Της Αλεξίας Κυριαζοπούλου,
Η συνεργασία μεταξύ ορισμένων Εβραίων και των Ναζί, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτελεί ένα εξαιρετικά δύσκολο και περίπλοκο κεφάλαιο της ιστορίας του Ολοκαυτώματος. Το ζήτημα αυτό έχει εγείρει έντονες συζητήσεις και έχει αποτελέσει πηγή αντιπαράθεσης, καθώς αφορά, αρχικά, την ηθική φύση της επιβίωσης και την πίεση που άσκησε το ναζιστικό καθεστώς στα θύματά του, αλλά και την αντιφατικότητα του ναζιστικού καθεστώτος, σε περιπτώσεις μελών των SS, τα οποία είχαν εβραϊκή καταγωγή. Στο πλαίσιο αυτό, θα εξετάσουμε τις διάφορες περιπτώσεις συνεργασίας, τους λόγους που οδήγησαν σ’ αυτές τις συνεργασίες και τις αντιδράσεις της εβραϊκής κοινότητας μετά τον πόλεμο.
Οι Εβραίοι στην Ευρώπη, ειδικά στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, υπήρξαν θύματα συστηματικής καταπίεσης και μαζικών δολοφονιών από το ναζιστικό καθεστώς. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, κάποιοι Εβραίοι βρέθηκαν να συνεργάζονται με τις γερμανικές αρχές και τους διοικητές των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Αυτή η συνεργασία εκδηλώθηκε κυρίως με τη μορφή των εβραϊκών συμβουλίων (Judenrät) και τη συμμετοχή Εβραίων φρουρών (Kapos) στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης. Τα Judenräte ή «Συμβούλια των Εβραίων» ήταν τοπικές οργανώσεις, οι οποίες συστάθηκαν από τις ναζιστικές αρχές στα γκέτο και τις εβραϊκές κοινότητες για τη διαχείριση των κατοίκων υπό τις εντολές των Γερμανών.
Οι ναζί χρησιμοποίησαν τα Judenräte για να επιβάλουν πολιτικές, από τον έλεγχο της καθημερινότητας έως τη συλλογή φόρων και την καταγραφή των Εβραίων. Τα συμβούλια έπρεπε να επιβλέπουν την εφαρμογή διαταγών, που συχνά οδηγούσαν σε εξορίες και, τελικά, στη δολοφονία των μελών της κοινότητας. Σε πολλές περιπτώσεις, οι ηγέτες πίστευαν ότι συνεργαζόμενοι θα μπορούσαν να επιτύχουν καλύτερες συνθήκες για την κοινότητα ή να καθυστερήσουν την αποστολή των ανθρώπων τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η περίπτωση του Άνταμ Τσέρνιακοφ, ο οποίος ήταν επικεφαλής του Judenrät στη Βαρσοβία, όταν συνειδητοποίησε ότι οι εντολές που του δόθηκαν από τους Ναζί περιλάμβαναν τη συλλογή και την απέλαση αθώων, αυτοκτόνησε αντί να συνεχίσει να συνεργάζεται. Ορισμένα γνωστά ονόματα Εβραίων που κατείχαν ηγετικούς ρόλους στα Εβραϊκά Συμβούλια (Judenraete) ήταν ο Χάιμ Ρούμεκ (Chaim Rumkowski), επικεφαλής του Εβραϊκού Συμβουλίου στο γκέτο του Λοτζ στην Πολωνία, ο Μόζες Μέρεν (Moshe Merin), ηγέτης του Εβραϊκού Συμβουλίου στο γκέτο του Σοσνόβιετς (Sosnowiec) στην Πολωνία, ο Γιάκομπ Γκενς (Jakub Gens), αρχηγός του Εβραϊκού Συμβουλίου στο γκέτο του Βίλνιους στη Λιθουανία και τέλος, ο Εφραίμ Μπάρσκι (Ephraim Barash), ηγέτης στο γκέτο του Μπιάλιστοκ.
Από την άλλη πλευρά, οι Kapos στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν κρατούμενοι, συχνά Εβραίοι, που έλαβαν τον ρόλο του επόπτη σε αντάλλαγμα για καλύτερη μεταχείριση, ελαφρύτερες συνθήκες κράτησης, όπως καλύτερο φαγητό ή περιορισμένα προνόμια. Ωστόσο, αυτός ο ρόλος συχνά απαιτούσε σκληρότητα και αδίστακτες συμπεριφορές, καθώς οι Kapos έπρεπε να επιβάλλουν την πειθαρχία με βία και να διατηρούν την τάξη μέσα στα στρατόπεδα. Η θέση ενός Kapo ήταν διφορούμενη και, συχνά, οδηγούσε σε ακραίες πράξεις σκληρότητας, καθώς οι κρατούμενοι που αναλάμβαναν αυτή την ευθύνη βρέθηκαν σε μία κατάσταση, όπου οι δικές τους ζωές βρίσκονταν συνεχώς σε κίνδυνο. Οι ναζί καλλιέργησαν αυτή την εσωτερική καταπίεση και ενοχή, ώστε να μειώσουν την ενότητα και την αντίσταση των κρατουμένων. Η κριτική για τους Kapos ήταν έντονη τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά τον πόλεμο, καθώς θεωρήθηκαν από πολλούς ως προδότες των συγκρατουμένων τους, παρότι πολλοί είχαν αποδεχτεί αυτή τη θέση υπό το φόβο του θανάτου.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι πρώην συνεργάτες αντιμετώπισαν σκληρή κριτική από την εβραϊκή κοινότητα και τους επιζώντες. Οι Kapos, ειδικά, έγιναν στόχος επικρίσεων και κατηγοριών για προδοσία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, δικάστηκαν από τις νέες εβραϊκές κοινότητες ή τα δικαστήρια των χωρών στις οποίες κατέφυγαν. Η συζήτηση γύρω από το αν θα πρέπει να θεωρούνται προδότες ή θύματα συνεχίζεται ακόμη. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι πρώην συνεργάτες βρέθηκαν σε μια «γκρίζα ζώνη» ηθικής, όπου οι συνθήκες δεν τους άφησαν άλλη επιλογή. Άλλοι θεωρούν ότι η δράση τους, παρότι δεν πρέπει να συγκρίνεται με τις φρικαλεότητες των ναζί, συνέβαλε στον κατακερματισμό των εβραϊκών κοινοτήτων.
Παρά τον κεντρικό αντισημιτικό χαρακτήρα του ναζιστικού καθεστώτος, η παρουσία Εβραίων ή ανθρώπων εβραϊκής καταγωγής, ακόμη και στον γερμανικό στρατό, κατά τη διάρκεια της περιόδου του Χίτλερ, αποτελεί ένα από τα πιο παράδοξα κεφάλαια της ιστορίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έως και 150.000 άνδρες, που θεωρούνταν εβραϊκής καταγωγής, υπηρέτησαν στη Βέρμαχτ, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η πολιτική της Βέρμαχτ απέναντι στο προσωπικό “Mischlinge”, καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, ήταν αντιφατική. Μεταξύ του προσωπικού της Βέρμαχτ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εβραϊκής καταγωγής ήταν στρατιώτες, ναύαρχοι και στρατηγοί, περίπου 20 στρατιώτες εβραϊκής καταγωγής έλαβαν τον Σταυρό του Ιππότη του Σιδερένιου Σταυρού.
Αυτή η εμπλοκή τους μπορεί να εξηγηθεί με διάφορους παράγοντες, όπως οι νομικές εξαιρέσεις, η κοινωνική θέση ή η επιθυμία απόκρυψης της καταγωγής τους. Σε μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά ονόματα ατόμων εβραϊκής καταγωγής, τα οποία συμμετείχαν στο ναζιστικό στρατό ανήκει και ένας από τους πιο υψηλόβαθμους στρατιωτικούς, που θεωρούνταν «μισός Εβραίος» (Mischling) και υπήρξε πτέραρχος της Luftwaffe (γερμανική αεροπορία). Ο Helmuth Wilberg είχε υπηρετήσει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε διακριθεί για τη στρατιωτική του ικανότητα. Όταν οι ναζιστικοί νόμοι έθεσαν περιορισμούς στους στρατιωτικούς εβραϊκής καταγωγής, η ηγεσία του καθεστώτος προχώρησε σε εξαίρεση για τον Wilberg, ώστε να διατηρήσει τη θέση του στον στρατό, αποτέλεσε μία από τις περιπτώσεις, όπου το ναζιστικό καθεστώς έδωσε μεγαλύτερη σημασία στην εμπειρία και τη στρατιωτική ικανότητα παρά στην καθαρότητα της φυλής.
Ένας από τους σημαντικότερους αξιωματούχους της Luftwaffe και συνεργάτης του Hermann Göring, του δεύτερου σημαντικού πολιτικού του κράτους, μετά τον Αδόλφο Χίτλερ, ο Erhard Milch, ο οποίος κατείχε τον τίτλο του στρατάρχη και συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη της γερμανικής αεροπορίας. Παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του ήταν Εβραίος, ο Milch διατήρησε τη θέση του χάρη στην προσωπική του σχέση με τον Göring. Ο ίδιος ο Göring, θέλοντας να προστατεύσει τον Milch, διέταξε να γίνει πλαστογραφία στο γενεαλογικό του δέντρο, ώστε να εμφανίζεται ως «άριος». Ο Milch υπηρέτησε σ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, ενώ η υπόθεσή του είναι χαρακτηριστική της επιλεκτικής εφαρμογής των φυλετικών νόμων. Ο Werner Goldberg, γνωστός ως «ο ιδανικός στρατιώτης», υπηρέτησε στο γερμανικό στρατό ξηράς και έγινε διάσημος, όταν το πρόσωπό του εμφανίστηκε σε προπαγανδιστική αφίσα ως πρότυπο Γερμανού στρατιώτη. Ο ίδιος είχε εβραϊκή καταγωγή από τον πατέρα του, γεγονός που τον οδήγησε εν τέλει να απολυθεί από τον στρατό, όταν ανακαλύφθηκε η καταγωγή του. Ο Bernhard Rogge, ένας από τους πλέον επιτυχημένους αξιωματικούς του γερμανικού ναυτικού, ήταν αντιναύαρχος του γερμανικού πολεμικού ναυτικού. Αν και είχε εβραϊκή καταγωγή, ο Rogge εξαιρέθηκε από τους νόμους της Νυρεμβέργης και συνέχισε να υπηρετεί στον στρατό. Η θέση του αναγνωρίστηκε επίσημα από το καθεστώς, που του προσέφερε εξαίρεση λόγω της εξαιρετικής στρατιωτικής του καριέρας. Ο Rogge συμμετείχε ενεργά στον πόλεμο, ενώ μετά το τέλος του πολέμου δεν δικάστηκε για κανένα έγκλημα.
Επιπλέον, ο Walter Hollaender ήταν ένας από τα πιο διακεκριμένα μέλη της Βέρμαχτ, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν, επίσης, αποδέκτης του Ιπποτικού Σταυρού του Σιδηρού Σταυρού για την ακραία γενναιότητα στο πεδίο της μάχης και την επιτυχημένη στρατιωτική του ηγεσία. Ως κατά το ήμισυ Γερμανός —καθώς είχε εβραϊκή καταγωγή— έλαβε γερμανικό πιστοποιητικό αίματος. Και τέλος, ο Emil Maurice ήταν μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (Ναζιστικό Κόμμα) και υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Schutzstaffel (SS). Ήταν ο πρώτος προσωπικός σοφέρ του Χίτλερ και ένα από τα πολλά άτομα μικτής εβραϊκής και εθνικής γερμανικής καταγωγής, που υπηρέτησαν στα SS.
Η παρουσία αυτών των ατόμων στο ναζιστικό στρατό ήταν αποτέλεσμα μιας περίπλοκης διαδικασίας, όπου οι ναζιστικές αρχές εφάρμοσαν τα ιδεολογικά τους κριτήρια με ευελιξία, όταν εξυπηρετούσε τις στρατιωτικές τους ανάγκες. Τα παραδείγματα αυτά καταδεικνύουν πως οι ναζιστικοί φυλετικοί νόμοι υπήρξαν, σε πολλές περιπτώσεις, αντιφατικοί και προσαρμόσιμοι, όταν το καθεστώς θεωρούσε πως κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο για στρατιωτικούς λόγους. Η ιστορία αυτών των Εβραίων ή μερικώς εβραϊκής καταγωγής στρατιωτικών δείχνει τις αντιφάσεις ενός καθεστώτος, το οποίο —παρόλο που προωθούσε μια ιδεολογία καθαρής φυλής— ήταν διατεθειμένο να παραβλέψει τους νόμους του, προκειμένου να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Hitler’s Jewish Soldiers, warfarehistorynetwork.com, διαθέσιμο εδώ.
- Judenräte, britannica.com, διαθέσιμο εδώ.
- Kapos: collaborators, perpetrators or victims?, sydneyjewishmuseum.com.au, διαθέσιμο εδώ.
- Εβραίοι που διέπρεψαν στον στρατό του Χίτλερ, lifo.gr, διαθέσιμο εδώ.