Της Πελαγίας Τριχάκη,
«Δεν είμαστε τουρίστες, είμαστε ταξιδιώτες… Ο τουρίστας είναι αυτός που σκέφτεται την επιστροφή στο σπίτι με το που φτάσει, ενώ ο ταξιδιώτης μπορεί και να μη γυρίσει ποτέ πίσω…». Αυτός ο προφητικός, σε σχέση με την εξέλιξη της πλοκής, διάλογος σηματοδοτεί την έναρξη του σπουδαίου κινηματογραφικού έργου του Bernardo Bertolucci, The Sheltering Sky (Τσάι στη Σαχάρα) που βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Paul Bowles το 1949, ενώ κυκλοφόρησε το 1990, έπειτα από το επίσης σπουδαίο The Last Emperor (1987). Ως κοινωνικό-πολιτικό υπόβαθρο τοποθετείται η αποικιοκρατούμενη Αλγερία, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, χωρίς ο σκηνοθέτης να εμβαθύνει στα ιστορικά γεγονότα της εποχής. Αντιθέτως, διατηρεί μια εξωτερική οπτική ως προς την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, επιλογή που παρατηρούμε να κάνει και σε επόμενες ταινίες του, όπως το The Dreamers (2003).
Η Kit (Debra Lynn Winger) και ο Port (John Malkovich), ένα παντρεμένο ζευγάρι προερχόμενο από την Αμερική, φτάνουν μαζί με τον συνοδοιπόρο τους, George Tunner (Campbell Scott), στο Οράν της Αλγερίας, προκειμένου να αναζωπυρώσουν τον γάμο τους μέσα από την περιπέτεια που φιλοδοξούν να ζήσουν. Τα προβλήματα που διέπουν τη σχέση τους, όμως, δεν αργούν να φανούν και οι πρώτες εντάσεις ήδη ξεσπούν. Ο ρόλος του Tunner αναδεικνύει ακόμα περισσότερο τα προβλήματα στη σχέση του ζευγαριού, καθώς αναπτύσσεται εξαρχής ένα όχι και τόσο φιλικό κλίμα μεταξύ της Kit και του Tunner, με το οποίο ο Port είναι φανερά ενοχλημένος. Χωρίς να περάσουν ούτε λίγες ημέρες, οι τρεις τους ξεκινούν την εξερεύνηση προς τα βάθη της Αφρικής, κατευθυνόμενοι νότια, στην Αλγερία. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, όμως, και ενώ συνεχίζουν να προχωρούν όλο και ενδότερα στη Σαχάρα, ο Port αρρωσταίνει βαριά με τυφοειδή πυρετό και η πλοκή ακολουθεί σταδιακά μια δυσάρεστη τροπή.
Το The Sheltering Sky δεν είναι τόσο μια ιστορία αγάπης, ούτε η απαθανάτιση μιας δυσλειτουργικής σχέσης με δραματικό τέλος· ή, τουλάχιστον, δεν είναι μόνο αυτό. Πρόκειται για μια «ωδή» στο ταξίδι της αυτοανακάλυψης, στην αναζήτηση του «είναι» μας και στη συνειδητοποίηση ότι, τελικά, ταξιδεύουμε μόνοι σε αυτήν τη ζωή, διότι το μόνο σίγουρο είναι ότι θα έχουμε πάντα την παρέα του εαυτού μας. Ακόμα κι αν, κατά μια μερίδα των θεατών, το σενάριο εξελίσσεται αργά στο δεύτερο μέρος της ταινίας, πώς θα μπορούσε το κοινό να συναισθανθεί τη διάρκεια και τη δυσκολία του υπαρξιακού ταξιδιού, εάν αυτό προβαλλόταν ως μία «αναλαμπή»; Η ανθρώπινη ψυχή παρομοιάζεται άψογα με μια έρημο, απρόσιτη, χαοτική και, ταυτόχρονα, γοητευτική, η διερεύνηση της οποίας δεν είναι καθόλου εύκολη και απαιτεί δύναμη και θάρρος. Η Kit χάνεται στην έρημο, με την κυριολεκτική και μεταφορική της σημασία, αφήνοντας το ταξίδι να την οδηγήσει και χωρίς να γνωρίζει προς τα πού βαδίζει. Ένα ταξίδι που φοβόταν καιρό να κάνει, όπως είχε αποκαλύψει και στον Port νωρίτερα: «Μακάρι να μπορούσα να είμαι σαν εσένα, αλλά δεν μπορώ. Εσύ δεν έχεις ανάγκη κανέναν, θα μπορούσες να ζήσεις και μόνος». Όμως, όπως φαίνεται, κανένας δεν μπορεί να αποφύγει την ψυχή του.
Έτσι, λοιπόν, μέσα από την αποθεωτική μουσική των Sakamoto Ryūichi και Richard Horowitz −οι οποίοι απέσπασαν τη Χρυσή Σφαίρα της Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής Επένδυσης το 1991− και την εξαιρετική φωτογραφία του Vittorio Storaro, που κατέκτησε επίσης πλήθος βραβείων, ο Bernardo Bertolucci καταφέρνει να δημιουργήσει στον θεατή την αίσθηση ότι και ο ίδιος περιπλανείται με τους πρωταγωνιστές στη Σαχάρα, μεταβαίνοντας από κοινότητα σε κοινότητα και ανακαλύπτοντας τον πλούσιο ανατολικό πολιτισμό, που ο μέσος δυτικός άνθρωπος φαίνεται συχνά να παραμερίζει. Γινόμαστε συνοδοιπόροι τους σε ένα ταξίδι τόσο εξωτερικό και κυριολεκτικό όσο και εσωτερικό και υπαρξιακό, μέσα από την πραγματικά απολαυστική αισθητική που συνδημιουργούν όλοι οι συντελεστές της ταινίας.
Κι όμως, όσο και αν το αγνοούμε —ή καλύτερα αποφεύγουμε να το συνειδητοποιήσουμε— «η ζωή δεν είναι ένα ανεξάντλητο πηγάδι», όπως υπενθυμίζει κατά τη λήξη της ταινίας ο εξωτερικός αφηγητής, που ενίοτε εμφανίζεται και τον οποίο υποδύεται ο ίδιος ο Paul Bowles. Στιγμές όμορφες και ιδιαίτερες, που από λανθασμένη εκτίμηση τις θεωρούμε δεδομένες, ενδεχομένως να τις ζήσουμε λίγες ακόμα φορές, ίσως και μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Όντας «παίκτες» σε ένα σύστημα στο οποίο απορροφούμαστε από τη ρουτίνα, ας μην πέσουμε θύματα της αυταπάτης ότι είμαστε αιώνια, άτρωτα πλάσματα. Ίσως, όσο νωρίτερα το συνειδητοποιήσουμε τόσο το καλύτερο, ενώ ο Bertolucci μας δίνει τροφή για σκέψη και μετά τη λήξη της ταινίας, μέσα από ένα συγκινητικό και μεγαλειώδες φινάλε…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ