Της Ειρήνης Λάττα,
Είναι αρκετά σπάνιο να υπάρξει κάποιος καλλιτέχνης, ο οποίος δεν θα χαρακτηριστεί έστω και λίγο αμφιλεγόμενος σχετικά με την τέχνη του. Αυτή τη φορά, όμως, θα αναφερθούμε στον Γερμανό καλλιτέχνη, Γιόζεφ Μπόις (Joseph Beuys), ο οποίος πέρα από γλύπτης ήταν και θεωρητικός και παιδαγωγός της τέχνης, κάτι που μονομιάς μας φανερώνει τη βαθιά διείσδυσή του στην τέχνη.
Ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης είναι γνωστός για την κοινωνική διάσταση της γλυπτικής του, η οποία θεωρεί το κοινωνικό σύνολο ως ένα σπουδαίο έργο τέχνης στο οποίο κάθε άτομο μπορεί και πρέπει να συνεισφέρει ισάξια και ισότιμα. Μία από τις αγαπημένες του φράσεις είναι αυτή του ποιητή Νοβάλις (Novalis): «Κάθε άνθρωπος είναι ένας καλλιτέχνης», κάτι που φυσικά προσπαθούσε να αντανακλάσει στα έργα του.
Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή, ο Γιόζεφ γεννήθηκε το 1921 στο Κρέφελντ (Krefeld). Ήταν μοναχοπαίδι και οι γονείς του ήταν ευσεβείς καθολικοί μεσοαστικής τάξης. Στα πρώτα χρόνια της εκπαίδευσής του, στο Kleve, οι περισσότεροι δάσκαλοί του τού αναγνώρισαν την προδιάθεσή του για το σχέδιο και τη μουσική. Επιπλέον, εκτός από τις τέχνες, ο νεαρός Μπόις επίσης έδειξε δεξιότητα στην ιστορία, τη μυθολογία και τις κοινωνικές και φυσικές επιστήμες. Αυτή η κλίση είχε σαν αποτέλεσμα την εγγραφή του στο μνημειακό γλυπτικό πρόγραμμα της Κρατικής Ακαδημίας Τέχνης στο Ντύσσελντορφ το 1946, καθώς και τον διορισμό του σαν καθηγητής μνημειακής γλυπτικής λίγα χρόνια μετά, το 1961 στο ίδιο ίδρυμα, διδάσκοντας σε όλους όσους το επιθυμούσαν, χωρίς προϋποθέσεις.
Ο Μπόις διαρκώς άδραχνε κάθε ευκαιρία να δημιουργεί τέχνη από κάθε γεγονός της καθημερινότητάς του, είτε ήταν κάτι συνηθισμένο είτε κάτι απροσδόκητο, δημιουργώντας μια ηρωική αναπαράσταση για τη ζωή του. Όπως ήδη τονίσαμε, ο Μπόις δεν ήταν ιδιαίτερα υπάκουος σαν καθηγητής, γι’ αυτό και δέχτηκε αρκετές επιπλήξεις στην πορεία, με μεγαλύτερη την απόλυσή του από την Ακαδημία, το 1972, με αφορμή της αποδοχής οποιουδήποτε μαθητή στην τάξη του. Τα υλικά που είχε καθιερώσει να χρησιμοποιεί ήταν τσόχα, ζώα και οργανικά υλικά, τα οποία και συμπλήρωνε με νέα στοιχεία, έτσι ώστε να δημιουργεί νέες συμβολικές έννοιες, αλλά και να εντάξει το δικό του στίγμα εννοιολογικής τέχνης με μία νέα οπτική σύνδεση.
Λίγα χρόνια μετά, ο Μπόις ίδρυσε πολλές οργανώσεις με πολιτικό χαρακτήρα, ειδικά μετά την απόλυσή του από τη θέση του καθηγητή το 1972. Κάποιες από αυτές ήταν το Δωρεάν Διεθνές Πανεπιστήμιο για τη Δημιουργικότητα και τη Διεπιστημονική Έρευνα (1974) και το Γερμανικό Πράσινο Κόμμα (1980). Η ίδια η τέχνη του Μπόις έγινε βαθμιαία περισσότερο πολιτικοποιημένη, ενώ, ταυτόχρονα, συνέχιζε να διαμορφώνεται από τη δική του έννοια της κοινωνικής γλυπτικής, σύμφωνα με την οποία το υπονοούμενο, σε οποιοδήποτε από τα έργα του, ήταν ότι η ίδια η κοινωνία πρέπει να γίνει κατανοητή ως το πραγματικό «έργο τέχνης», κάτι που ήταν αδιαμφισβήτητα η βάση της τέχνης του.
Μετά από μακροχρόνια ασθένεια, ο Μπόις υπέκυψε από καρδιακή ανεπάρκεια στις 23 Ιανουαρίου του 1986 κοντά στη γενέτειρά του. Ο ίδιος άφησε ένα τεράστιο έργο πίσω του. Τα σχέδιά του υπολογίζονται γύρω στα 15.000, ενώ οι συνθέσεις του από τσόχα, λίπος, κερί, μέλι, ζάχαρη και χαρτί υπολογίζονται γύρω στις 30.000. Τα έργα του εκτίθενται στην Πινακοθήκη του Μοντέρνου στο Μόναχο, στο Κέντρο Ζωρζ Πομπιντού (Georges Pompidou) στο Παρίσι, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, καθώς και σε άλλα μουσεία και γκαλερί σε όλο τον κόσμο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- ΓΙΟΖΕΦ ΜΠΟΙΣ, lifo.gr, διαθέσιμο εδώ
- Γιόζεφ Μπόις: Η Γερμανία τιμά τον πιο δημοφιλή και αμφιλεγόμενο καλλιτέχνη της, lifo.gr, διαθέσιμο εδώ