Του Θανάση Πεταλά,
Έννοια της Ιδιωτικής Αυτονομίας
Το δίκαιό μας κινείται ρυθμιστικά μεταξύ ετερόνομης κι αυτόνομης ρύθμισης των ιδιωτικών εννόμων σχέσεων. Η σύνθεση των δύο αυτών επιλογών κυριαρχεί στο αστικό δίκαιο και καθορίζει τη φυσιογνωμία του. Η λογική που ακολουθείται από τον ελληνικό αστικό κώδικα γενικά, είναι η ετερόνομη θέσπιση αναγκαστικών κανόνων με αφηρημένο περιεχόμενο, οι οποίοι αφενός οριοθετούν την κατά τα άλλα νομικά ανεξέλεγκτη συναλλακτική δράση των πολιτών αφετέρου χαράσσουν κατευθυντήριες για τον τρόπο, υπό τον οποίο και μόνο καταρτίζονται έγκυρα οι συμβάσεις, ώστε να παραχθούν τα επιθυμητά έννομα αποτελέσματα, στα οποία αποβλέπουν οι κοινωνοί του δικαίου.
Τα υπόλοιπα εναπόκεινται πλήρως στην ιδιωτική βούληση! Καταλείπεται, δηλαδή, ένα ευρύτατο πεδίο δράσης στους πολίτες, για να διαπλάσουν οι ίδιοι τις προσωπικές και περιουσιακές τους έννομες σχέσεις εντελώς φιλελεύθερα, κατά τις ανάγκες τους. Σε αυτό το πεδίο τα υποκείμενα δικαίου (φυσικά και νομικά πρόσωπα) είναι ελεύθερα να καταρτίζουν αυτόνομα συμβάσεις (πωλήσεις, δωρεές, μισθώσεις κτλ), κινούμενα εντός των άκρων ορίων που θέτει η έννομη τάξη. Εκτός από την ελευθερία σύναψης ή μη μιας σύμβασης έχουν την ευχέρεια, επίσης, σύμφωνα με την ΑΚ 361 να επιλέγουν τον αντισυμβαλλόμενο τους (ελευθερία του συμβάλλεσθαι) και την τήρηση ή όχι τύπου (όπου αυτό επιτρέπεται) καθώς και να διαμορφώνουν το περιεχόμενο της σύμβασης (συμβατική ελευθερία).
Η δικαιοπρακτική αυτή ελευθερία αποτελεί ειδικότερη έκφανση της έννοιας της ιδιωτικής αυτονομίας, πεμπτουσίας του ιδιωτικού δικαίου. Της βάσει δικαιώματος, δηλαδή, εξουσίας κάθε προσώπου να δηλώνει (ή να μην δηλώνει) κατ’ επιλογήν τη βούληση του, ώστε να επέλθουν συγκεκριμένες έννομες συνέπειες.
Σπουδαιότητα Ιδιωτικής Αυτονομίας
Η σπουδαιότητα της ιδιωτικής αυτονομίας, ως θεμελιώδους αρχής του δικαίου γενικώς, είναι φανερή στις ακόλουθες δύο διαπιστώσεις. Κατά πρώτον, η λογική της αυτόνομης ρύθμισης των εννόμων σχέσεων από τους πολίτες κρύβει μια κοσμοθεωρητική αντίληψη. Απηχεί το κοινωνικό αίτημα ότι οι σχέσεις των ιδιωτών (πρέπει να) προσδιορίζονται από εκείνους τους ίδιους και συνάδει με το γενικότερο πνεύμα φιλελευθερισμού, με το οποίο είναι εμποτισμένος ο γαλλικός κώδικας του 1804 (Code Napoléon), και τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες κατά την περίοδο σύνταξής του.
Το ρηξικέλευθο αυτό μεταρρυθμιστικό κείμενο διακήρυττε μεταξύ άλλων την ελευθερία και την ισότητα όλων, κατοχύρωνε το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και διάνοιγε ένα ευρύ πεδίο για την πραγμάτωση του ελεύθερου συναγωνισμού, κυρίως μέσω της κατάργησης της φεουδαρχίας και των ιδιαίτερων προνομίων που απολάμβανε η τότε γαλλική αριστοκρατία. Το έργο έμοιαζε απαραίτητο προαπαιτούμενο για την εμπορική ανάπτυξη της εποχής κι απένειμε οικονομική δύναμη στους πολίτες.
Στον ελληνικό χώρο ο αστικός κώδικας ενσωμάτωσε τα ανωτέρω ιδεολογικά στοιχεία του Ναπολεόντειου Κώδικα με σιωπηρό τρόπο. Το κείμενο, δηλαδή, απεκδύθηκε του έντονου πολιτικού στοιχείου του γαλλικού του υποδείγματος και διατήρησε απολιτίκ χαρακτήρα με τη λογική να αποτελέσει έναν αυστηρά νομοτεχνικό μηχανισμό, που να ανταποκρίνεται στις κοινωνικές ανάγκες των καιρών και να παραμένει ανθεκτικός στις ραγδαίες τεχνολογικές κι οικονομικές εξελίξεις.
Η φιλελεύθερη ρύθμιση του ελληνικού αστικού κώδικα ως προς τη δικαιοπρακτική ελευθερία είναι πάντως εμφανής στο άρθρο 2 του Συντάγματος περί ανθρώπινης αξιοπρέπειας καθώς και στο άρθρο 5 για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την οικονομική ελευθερία, της οποίας ειδικότερη έκφραση στον αστικό χώρο αποτελεί η ΑΚ 361, που εκτέθηκε παραπάνω. Θα μπορούσε να προστεθεί εδώ και το ατομικό δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι (Συντ. άρθρο 12), το δικαίωμα στην ιδιοκτησία (Συντ. άρθρο 17) κι η ελευθερία του διατιθέναι (Συντ. άρθρο 5 & 17, ΑΚ 1712).
Κατά δεύτερον, η αυτόνομη ρύθμιση, αν κι αποτελεί κεντρική φιλοσοφία με δική της αυταξία, εξυπηρετεί και πρακτικά τη μορφή και τη λειτουργία του κώδικα. Αυτός ακολουθεί συνειδητά μια αφηρημένη και γενικόλογη διατύπωση των διατάξεων κι αποφεύγει να ρυθμίσει εξαντλητικά τις διάφορες περιπτώσεις. Θέτει, δηλαδή, όπως προείπαμε, το γενικό πλαίσιο, εντός του οποίου μπορούν οι πολίτες ελευθέρα να καταρτίζουν συμβάσεις, πραγματώνοντας το περιεχόμενο της ιδιωτικής τους βούλησης.
Η επιλογή αυτή του νομοθέτη δεν ήταν καθόλου τυχαία. Οι βιοτικές σχέσεις των πολιτών, ενόψει και της αλματώδους κοινωνικοοικονομικής εξέλιξης, είναι σύνθετες και πολύμορφες, ώστε να μην μπορεί να ανταποκριθεί με επάρκεια μια λεπτομερής αστική κωδικοποίηση. Αποτελεσματικότερο είναι λοιπόν να τίθενται γενικές ρήτρες, που επιτρέπουν τον δικαστή να εξατομικεύσει τον κανόνα σε συγκεκριμένη ατομική περίσταση λαμβάνοντας υπόψιν τις ιδιορρυθμίες της. Αυτό προσδίδει στον κώδικα επίσης το στοιχείο της αντικειμενικότητας και της ανθεκτικότητας στον χρόνο.
Επομένως, συμπεραίνουμε πως η ιδιωτική αυτονομία κι η αφαιρετική διατύπωση του κώδικα είναι δύο ξεχωριστά στοιχειά που αλληλοσυμπληρώνονται. Η πρώτη αποτελεί θεμελιώδη ιδεολογική αρχή, ανεξάρτητα από τις γενικές διατάξεις του κώδικα. Η συνειδητή επιλογή όμως των τελευταίων ενισχύει αυτή την αρχή κι άρα οι δύο έννοιες αλληλεπικαλύπτονται.
Άκρα Όρια της Ιδιωτικής Αυτονομίας
Όπως προείπαμε, η συναλλακτική δράση των πολιτών θα ήταν νομικά ανεξέλεγκτη και θα γεννούσε αδικίες και προβλήματα, εάν δεν ετίθεντο υποχρεωτικά όρια στην ιδιωτική αυτονομία. Αυτά οριοθετούν τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, την οποία, δηλαδή, ο κοινωνός του δικαίου δεν πρέπει να υπερβεί, εφόσον θέλει να καταρτίσει έγκυρα μια σύμβαση.
Από τους υπάρχοντες περιορισμούς άλλοι είναι γενικοί, όπως λογού χάρη οι διατάξεις για τη δικαιοπρακτική ικανότητα (ΑΚ 127επ.), την παρανομία ή ανηθικότητα της δικαιοπραξίας (ΑΚ 174,178,179) και την ελαττωματική βούληση (ΑΚ 140επ.), κι άλλοι είναι ειδικοί, όπως το numerus clausus των εμπραγμάτων δικαιωμάτων (ΑΚ 973) και των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου.
Για παράδειγμα, μια πώληση με αντικείμενο έναν άνθρωπο (συχνό φαινόμενο παλιότερα, που η δουλεία ήταν ευρέως διαδεδομένη) είναι μια σύμβαση τόσο παράνομη (Συντ. Α 2, ΑΚ 174) όσο κι ανήθικη (ΑΚ 178) κι άρα ως εκ τούτου άκυρη.
Οι ανωτέρω περιορισμοί της ιδιωτικής βούλησης εξυπηρετούν γενικώς την προστασία των συμβαλλομένων και τη θεραπεία των ανισοτήτων που υπάρχουν μεταξύ τους. Επιπρόσθετα, αν κι ο ελληνικός αστικός κώδικας δεν θέτει κριτήρια διάκρισης σε πλούσιους και φτωχούς, εργοδότες κι εργαζόμενους κτλ, θέλοντας να αποτελέσει έναν καθαρά νομοτεχνικό μηχανισμό, η νομική πραγματικότητα επιβάλλει να ληφθεί υπόψιν η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση των πολιτών, ώστε να είναι δικαιότερη η ρύθμιση. Έτσι, βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να εμφανίζονται ειδικοί νόμοι για τον περιορισμό του ανταγωνισμού ή την προστασία του καταναλωτή, που σμικρύνουν κι άλλο το πεδίο ελεύθερης δράσης στις συναλλαγές.
Η πρακτική αυτή, ωστόσο, κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, ακριβώς επειδή η ελευθερία δεν πρέπει να εκλαμβάνεται μόνο αρνητικά, ως αποκλεισμός κάθε επέμβασης τρίτου στην ατομική σφαίρα του προσώπου. Αντιθέτως, ελευθέρια σημαίνει δυνατότητα του πολίτη να δρα κατά βούληση κι άρα προϋποτίθεται μια στοιχειώδης ισότητα οικονομικών δυνάμεων, ώστε να μην βρίσκεται το ένα συμβαλλόμενο μέρος σε δυσανάλογα μειονεκτική θέση και δημιουργούνται σε βάρος του συνθήκες εκμετάλλευσης. Ακριβές είναι, λοιπόν, να πούμε ότι η ιδιωτική αυτονομία πραγματώνεται αληθινά στο δίκαιο μόνο με τον ορθό και λελογισμένο συνδυασμό ελευθερίας και περιορισμών!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ν. Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 3η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 1983
- Δ. Παπαστερίου / Δ. Κλαβανίδου, Δίκαιο της δικαιοπραξίας, 2η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2021.
- Κ. Σταμάτης / Α. Τάκης, Εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου, 2η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2018.