος της ίδιας παραγράφου αναφέρεται πως αν μετά το τέλος της ανάκρισης υποβλήθηκαν στο συμβούλιο νέα αποδεικτικά στοιχεία κι αυτό κρίνει ότι ασκούν ουσιώδη επιρροή στη διάγνωση της υπόθεσης, τότε το συμβούλιο οφείλει να καλέσει τους υπόλοιπους διαδίκους τόσο για να ενημερωθούν, όσο και για να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους, ειδάλλως θα προκαλείτο απόλυτη ακυρότητα. Τέλος, προκειμένου να αντισταθμιστεί η αρχή της μυστικότητας των δικαστικών συμβουλίων το α. 16 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠΔ δίνει τη δυνατότητα στους διαδίκους, ενόψει του δικαιώματος εξαίρεσης, να πληροφορηθούν τη σύνθεση του συμβουλίου από τη στιγμή που ο εισαγγελέας θα υποβάλλει σε αυτό την πρότασή του.
Αναφορικά με τη διαδικασία στο δικαστικό συμβούλιο, μόλις υποβληθεί η εισαγγελική πρόταση, η υπόθεση εισάγεται στο συμβούλιο κι ο πρόεδρος ορίζει ένα από τα μέλη του ως εισηγητή. Την ημέρα της συζήτησης, εφόσον ορίζεται από το νόμο η παρουσία του εισαγγελέα (α. 310 παρ.2, α. 476 παρ.1), αυτός αναπτύσσει προφορικά την πρόταση του κι αποχωρεί (α. 306 εδ. β’). Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι ενόψει της αρχής της εισαγγελικής ενότητας, μπορεί να είναι άλλος ο εισαγγελέας που παρίσταται κι άλλος αυτός που συνέταξε τη γραπτή πρόταση. Μετά την αποχώρηση του εισαγγελέα, αν είχε παρασταθεί, λαμβάνεται η απόφαση η οποία βεβαιώνεται, υπογράφεται και χρονολογείται από τους δικαστές. Εν συνεχεία, το βούλευμα αυτό καθαρογράφεται κι υπογράφεται από τον πρόεδρο και τον γραμματέα μόνο, όπως ορίζει το α. 306 ΚΠΔ κι έτσι θεωρείται ότι έχει οριστικά εκδοθεί, εκτός αν περιέχει διατάξεις για τη σύλληψη ή προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου, δηλαδή διατάξεις που απαιτούν άμεση εκτέλεση, οπότε και το βούλευμα γίνεται άμεσα εκτελεστό πριν από την καθαρογράφηση (α. 315 ΚΠΔ). Σύμφωνα με το α. 306 εδ. ε’ και στ’ ΚΠΔ, γι’ αυτό τον λόγο συντάσσεται απόσπασμα των προς εκτέλεση διατάξεων, το οποίο αφού υπογραφεί από τον πρόεδρο και τον γραμματέα, παραδίδεται στον εισαγγελέα.
Καταληκτικά, όπως γίνεται αντιληπτό, τα δικαστικά συμβούλια αποτελούν θεμελιώδες απόσπασμα του ελληνικού ποινικού συστήματος, διασφαλίζοντας την ορθή απονομή της δικαιοσύνης σε προκαταρκτικά στάδια κι όχι μόνο, καθώς, σύμφωνα με την ως άνω ανάλυση, η λειτουργία τους επικεντρώνεται στη λήψη αποφάσεων για κρίσιμα ζητήματα, λ.χ. την παραπομπή κατηγορουμένων στο ακροατήριο, την επιβολή ή άρση μέτρων δικονομικού καταναγκασμού, καθώς και την αξιολόγηση προσφυγών κατά αποφάσεων ανακριτικών ή εισαγγελικών αρχών. Παρά τις αλλαγές που έχουν επέλθει με τον καιρό στον κώδικά μας, η ισχύς κι η αναγκαιότητα των δικαστικών συμβουλίων παραμένουν ακλόνητες, για αυτό άλλωστε η λειτουργία τους καθίσταται επιτακτική.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, 11η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2024
-
Άγγελος Ι. Κωνσταντινίδης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο- Βασικές έννοιες, 5η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022