Του Νίκου Αντωνάκη,
Στην καθημερινή μας ζωή συναναστρεφόμαστε αναγκαία με άλλους ανθρώπους, καθένας εκ των οποίων μπορεί να φέρει και διαφορετική ιδιότητα. Έτσι, συναντούμε τεχνίτες, ταξιτζήδες, ταμίες τραπεζών, δασκάλους κ.ο.κ. Μάλιστα, δεν είναι σπάνιες οι φορές που έχουμε αναγκαστεί να καταφύγουμε στις υπηρεσίες που αυτά τα άτομα μας προσφέρουν. Πόσες φορές, άραγε, χρησιμοποιήσαμε ένα ταξί; Πρόκειται ακριβώς για υπηρεσίες που μας προσφέρουν άνθρωποι κατά την επαγγελματική τους δράση. Ένας λ.χ. ταξιτζής κάνει κούρσες, ένας τεχνίτης αντικαθιστά τα τρυπημένα λάστιχα του αυτοκινήτου μας, ένας δικηγόρος μας παρέχει νομικές συμβουλές. Ακριβώς λόγω της συχνότητάς τους αλλά και της καθημερινής τους εμφάνισης στην οικονομική και συναλλακτική ζωή, αυτές οι δραστηριότητες, από πλευρά ποινικού δικαίου, ονομάζονται «ουδέτερες», με την έννοια ότι αποτελούν απλώς άσκηση επαγγέλματος που στερείται ποινικού ενδιαφέροντος. Το ερώτημα που προκύπτει εδώ, όμως, είναι πως αξιολογούνται αυτές οι πράξεις, όταν υποβοηθούν την εκτέλεση μιας εγκληματικής πράξης.
Πως θα αξιολογηθεί λ.χ. η συμπεριφορά ενός δικηγόρου που παρέχει νομικές συμβουλές σε διευθυντή τρομοκρατικής οργάνωσης; Ή ενός ταξιτζή που μεταφέρει τον υποψήφιο θύτη στο σπίτι μιας ανυποψίαστης κοπέλας όπου η τελευταία πέφτει θύμα βιασμού από τον πρώτο; Η απορία που προβάλλεται εδώ είναι αν αρκεί και μόνο η ύπαρξη δόλου στο πρόσωπο των συμμετόχων. Αν, δηλαδή, αρκεί ο δικηγόρος ή ο ταξιτζής να γνωρίζουν τις εγκληματικές προθέσεις των ατόμων στους οποίους παρέχουν τις υπηρεσίες τους ή απαιτείται και κάτι άλλο για να χαρακτηριστεί η συμπεριφορά τους κατά περίπτωση ως αξιόποινη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (187 παρ. 1 ΠΚ) ή απλή συνέργεια σε βιασμό (47 και 336 παρ. 1 ΠΚ). Στο σημείο αυτό έχουν αναπτυχθεί διαφορετικές απόψεις στη θεωρία, από τις οποίες στο παρόν άρθρο θα περιοριστούμε στις κυριότερες.
Έτσι, ο Μπιτζιλέκης (Συμμετοχική πράξη, σ. 117 κι επ.) θεωρεί πως σε αυτές τις περιπτώσεις δεν υφίσταται καν ο απαραίτητος λειτουργικός σύνδεσμος της επίδοξης πράξης συνέργεια με το επελθόν εγκληματικό αποτέλεσμα. Όπως, όμως, σωστά επισημαίνει η Καϊάφα-Γκμπάντι (Γενικό Μέρος, σ. 780) η λειτουργική αυτή συνάφεια θα κριθεί συγκεκριμένα στο πλαίσιο κάθε επαγγελματικής δραστηριότητας, οπότε και θα διαπιστωθεί αν υπήρξε πράγματι υπέρβαση των κατά νόμο πλαισίων της. Εξάλλου, συνεχίζει, «μια ειδική λειτουργική σχέση δεν προϋποθέτει αναγκαία κι αποκλειστικότητα». Από την άλλη, όμως, και το κριτήριο που παραθέτει η ίδια, δηλαδή το αν και κατά πόσο παραβιάζονται τα όρια της νόμιμης επαγγελματικής δραστηριότητας ή εν πάσει περιπτώσει συγκεκριμένα νομικά καθήκοντα από το πρόσωπο που παρέχει τη συνδρομή, είναι επισφαλές. Δηλαδή, δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος κανόνας δικαίου που να μας λέγει το πότε υπάρχει υπέρβαση των νόμιμων ορίων άσκησης ενός επαγγέλματος.
Λύση με βάση μόνο το σκέλος της υπαιτιότητας και την ένταση του δόλου επιχειρεί να δώσει ο Ανδρουλάκης, ο οποίος φρονεί ότι συμμετοχική πράξη θεμελιώνεται μόνο αν ο συνεργός διακατέχεται από αναγκαίο δόλο ότι ο αυτουργός θα τελέσει την εγκληματική πράξη (άμεσος δόλος β’ βαθμού), ενώ αποκλείεται η πρώτη, όταν αυτός φέρει μόνο ενδεχόμενο δόλο. Ωστόσο, απλή συνέργεια του νόμου μη διακρίνοντος (βλ. 47 ΠΚ), μπορεί να στοιχειοθετηθεί και με μόνη την ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου στο πρόσωπο του συνεργού. Ενδιαφέρουσα στο σημείο αυτό είναι η θέση του Μυλωνόπουλου (Γεν. Μ., σ. 907-910). Ο συγγραφέας προσπαθεί για τη λύση της ποινικής αξιολόγησης των «ουδέτερων» πράξεων να επιστρατεύσει βασικές αρχές της θεωρίας του αντικειμενικού καταλογισμού, όπως κάνει και μερίδα της γερμανικής επιστήμης.
Έτσι, λέει ο Μυλωνόπουλος, η «ουδέτερη» πράξη μετατρέπεται σε αξιόποινη συμμετοχή, όταν αντικειμενικά δεν διαθέτει νοηματική αυτοτέλεια σε σχέση με την εγκληματική πράξη κι υποκειμενικά είτε όταν ο δράστης έχει άμεσο δόλο είτε όταν «η εγκληματική τάση του δράστη είναι αντικειμενικά αναγνωρίσιμη». Πρόκειται, ουσιαστικά, για την πτυχή εκείνη του αντικειμενικού καταλογισμού που μιλά για την κοινωνική προσφορότητα της πράξης. Κατά τον Μυλωνόπουλο, μόνον ο δόλος δεν αρκεί για να θεμελιώσει τον άδικο χαρακτήρα της συμμετοχικής πράξης στις «ουδέτερες» πράξεις. Πρέπει αυτός να συντρέχει σωρευτικά με τα ανωτέρω προτεινόμενα κριτήρια. Πάντως, δεν παύει να αποτελεί κι ο δόλος ένα σημαντικό στοιχείο για την περί αδίκου κρίση. Στο σημείο αυτό σύμφωνος φαίνεται κι ο Χαραλαμπάκης (Γεν. Μ.), ο οποίος προκρίνει το κριτήριο της υπαιτιότητας ως το βαρύνον στοιχείο για την κατάφαση αξιόποινης συνέργειας ή όχι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Νικόλαος Μπιτζιλέκης, Η συμμετοχική πράξη, 1990.
- Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι / Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2022.
- Χρίστος Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Π. Ν. Σάκκουλας, 2020.