Του Μάρκου Ζουζούνη,
Με τις εκλογές στη Γερμανία να έχουν πλέον οριστεί για τις 23 τους ερχόμενου Φεβρουαρίου, ένα νέο αντισυστημικό κόμμα φαίνεται να κάνει την έκπληξη στις περισσότερες δημοσκοπήσεις. Με τη μόνη διαφορά ότι, μετά από πολλά χρόνια, το κόμμα αυτό δεν είναι το ακροδεξιό AfD, άλλα ένας νέος σχηματισμός στα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Συνασπισμένο γύρω από το πρόσωπο της Sahra Wagenknecht, το νέο κόμμα αποτελείται κυρίως από αποχωρήσαντες βουλευτές και στελέχη της παραδοσιακής Αριστεράς, του Die Linke.
Η Wagenknecht, κόρη ενός Ιρανού φοιτητή και μιας Γερμανίδας, πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής της πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, σε ένα χωριό της Θουριγγίας, στην πρώην Ανατολική Γερμανία. Ήδη πριν το 1989, εντάχθηκε ενεργά στο κυβερνών κομμουνιστικό κόμμα, ενώ μετά την πτώση του Τείχους, συμμετείχε στον διάδοχο σχηματισμό, εκπροσωπώντας μια σκληρή αντιδυτική γραμμή. Αργότερα, άρχισε να μετριάζει την πολιτική της ταυτότητα, ιδίως μετά τη γνωριμία και τον γάμο της με τον Oskar Lafontaine, πάλαι ποτέ ηγέτη των Σοσιαλδημοκρατών, ενώ παράλληλα αναρριχήθηκε σε θέσεις εξουσίας στον νέο αριστερό συνασπισμό, Die Linke (: «Η Αριστερά»).
Δεν άργησε όμως να συγκεντρώσει τα πυρά των συναδέλφων της στην Αριστερά, όταν άρχισε να εκφράζει ορισμένες ιδιοσυγκρασιακές απόψεις. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτών, ήταν η κριτική που εξαπέλυσε το 2015 στη μεταναστευτική πολιτική της Καγκελαρίου Merkel, επισημαίνοντας τα προβλήματα και τους κινδύνους μιας πολιτικής «ανοιχτών θυρών». Οι αντιδράσεις από το κόμμα της μόνο εντάθηκαν, όταν κατά τη διάρκεια της πανδημίας άσκησε δριμεία κριτική στους περιορισμούς, μιλώντας για «ατέλειωτα lockdown». Τελικά, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήρθε με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, κατά την οποία η Wagenknecht επέλεξε να υιοθετεί ανοιχτά τις θέσεις της ρωσικής προπαγάνδας, συγκεντρώνοντας τη μήνη τόσο των συντρόφων της, όσο και των mainstream πολιτικών δυνάμεων. Σε ένα τέτοιο κλίμα, η απόφαση λήφθηκε για να δημιουργήσει ένα δικό της, προσωποπαγές κόμμα. Ενδεικτικό ακόμα και το όνομα του νέου σχηματισμού: «Συμμαχία Sahra Wagenknecht» (BSW). Ακολουθούμενη τόσο από τον πολύπειρο σύζυγό της, όσο και από άλλους βουλευτές του Die Linke, οδήγησε το πρώην κόμμα της στη διάλυση της κοινοβουλευτικής του ομάδας.
Ελεύθερη πλέον από την κομματική πειθαρχία, έχει ήδη αναπτύξει ένα κράμα πολιτικής ιδεολογίας που συνδυάζει παραδοσιακά αριστερές θέσεις επί της οικονομίας με μια παραδοσιακά δεξιά τοποθέτηση στα κοινωνικά ζητήματα. Εκ πρώτης όψεως, οξύμωρη η πολιτική της φιλοσοφία μπορεί να διαφανεί επί παραδείγματι στη θέση της για το κοινωνικό κράτος, όπου ισχυρίζεται ότι για να περισωθεί το ισχυρό κράτος πρόνοιας της Γερμανίας για την εργατική τάξη, θα πρέπει να μπει φρένο στην ανέλεγκτη μετανάστευση, η οποία απομυζεί κρατικούς πόρους.
Αντίστοιχα συγκριτικές είναι οι θέσεις της σχεδόν σε όλα τα θέματα της δημόσιας ατζέντας, προωθώντας αφενός την ανάγκη για υψηλότερους μισθούς και επιδόματα, κατακεραυνώνοντας αφετέρου τη “woke” ατζέντα της σύγχρονης Αριστεράς. Χαρακτηριστικό είναι ότι κύριος στόχος της κριτικής της δεν είναι κάποιο από τα κόμματα της Δεξιάς, ακόμα και το συγκυβερνών FDP, αλλά οι Πράσινοι, τους οποίους ψέγει για κοινωνική υποκρισία και μια βεβιασμένη υιοθέτηση περιβαλλοντικών πολιτικών με καταστροφικό αποτέλεσμα για την οικονομία.
Σε ένα και μόνο θέμα είναι η στάση της ίσως τόσο εναργής και σταθερή. Και δεν είναι άλλο από τις σχέσεις με τη Ρωσία. Ήδη από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η Wagenknecht είχε εκφραστεί ξεκάθαρα εναντίον της όποιας στρατιωτικής ή υλικής συνδρομής στον αμυνόμενο. Υπό το κάλυμμα ενός πασιφιστικού μανδύα, ουκ ολίγες φορές έχει προωθήσει την ομαλοποίηση των σχέσεων με τη Ρωσία, λέγοντας ότι ο διάλογος είναι μονόδρομος για τον τερματισμό του πολέμου. Η «πασιφιστική» της στάση δεν περιορίζεται μόνο εκεί, καθώς έχει αναπτύξει μια σταθερή ρητορική υπέρ της συνεργασίας με τη Ρωσία, με επίκεντρο τα ενεργειακά θέματα, ενώ αντίθετα εξαπολύει μύδρους εναντίον του ΝΑΤΟ, κατηγορώντας το για «επιθετική πολιτική».
Αυτό ακριβώς το μείγμα πολιτικής, μεταξύ του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία και μιας συντηρητικής θεώρησης στα κοινωνικά ζητήματα, έχει βρει σημαντική απήχηση στα λεγόμενα «Νέα Κρατίδια», τις περιοχές που ανήκαν στην πρώην Ανατολική Γερμανία. Πολύ σύντομα μετά την επανένωση, έγινε σαφές ότι η υποσχέσεις του τότε Καγκελαρίου Kohl, για μια άμεση βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Ανατολικογερμανών, θα παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό ανεκπλήρωτες. Πλήθος επιστημόνων και εξειδικευμένων εργατών εγκατέλειψαν τα ανατολικά κρατίδια προς εύρεση εργασίας στις εύπορες βιομηχανικές ζώνες δυτικότερα. Αυτό, σε συνδυασμό με την ταχεία αποκρατικοποίηση της ανατολικογερμανικής οικονομίας, χωρίς σαφές σχέδιο, έκανε εμφανές το χαώδες χάσμα στα εισοδήματα μεταξύ των δυτικών και ανατολικών κρατιδίων. Χάσμα που, παρά τη σταδιακή βελτίωση, είναι υπαρκτό ακόμη και σήμερα, 35 χρόνια μετά την πτώση του Τείχους.
Αυτή λοιπόν η οικονομική στασιμότητα, σε συνδυασμό με τη φοβική νοοτροπία, την οποία πρόλαβε να εμπεδώσει το μακροχρόνιο κομμουνιστικό καθεστώς, έχουν οδηγήσει του ψηφοφόρους στην ανατολική Γερμανία στο να απορρίψουν συλλήβδην τα δύο μεγάλα κόμματα, και να στραφούν στα άκρα του πολιτικού συστήματος για εκπροσώπηση. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η εμφάνιση του όρου “Ostalgie” στο πολιτικό και πολιτιστικό λεξιλόγιο των Ανατολικογερμανών. Σε ελεύθερη απόδοση, ο όρος αναφέρεται στη νοσταλγία για τη «Ανατολή», για τα χρόνια δηλαδή του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αν και ο όρος συνήθως συνδέεται με τα πολιτισμικά στοιχεία της ζωής στην πάλαι ποτέ Λαϊκή Δημοκρατία, θα μπορούσε κανείς να εξάγει και ένα πολιτικό συμπέρασμα από τη ρομαντικοποίηση της εποχής εκείνης. Μια εποχή, που παρ’ όλες τις ελλείψεις και την ανελευθερία, σίγουρα δε μαστιζόταν από την ανασφάλεια, οικονομική και κοινωνική, που βιώνουν σήμερα πολλοί κάτοικοι των ανατολικών κρατιδίων. Τέλος, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το πως σε έναν πληθυσμό ο οποίος γαλουχήθηκε υπό τη «σκέπη» της Σοβιετικής Ένωσης, η σημερινή Ρωσία του Πούτιν θα φαντάζει ως ένας γνωστός, και μάλλον προσφιλής, γείτονας.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, είναι εμφανές ότι το νέο κόμμα της Wagenknecht, συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος της στήριξης του στα εδάφη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Ενδεικτικά, στις δύο πρόσφατες τοπικές αναμετρήσεις στα ανατολικά κρατίδια της Θουριγγίας και της Σαξονίας, το BSW αναδείχτηκε σε τρίτο κόμμα, με ποσοστά μεταξύ 12% και 16%. Μάλιστα αναμένεται να συμμετέχει και στον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού τουλάχιστον στη Θουριγγία, τη γενέτειρα της Wagenknecht. Ανάλογη δυναμική σημειώνει το κόμμα στα ανατολικά και σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις για τις επερχόμενες ομοσπονδιακές εκλογές.
Αν και η ίδια η Wagenknecht απορρίπτει μετά βδελυγμίας οποιαδήποτε σύγκριση με την άκρα δεξιά, δεν είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τους κοινούς τόπους των θέσεών τους. Δεν είναι άλλος από τον —εκ πρώτης όψεως— οξύμωρο συνδυασμό μιας λαϊκιστικής οικονομικής πολιτικής, με έμφαση στα επιδόματα και την ακρίβεια, και μιας αντιδραστικής κοινωνικής τοποθέτησης, κατά της αθρόας μετανάστευσης, των μέτρων για το περιβάλλον, αλλά ακόμα και των δικαιωμάτων των διεμφυλικών. Η κοινή τους συμπάθεια προς ημι-δικτατορικά καθεστώτα, όπως αυτό του Putin, μπορεί να θεωρηθεί το επιστέγασμα της παράλληλης πολιτικής τους πορείας.
Μπορεί αυτή η ιδιόρρυθμη ιδεολογική στάση της Wagenknecht να έχει εξοργίσει τους πρώην συντρόφους της στις τάξεις της προοδευτικής Αριστεράς, η εκλογική της επιτυχία οφείλει όμως και να τους προβληματίσει. Το γεγονός ότι έχει καταφέρει να προσελκύσει ένα μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων, οι οποίοι παραδοσιακά είτε απείχαν, είτε στήριζαν κόμματα του περιθωρίου, κατά πολλούς μπορεί να αποτελέσει την απάντηση της Αριστεράς στην επέλαση της λαϊκιστικής Δεξιάς, που πρεσβεύει ο Trump στην Αμερική και τόσοι άλλοι επίδοξοι μιμητές του στην Ευρώπη. Το εάν τελικά θα ακολουθήσουν και άλλοι το παράδειγμά της, μένει να φανεί.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Moreau, Patrick, The emergence of a conservative left in Germany: the Sahra Wagenknecht alliance – reason and justice (BSW), Fondation pour l’innovation politique, διαθέσιμο εδώ
- Is Germany’s rising superstar so far left she’s far right?, Politico EU, διαθέσιμο εδώ
- The hard-left Russophiles playing kingmakers in Germany, Financial Times, διαθέσιμο εδώ
- ‘A one-woman show,’ the Sahra Wagenknecht phenomenon, DW, διαθέσιμο εδώ