11.8 C
Athens
Σάββατο, 23 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ δικαστική επιμέτρηση της ποινής

Η δικαστική επιμέτρηση της ποινής


Της Βασιλικής Χαραλάμπους,

Η επ’ ακροατηρίω διαδικασία έχει ολοκληρωθεί. Αμφότερες οι πλευρές έχουν αναπτύξει την επιχειρηματολογία τους και τους ισχυρισμούς τους. Σε αυτό το σημείο είναι που το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου και στη συνέχεια, ει κριθεί η ενοχή, να επιδικάσει την κατάλληλη ποινή. Στην πραγματικότητα, η επιμέτρηση της ποινής είναι η ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του δράστη για το έγκλημα που έχει διαπράξει. Η διαδικασία, ωστόσο, δεν είναι απλή, αλλά απαιτεί τη συνεκτίμηση πλειόνων παραγόντων. Στον Ποινικό Κώδικα ειδική μνεία γίνεται στο άρθρο 79 ΠΚ: «1. Με την επιμέτρηση της ποινής καθορίζεται η ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του εγκλήματος με βάση τη βαρύτητα της πράξης και το βαθμό ενοχής του υπαιτίου γι’ αυτή. Το δικαστήριο σταθμίζει τα στοιχεία που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου και συνεκτιμά τις συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του. 2. Για την εκτίμηση της βαρύτητας της πράξης το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του: α) τη βλάβη που αυτή προξένησε ή τον κίνδυνο που προκάλεσε, β) τη φύση, το είδος και το αντικείμενο της πράξης, καθώς επίσης όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή της».

Για την εκτίμηση του βαθμού της ενοχής, το Δικαστήριο καλείται να σταθμίσει τα εξής: α) την ένταση την υπαιτιότητας, ήτοι τον δόλο ή την αμέλεια αυτού, β) τα αίτια και τον σκοπό που τον ώθησαν στην τέλεση του συγκεκριμένου αδικήματος, γ) τον χαρακτήρα του, δ) τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις καθώς και τη συμπεριφορά που επεδείκνυε προ της πράξης του, ε) τη δυνατότητά του να πράξει διαφορετικά, καθώς ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα και τέλος στ) τη συμπεριφορά του κατόπιν της πράξης του, σε συνδυασμό με τη συμμόρφωσή του με το δίκαιο και την εκδήλωση της μετάνοιάς του.

Οι παράγραφοι 4 και 5 του ίδιου άρθρου αναφέρουν συγκεκριμένα τα στοιχεία που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου: «§4. Στοιχεία που λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) το ότι αυτός διαδραμάτισε έναν σαφώς υποδεέστερο ρόλο σε πράξη που τελέστηκε από πολλούς, β) το ότι τέλεσε την πράξη σε δικαιολογημένη συναισθηματική φόρτιση, γ) το ότι έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των αρχών χωρίς σημαντική καθυστέρηση, ενώ μπορούσε να διαφύγει, δ) το ότι διευκόλυνε ουσιωδώς την εξιχνίαση του εγκλήματος. §5. Στοιχεία που λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) η κατ’ επάγγελμα τέλεση της πράξης, β) η ιδιαίτερη σκληρότητα, γ) η εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του θύματος, δ) το γεγονός ότι το θύμα δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του, ε) το ότι ο υπαίτιος διαδραμάτισε ιθύνοντα ρόλο σε πράξη που τελέστηκε με συμμετοχή πολλών».

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Scott Webb

Επιμέτρηση κι απότιση της χρηματικής ποινής

Αναφορικά με την επιμέτρηση της χρηματικής ποινής το Δικαστήριο ορίζει τις ημερήσιες μονάδες και το ύψος τους, ενώ ειδικά για τις επιβαλλόμενες ημερήσιες μονάδες συνεκτιμά τον βαθμό της ενοχής του υπαιτίου σε συνδυασμό με τη βαρύτητα της πράξης του. Όπως καθίσταται σαφές, το δικαστήριο κρίνει in concreto, ήτοι λαμβάνει υπόψη την οικονομική κατάσταση και δυνατότητα του υπαιτίου να καταβάλει τη χρηματική ποινή, εκτιμώντας την περιουσία του, τα καθαρά του έσοδα καθώς και κάθε άλλο εισόδημα που τυχόν μπορεί να λάβει.

Υπό το φως της νέας διάταξης του άρθρου 80 ΠΚ, το δικαστήριο είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήματος μπορεί να λάβει υπόψη την πραγματική αδυναμία του υπαιτίου να αποπληρώσει τη χρηματική ποινή, χορηγώντας του μια προθεσμία για καταβολή, η οποία μπορεί να διενεργηθεί είτε σε δόσεις είτε εφάπαξ. Μια τέτοια διευκόλυνση κι ιδίως μέσω της παραγράφου 5 του οικείου άρθρου, μπορεί να αποβεί ιδιαζόντως σημαντική στην περίπτωση της επιγενόμενης οικονομικής αδυναμίας του υπαιτίου. Έτι περαιτέρω, ο καταδικασθείς έχει τη δυνατότητα να αιτηθεί την αντικατάσταση, παράταση ή μείωση της χρηματικής ποινής, το αίτημα όμως αυτό μπορεί να υποβληθεί μία μόνο φορά.

Τέλος, με τον νέο Ν. 4855/2021 αντικαθίσταται η διάταξη που ορίζει ότι επιτρέπεται η υποκατάσταση της χρηματικής ποινής από ποινή στερητικής της ελευθερίας με αριθμό ημερών που δεν υπερβαίνει τις ημερήσιες μονάδες που επέβαλλε το δικαστήριο. Είναι, βέβαια, σαφές στον αναγνώστη ότι η στερητική της ελευθερίας ποινή είναι βαρύτερη από τη χρηματική, γεγονός που καθιστά παράδοξο το να εκτιθεί εν τέλει μια ελαφρύτερη ποινή με τη μορφή της βαρύτερης. Κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε ευθεία αντίκρουση με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας των ποινικών κυρώσεων.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Scott Webb

Επιμέτρηση της ποινής και παροχή κοινωφελούς εργασίας

Σύμφωνα με το άρθρο 81 ΠΚ: «1. Κατά την επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας λαμβάνονται υπόψη κι η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του υπαιτίου, καθώς κι οι επαγγελματικές κι οικογενειακές του υποχρεώσεις. 2. Στην απόφαση ορίζεται η μέγιστη διάρκεια παροχής της κοινωφελούς εργασίας, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες [….]». Το άρθρο 98 του νέου ν. 4623/2019 έρχεται να αναστείλει την παροχή κοινωφελούς εργασίας είτε ως κύρια ποινή είτε ως μετατραπείσα σε ποινή στερητική της ελευθερίας είτε σε χρηματική, με την αιτιολογία ότι δεν μπορεί να γίνει υποκατάσταση της παροχής κοινωφελούς εργασίας με ποινή στερητικής της ελευθερίας καθ’ υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας κι εν γένει της νομοθετικής ratio. Αντίθετα, επιτρεπτή μπορεί να θεωρηθεί η υποκατάσταση της παροχής κοινωφελούς εργασίας με χρηματική ποινή, υπό την προϋπόθεση ότι ο υπαίτιος παρουσιάζεται να μην συμμορφώνεται με το επιβαλλόμενο μέτρο κι εφόσον τούτη είναι δυνατόν να αποτιμηθεί σε χρήμα, επιβάλλοντας, έτσι, μια ανάλογης βαρύτητας χρηματική ποινή. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι και κατόπιν των νέων αλλαγών, η παροχή κοινωφελούς εργασίας συνεχίζει να εμμένει ως μια εναλλακτική ποινή, η οποία μπορεί σταδιακά να αλλάξει μόνον εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις και γίνεται λόγος για βαρύτερες παραβάσεις.

Συμπληρωματικά, αξίζει να αναφερθεί ότι στο πλαίσιο της επιμέτρηση της ποινής από το δικαστήριο, αφαιρείται από την τελικώς επιβαλλόμενη ποινή ο χρόνος της προσωρινής κράτησης του υπαιτίου, ο χρόνος μετά τη σύλληψη καθώς και ο χρόνος παραμονής σε θεραπευτικές μονάδες για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με το άρθρο 82ΠΚ.

Καταληκτικά, οποιαδήποτε κι αν είναι η μορφή της επιβαλλόμενης ποινής, το Δικαστήριο οφείλει πάντοτε να λαμβάνει υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, ως αυτή είναι και συνταγματικά κατοχυρωμένη στο άρθρο 25 του Συντάγματος, ήτοι να κρίνει πάντοτε με βάση τις εκάστοτε περιστάσεις που έχει ενώπιόν του κι όχι in abstracto, σταθμίζοντας, ταυτόχρονα, και τις κατ΄ ιδίαν ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ΠΚ.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Νικολόπουλος Λεωνίδας Θ., Δικαστική επιμέτρηση της ποινής σε: Σεμινάριο ΕΣΔι, «Ο ΝΕΟΣ ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΜΕΤΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΝΕΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ». Διαθέσιμο εδώ.
  • Χαραλαμπάκης Α., ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ, 2022, ΝΟΜΙΚΗ ΒΒΛΙΟΘΗΚΗ, ΤΝΠ QUALEX.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασιλική Χαραλάμπους
Βασιλική Χαραλάμπους
Είναι επί πτυχίω φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών. Θα ήθελε να ασχοληθεί με τη μάχιμη δικηγορία και βρίσκει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τον τομέα του ποινικού δικαίου. Στον ελεύθερό της χρόνο της αρέσει πολύ να διαβάζει βιβλία Ψυχολογίας και Φιλοσοφίας, ενώ έχει και μια ιδιαίτερη αδυναμία στον Φρόυντ και τον Ντοστογιέφσκι. Μιλάει αγγλικά, γερμανικά και λίγα ισπανικά.