Του Παντελή Δημητρόγλου,
Το πιο σημαντικό πράγμα που μπορεί να βοηθήσει μία πόλη να ακμάσει αλλά και την κοινωνία που ζει εντός της, δηλαδή να γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο λειτουργική, τόσο για την ίδια όσο και για το πολίτευμα το οποίο απολαμβάνουμε, είναι αυτό που μονολεκτικά ονομάζεται «αρμονία». Οι αρμονικές πόλεις δεν είναι κατά κανόνα αψεγάδιαστες. Τα γεωγραφικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν το κάθε αστικό περιβάλλον έχουν πολύπλευρο αντίκτυπο στην ταυτότητά του και στις σχέσεις των ανθρώπων. Ουσιαστικά, η κάθε πόλη έχει τους δικούς της κώδικες και άγραφους κανόνες που αναδιαμορφώνονται με την εναλλαγή των εποχών. Η αρμονία, λοιπόν, δεν επιτυγχάνεται με βάση κάποιο συγκεκριμένο μοντέλο, αλλά η κάθε πόλη έχει τη δική της ξεχωριστή συνταγή επιτυχίας και μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα μόνο όταν οι άνθρωποι πιστέψουν και ακολουθήσουν πιστά αυτήν τη συνταγή.
Έτσι συμβαίνει και στην περίπτωση μιας δίθεης πόλης του βορρά που λέγεται Ξάνθη. Η πόλη αυτή λειτουργούσε και άκμαζε αξιοσημείωτα μέσα σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον που μοιάζει πολύ με μωσαϊκό, τουλάχιστον μέχρι να τη ζημιώσει η ελληνική οικονομική κρίση. Σε γενικές γραμμές, ακολουθεί ένα κλασσικό βαλκανικό πρότυπο συμβίωσης δύο ή και περισσότερων κοινοτήτων, καθώς συγκριτικά με την υπόλοιπη Ελλάδα, η Θράκη, το γεωγραφικό διαμέρισμα στο οποίο η Ξάνθη ανήκει, είναι ο συνδετικός κρίκος της χώρας με τα Βαλκάνια, χερσόνησος που μέχρι και σήμερα θεωρείται από πολλούς η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή μπαρουταποθήκη. Μόνο ένα —κι όμως το σημαντικότερο— πράγμα καταφέρνει να τη φέρει πιο κοντά στην υπόλοιπη Ελλάδα και δεν είναι άλλο από τη θάλασσα. Το θρακικό πέλαγος φέρνει το Αιγαίο στη Θράκη, και έτσι συμπληρώνεται ένας μοναδικός καμβάς που συνδυάζει την καταπράσινη οροσειρά της Ροδόπης με τον θρακικό κάμπο, τα ποτάμια που τον ποτίζουν και καταλήγουν στα παραθαλάσσια χωριά με το γνωστότερο αυτών, τα Άβδηρα, που τελικά συνδέουν την περιοχή με την αρχαιότητα.
Θα έλεγε κανείς ότι η διαφορετικότητα είναι η φυσική τάση που έχει η πόλη αυτή από τη γέννησή της μέχρι και σήμερα, πράγμα που την καθιστά μοναδική. Η καθημερινή ζωή δεν διαφέρει από εκείνη των άλλων πόλεων, αλλά αν κοιτάξει κανείς πιο προσεκτικά και της δώσει λίγο χρόνο, τότε θα παρατηρήσει όλα εκείνα τα μικρά πράγματα που «συνθέτουν» τους δικούς της κώδικες. Η Ξάνθη δε συνδέεται μόνο με την Ευρώπη, αλλά αποτελεί σημείο συνάντησης ανατολής και δύσης κι αυτό μαρτυράται από το δίγλωσσο μενού της. Ο πλούτος από το καπνοπαραγωγικό της παρελθόν παίρνει σάρκα και οστά μέσω της παλιάς πόλης και των αρχοντικών, ενώ η κουζίνα της συνδυάζει την ελληνική παραδοσιακή διατροφή με εκείνη της ανατολής που της άφησε παρακαταθήκη τα περίφημα γλυκά της.
Σε πολλές μεγαλουπόλεις του εξωτερικού, τα τελευταία χρόνια, έχουν εισαχθεί οι παραδοσιακοί εορτασμοί των ανθρώπων που μετανάστευσαν εκεί και έφεραν την κουλτούρα τους μαζί τους. Στην περίπτωση της Ξάνθης, κάτι τέτοιο δε θα συμβεί ποτέ, γιατί αυτή η πόλη ιστορικά γιορτάζει δύο θεούς. Η πρόσκληση του Χότζα για τη μουσουλμανική προσευχή από τους μιναρέδες στα αραβικά, είναι εξίσου οικεία για τους Ξανθιώτες με εκείνη της χριστιανικής μητρόπολης κάθε Κυριακή. Φυσικά, η κάθε καρδιά χτυπά αλλού, αλλά έξω από κάθε ναό όλοι είναι ίσοι απέναντι στους νόμους του ελληνικού κράτους, το οποίο δεν διαχειρίζεται πάντα με σοφία τα επιμέρους οργανικά ζητήματα, αφήνοντας ανοικτά «παραθυράκια» σε εξωτερικούς εχθρούς που εκμεταλλεύονται τις εύθραυστες ισορροπίες που συνθέτουν τη μοναδική αυτή αρμονία.
Τα χωριά του ορεινού όγκου της πόλης, που είναι γνωστά και ως Πομακοχώρια, είναι το χαρακτηριστικό εκείνο που μέσα σε ένα δασικό περιβάλλον μοναδικής φυσικής ομορφιάς απογειώνει την ξανθιώτικη ταυτότητα και την καθιστά μοναδικό προορισμό για όλους. Η σχέση της χριστιανικής και της μουσουλμανικής κοινότητας της πόλης προϋπήρξε της Συνθήκης της Λωζάνης, που τη ρυθμίζει από το 1923 νομικά σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, και μέχρι σήμερα παραμένει αναλλοίωτη στον χρόνο με μικρές και ίσως ανεπαίσθητες διαφοροποιήσεις, διατηρώντας ταυτόχρονα την τοπική ομοιομορφία.
Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό για περιπτώσεις, όπως η πόλη με τα χίλια χρώματα, είναι ότι εκπέμπει —και ας μη το ξέρει— ένα μόνο βασικό και καίριο για την εποχή μήνυμα· η ισορροπία είναι όμορφη και, ταυτόχρονα, εξαιρετικά εύθραυστη, καθώς πήρε εκατοντάδες χρόνια για να επιτευχθεί, ενώ αρκεί μόνο ένα βήμα πίσω για να τη διαταράξει. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τη δημοκρατία που σήμερα αμφισβητείται σιωπηλά και αυτό είναι ένα από τα πιο σκοτεινά μονοπάτια της ανθρωπότητας, δηλαδή να θεωρείς κάτι τόσο πολύτιμο όσο η ελευθερία δεδομένο και να είσαι τόσο αφελής που τελικά την εμπιστεύεσαι σε εκείνα τα πολιτικά —και όχι μόνο— πρόσωπα που χρησιμοποιούν τους καρπούς της για να τη διαφθείρουν με επίφαση την προστασία της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ