Του Φωκίωνα Δανιηλίδη,
Η 4η Σταυροφορία (1202–1204) αποτελεί ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα και καταστροφικά γεγονότα του Μεσαίωνα, έχοντας συνέπειες, οι οποίες άλλαξαν ριζικά την ιστορία της Ευρώπης και δη της Ανατολικής Μεσογείου. Αν και ξεκίνησε ως μία φιλόδοξη εκστρατεία για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους, κατέληξε στη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, της πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ενός από τα σημαντικότερα κέντρα του Χριστιανισμού. Το γεγονός αυτό έδωσε το «τελειωτικό χτύπημα» στις σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης, οι οποίες ανέκαθεν ήταν τεταμένες. Ωστόσο, ο σημαντικότερος αντίκτυπος της Σταυροφορίας αφορά την οριστική αποδυνάμωση του Βυζαντίου.
Η αυτοκρατορία των Βυζαντινών, κάποτε, θεωρούταν η σπουδαιότερη του κόσμου και οι κάτοικοί αισθάνονταν πως ήταν οι πραγματικοί συνεχιστές της αρχαίας Ρώμης. Πράγματι, μετά την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το 476 μ.Χ., η Κωνσταντινούπολη αποτελούσε από τα σημαντικότερα κέντρα των γραμμάτων και των τεχνών σε ολόκληρο τον κόσμο και οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες προσκυνούνταν ως κοσμοκράτορες. Με την πάροδο του χρόνου, είναι γνωστό πως το Βυζάντιο αντιμετώπιζε όλο και περισσότερες απειλές, όπως οι εμφύλιες διαμάχες, οι συνεχείς εισβολές, τα οικονομικά προβλήματα και μία σειρά ανίκανων αυτοκρατόρων.
Παράλληλα με τη δυναστεία των Κομνηνών, θεωρείται πως έληξε και η χρυσή εποχή του Βυζαντίου. Στις δύο δεκαετίες πριν την έλευση της Δ’ Σταυροφορίας, οι Άγγελοι —η δυναστεία που διαδέχθηκε τους Κομνηνούς— κατασπατάλησαν τους ήδη πενιχρούς πόρους της Αυτοκρατορίας, ενώ οι συνεχείς εσωτερικές συρράξεις, που προκλήθηκαν εξαιτίας τους, οδήγησαν τον Αλέξιο Δ΄ στο να ζητήσει τη βοήθεια των σταυροφόρων για να επιτεθεί στη βυζαντινή πρωτεύουσα. Σκοπός του ήταν να αποκαταστήσει τον πατέρα του, τον Ισαάκιο Β’, στον θρόνο και —αν και σ’ αυτό πέτυχε, απέκτησε την υποστήριξη της Δ’ Σταυροφορίας— μονάχα, αφού της είχε υποσχεθεί πως θα της δίνονταν υψηλά χρηματικά ποσά.
Στην πραγματικότητα, όπως γνώριζε και ο ίδιος, το αυτοκρατορικό ταμείο ήταν, πρακτικά, άδειο και αδυνατούσε να τηρήσει την υπόσχεσή του. Οι συνεχείς αναβολές της εν λόγω πληρωμής, ώθησε τους Λατίνους στο να εισβάλλουν ξανά στην πόλης και, τελικά, να την κατακτήσουν. Τα επόμενα χρόνια, χρησιμοποιώντας την Κωνσταντινούπολη ως βάση για τις πολεμικές τους επιχειρήσεις και εκμεταλλευόμενοι την παρακμή των Βυζαντινών σε ολόκληρη την επικράτεια, οι Σταυροφόροι απέκτησαν κι άλλες κτήσεις, καταλήγοντας στο να ιδρύσουν μία νέα αυτοκρατορία.
Εκ πρώτης όψεως, η μοίρα του Βυζαντίου φέρεται να ήταν σφραγισμένη και πως οι Λατίνοι δεν προκάλεσαν και ότι, απλώς, επιτάχυναν την παρακμή της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, προκειμένου να κατανοήσουμε ορθότερα το πραγματικό πλήγμα, που προκάλεσε η Άλωση του 1204, είναι απαραίτητο να μελετήσουμε τις ενέργειες των σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη, μετά την κατάληψή της. Ειδικότερα, διαβάζοντας για το «πλιάτσικο» που ακολούθησε την εγκατάσταση των Λατίνων στην περιοχή, γίνεται αντιληπτή η πραγματική καταστροφή, η οποία προκλήθηκε από τη Σταυροφορία, ιδιαίτερα στην πολιτισμική κληρονομιά του Βυζαντίου.
Αρχικά, αξίζει να σημειωθεί ότι η αντίληψη πως η Σταυροφορία κατέφυγε στη λεηλασία μονάχα από την τελική της επίθεση και έπειτα, είναι λανθασμένη. Όπως υποστηρίζει η Αθηνά Δερμιτζάκη στην εισήγησή της σ’ ένα σχετικό ερευνητικό πρόγραμμα του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, οι Σταυροφόροι ωθούσαν έμμεσα των Αλέξιο Δ’ και τον Ισαάκιο Β’ στο να ξεκινήσουν αυτοί τη λεηλασία του πλούτου της Βασιλεύουσας. Ειδικότερα, όπως μαρτυρά και ο Φράγκος ιστορικός Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις με τους Βυζαντινούς, από τον Αύγουστο του 1203, οι Σταυροφόροι απαιτούσαν να κατασχεθεί εκκλησιαστική περιουσία, όπως τα στολίδια των ιερών εικόνων και αντικείμενα, τα οποία ήταν κατασκευασμένα από κάποιο πολύτιμο μέταλλο.
Οι Άγγελοι, καθώς οι πόροι του βασιλικού ταμείου δεν επαρκούσαν, αναγκάστηκαν να πραγματοποιήσουν τα αιτήματά τους και κατέληξαν να καταστρέψουν πολλά από τα πολύτιμα και ιερά αντικείμενα της πόλης, μία πράξη, η οποία ήταν ιδιαίτερα ταπεινωτική. Ο Βυζαντινός ιστορικός, Νικήτας Χωνιάτης, ο οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας στα συγκεκριμένα γεγονότα, περιγράφει στο έργο του «Χρονική Διήγησης», πως «οι Λατίνοι μετέτρεπαν τον λιωμένο χρυσό και άργυρο σε «βέβηλα» αντικείμενα προς πώληση και μάλιστα —αν και δεν αγνοούσαν την προέλευση των πολύτιμων αυτών μετάλλων— δήλωναν ότι θεωρούσαν τους ίδιους αναμάρτητους (γιατί δικαιωματικά εισέπρατταν όσα τους όφειλαν) και ότι οι Βυζαντινοί θα προκαλούσαν τη θεία οργή εναντίον τους, αφού κρατούσαν την προσωπική τους περιουσία και έδιναν σε κοινή χρήση εκείνη του Θεού» (σελ. 555, στ. 69 – σελ. 556, στ. 77, μετάφραση: Αθηνά Δερμιτζάκη).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Angold Michael (2006), Η τέταρτη σταυροφορία: Τα γεγονότα και το ιστορικό πλαίσιο, Αθήνα: Παπαδήμας
- Απόστολος Βακαλόπουλος (2020), Νέα Ελληνική Ιστορία: Από το 1204 έως τις αρχές του 21ου αιώνα, Αθήνα: Ηρόδοτος
- Αθηνά Δερμιτζάκη (2008), «Η τέταρτη σταυροφορία και ο ελληνικός κόσμος», στο: Βυζαντινός και δυτικός κόσμος: αντιπαραθέσεις και αλληλεπιδράσεις από τον 11ο έως τον 15ο αιώνα, Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, σελ. 299-334.