15.5 C
Athens
Πέμπτη, 28 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΡομαντικές αναμνήσεις

Ρομαντικές αναμνήσεις


Του Δημήτρη Κυριαζή,

Μπορεί μια ρομαντική κληρονομιά να απαντήσει θετικά στην πρόκληση της σύγχρονης καλλιτεχνικής ανυπαρξίας και του μηδενισμού των νοημάτων και των ηθών; Με το εν λόγω ερώτημα αμφιταλαντεύτηκε κι ο Νίκος Καζαντζάκης —χωρίς να το ξέρει βέβαια— και αποκρίθηκε στις σύγχρονες καλλιτεχνικές αμφισημίες με αυστηρό ρεαλισμό. Έχοντας διαβάσει το βιβλίο του Ταξιδεύοντας: Ισπανία, ήρθα αντιμέτωπος με τη συνειδητοποίηση του ρόλου και της βαρύτητας που έχει η ενέργεια του ανήσυχου στοχαστικού πνεύματος, που διαπέρνα κάθε αμφιβολία για τη ζωή και καταλήγει σε κάποια εύστοχα —ή και μη— συμπεράσματα γι’ αυτή.

Σε εποχές που μια μπανάνα κολλημένη με χαρτοταινία θεωρείται εικαστικό δρώμενο υψηλών νοημάτων και τελικοτήτων, μιας τραπ ναρκισσιστικής-αντικοινωνικής κουλτούρας και ποιημάτων που είναι προϊόντα αλγορίθμων και κωδικοποιήσεων του chat gpt, ένας ταξιδιώτης-παρατηρητής μοιάζει «αρλεκίνος», που αξίζει να τραβηχτεί βίντεο η φιγούρα του για να τον θυμόμαστε και να γελάμε. Που πήγε η ρεαλιστική αποτύπωση της πραγματικότητας που προϋποθέτει μια αφαιρετική συμφιλίωση ορθού λόγου και συναισθήματος; Γιατί τα νοήματα εκμηδενίζονται έτσι και στη θέση τους μπαίνουν ρηχοί ατομισμοί και φετιχιστικοί φουτουρισμοί; Γιατί πάντα πρέπει να ερχόμαστε αντιμέτωποι με το δίπολο λόγος-συναίσθημα, τη στιγμή που η διάκρισή τους προμηνύει από μόνη της μια έσχατη παθολογία, η οποία σήμερα, όμως, είναι ευυπόληπτη και διδάσκεται μέχρι και στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα;

Ο Καζαντζάκης το είχε λυμένο αυτό το πρόβλημα… δεν μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς ως έναν απείθαρχο βολονταριστή, που απλά αποτιμά το συναίσθημά του και το εκφράζει έχοντας την απαίτηση για το χειροκρότημα του κοινού, ούτε ως αισχρό ορθολογιστή που οι αρχές του ανταγωνισμού και της επιχειρηματικότητας τον οδηγούν σε πτώχευση, σε μια ένδεια και απλοποίηση των νοημάτων, προκειμένου να είναι πιο προσιτά στην αγορά. Ο Καζαντζάκης ταξίδεψε, υπηρετώντας την επιθυμία της ψυχής του για τη γνωριμία με το άγνωστο και, παράλληλα, στέκεται κριτικά στην πεπατημένη και εξυμνεί καταστάσεις και βιώματα. Έρχεται σε επαφή με τους απλούς ανθρώπους, με τους επαναστάτες ή με τους φιλομοναρχικούς στη διάρκεια του εμφυλίου, με κληρικούς και μοναχές, με κόσμο που συνιστά αυτό που συγκαταβατικά ονομάζουμε ισπανική κοινωνία. Φιλοσοφεί και σκέφτεται αφαιρετικά πάνω στις ταυρομαχίες, καθώς επίσης και στις ζωές των καθολικών μοναχών, αναλύει τη λαϊκή σοφία —τον Δον Κιχώτη συγκεκριμένα— και αναζητά ένα θεωρητικό υπόβαθρο που θα λειτουργεί σαν εφαλτήριο της εύρεσης, εν τέλει, κάποιου νοήματος και αποτύπωσης μιας αλήθειας. Αν δεν λειτουργεί αυτό σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα συγκερασμού ορθολογισμού και συναισθήματος, τότε η ανάγκη για αποδόμηση και αναπλαισίωση των δύο τελευταίων όρων είναι πιο επιτακτική από ποτέ.

Πηγή εικόνας: olafaq.gr

Η ζωή παράγει νοήματα για τη ζωή. Η τριβή με τις συνθήκες ενός κόσμου που φθείρεται —που πάντα φθειρόταν— οδηγεί στη διεξαγωγή συμπερασμάτων και διατύπωση εννοιών. Ο απόλυτος εξορθολογισμός είναι μία καθ΄ υπερβολήν κοινωνική συμπεριφορά ή, μάλλον, μια καθ΄ υπερβολήν κοινωνική τάση και ιδέα που προβάλλεται στη συμβατική συμπεριφορά του συλλογικού «πράττειν». Το ίδιο και η βουλησιαρχία, που με τη σειρά της αποκόπτεται από οποιαδήποτε επιταγή αυτοκυριαρχίας και περιορισμού, και συνδιαλέγεται μία χαρά με τον αισχρό ορθολογισμό. Επομένως, παρατηρείται το παράδοξο σε κάθε κοινωνική σχέση να προτάσσεται η λογική της επιχειρηματικότητας και την ίδια στιγμή οι δράσεις, εκκινώντας από αυτόν τον ναρκισσιστικά νευρωτικό ατομικισμό, να μην γνωρίζουν κανένα μέτρο και σταθμό.

Αυτό φαίνεται πέρα από τα παραπάνω παραδείγματα που επικαλέστηκα, και στον συμβιβασμό της κουίρ τέχνης με τον πολιτισμικό καπιταλισμό. Η μανιώδης ανάγκη για αναγνώριση του ετεροκανονικού πλαισιώνεται παρά πολύ εύκολα και θεμιτά από τον εργαλειακό λόγο της οικονομικής σκέψης, καθώς μέσα σε περιβάλλοντα ασυμβίβαστων κοινωνικών και πολιτικών συμφερόντων μια μειονότητα προσπαθεί να σηκώσει κεφάλι και να αναγνωριστεί. Οπότε, η ανάγκη για εύρεση κάποιων μοτίβων συμπεριφοράς που θα λειτουργούν σαν αντιπαραθετικοί πόλοι μέσα στην όλη διαδικασία του αγώνα για αναγνώριση, καλύπτεται από τον ναρκισσιστικό ατομικισμό του εργαλειακού ορθολογισμού και της βουλησιαρχίας. Και επειδή εισέρχεται σε μια λογική κόστους-οφέλους, σε συνδυασμό με τον αδομικό και ρευστό του χαρακτήρα, το κουίρ αφομοιώνεται από τον καπιταλισμό και δεν τον αντιμάχεται. Την ίδια στιγμή, η άρνηση του αυτοπεριορισμού και της αυτοκριτικής είναι έκδηλη αλλά και σκόπιμη, με επίφαση, προφανώς, τον πόλεμο απέναντι στην καταπίεση της ηθικής και του μέτρου που δυναστεύει σεξουαλικότητες και αυτοπροσδιορισμούς.

Καταλήγοντας, κοινός παρονομαστής αυτών των δύο καθ΄ υπερβολήν συμπεριφορών είναι η εξατομίκευση ή, μάλλον, θα μπορούσαμε να πούμε ότι την παράγουν κιόλας. Η βουλησιαρχία δεν είναι ρομαντική, κι ας επιμένει στη θέση αυτή σθεναρά η ρητορική της μετά-δομιστικής αριστεράς της ενδεχομενικότητας. Η πραγμοποίηση της τέχνης και του καλλιτέχνη —η οποία προφανώς δεν ξεκίνησε στον μετά-μοντερνισμό— εντατικοποιείται και σε συνδυασμό με την εκτόνωση του καλλιτεχνικού οίστρου στον ψηφιακό υπερκοσμικό χωροχρόνο αποκτά μια νέα διάσταση, που αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος οδηγεί σε έναν απόλυτο μηδενισμό. Μία αναπλαισίωση της ρομαντικής κληρονομιάς θα έδινε νόημα στα πράγματα, ίσως οδηγούσε και σε αλλαγή κοινωνικού παραδείγματος…


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Ρομαντισμός: Χαρακτηριστικά, λογοτεχνία, μουσική και ζωγραφική, gr.sperohope.com, διαθέσιμο εδώ
  • Ταξιδεύοντας: Ισπανία, politeianet.gr, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Κυριαζής, Β' Αρχισυντάκτης Πολιτισμού
Δημήτρης Κυριαζής, Β' Αρχισυντάκτης Πολιτισμού
Eίναι φοιτητής του τμήματος Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ. Του αρέσουν, κυρίως, τα μαθήματα πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας και, δευτερευόντως αυτά των διεθνών σχέσεων. Του αρέσει, επίσης, να διαβάζει λογοτεχνία όχι μόνο ως χόμπι, αλλά επειδή έρχεται να του καλύψει, με πολύ όμορφο τρόπο, τα κενά που δημιουργεί η επιστήμη. Ασχολείται, επιπλέον, με το Brazilian jiu jitsu. Αγαπημένοι του συγγραφείς -αλλά και φιλόσοφοι στην ουσία- είναι ο Καζαντζάκης και ο Ντοστογιέφσκι.