Της Ιωάννας Ζαπονάκη,
Τα Συντάγματα του Αγώνα θεσπίστηκαν μέσα στις ανατρεπτικές συνθήκες της Επανάστασης του 1821, για να δώσουν μορφή στο νέο ελληνικό κράτος. Ωστόσο, σύντομα ξέσπασαν συγκρούσεις για την πολιτική κυριαρχία μεταξύ τοπικών αρχόντων, οπλαρχηγών και μελών της Φιλικής Εταιρείας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) άσκησαν επιρροή, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση των πρώτων κομμάτων και εντείνοντας τις διαιρέσεις που οδήγησαν σε εμφύλιες διαμάχες (1823-1825), υπονομεύοντας την εφαρμογή των υιοθετηθέντων από τις Εθνικές Συνελεύσεις. Στη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, υιοθετήθηκαν τρία συνταγματικά κείμενα (1822, 1823, 1827). Τα τρία συντάγματα της περιόδου, ήταν εμπνευσμένα από τα Γαλλικά Συντάγματα του 1793 και 1795, τη Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, το Συνταγματικό σχέδιο του Ρήγα Βελεστινλή (1797) και τα τρία Συντάγματα των Ιονίων Νήσων. Όλα τα Συντάγματα διακήρυσσαν το δημοκρατικό (αβασίλευτο) χαρακτήρα, καθιέρωναν δημοκρατικές αρχές και παρουσίαζαν μία σειρά από θεμελιώδη δικαιώματα.
Η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου
Θεμελιωτική στιγμή, σε επίπεδο εθνικής πολιτειακής ρύθμισης, είναι το πρώτο Εθνικό Σύνταγμα της Ελλάδας, εκείνο της Επιδαύρου. Καταρτίστηκε και ψηφίστηκε από την Α΄ Εθνοσυνέλευση στην Πιάδα, τη σημερινή Νέα Επίδαυρο. Υιοθετήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1822 που έγινε γνωστό στο λαό με προκήρυξη και επισήμως ονομάστηκε «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδας». Σε μεγάλο βαθμό χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο το Γαλλικό Σύνταγμα του 1895, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την εκτελεστική και νομοθετική λειτουργία. Όμως, υπήρξε μετριοπαθές, επειδή η Εθνοσυνέλευση όπως θα υποστηριχθεί παρακάτω, περιλάμβανε στην πλειοψηφία της την ολιγαρχία της γης. Το Σύνταγμα της Επιδαύρου, υπήρξε έργο του Ιταλού καρμπονάρου φιλέλληνα Βιντσέντζο Γκαλλίνα (Vincenzo Gallina), που συμμετείχε ως εμπειρογνώμονας της σύνταξής του, του Φαναριώτη διπλωμάτη και πολιτικού Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και του πολιτικού Θεόδωρου Νέγρη.
Οι ετοιμασίες της Εθνοσυνέλευσης άρχισαν ύστερα από την ανάληψη της στρατιωτικής αρχηγίας από το Δημήτρη Υψηλάντη και την άφιξη στην Ελλάδα των Φαναριωτών και πολιτικών Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και Θεόδωρου Νέγρη. Για την προετοιμασία της πραγματοποιήθηκαν δύο τοπικές συνελεύσεις στην Στερεά Ελλάδα. Στο Μεσολόγγι και την Άμφισσα, κλήθηκαν αντιπρόσωποι για την 14η Σεπτεμβρίου. Η πρώτη τοπική συνέλευση, έληξε στις 9 Νοεμβρίου 1821 και η δεύτερη τοπική συνέλευση έληξε περίπου στα τέλη του ίδιου μήνα. Από αυτές τις συνελεύσεις προέκυψαν οργανισμοί διοίκησης και πληρεξούσιοι για την Εθνική Συνέλευση. Στη συνέχεια, αποφασίστηκε η ανασύσταση του «Οργανισμού της Πελοποννησιακής Γερουσίας» στην Πελοπόννησο. Πρόεδρος εκλέχθηκε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ο οποίος όρισε αρχικά ως έδρα της Εθνοσυνέλευσης, το Άργος. Οι πληρεξούσιοι ορκίστηκαν στην παλαιά εκκλησία του Αγίου Ιωάννη μετά από καθυστερήσεις, όπου πανηγυρικό λόγο εκφώνησε ο Νεόφυτος Βάμβας, ένας από τους λεγόμενους «διδασκάλους του Γένους» και εκπρόσωπος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Όσο περνούσαν οι μέρες έφτασαν και οι εκπρόσωποι που είχαν καθυστερήσει από τη Στερεά και την Πελοπόννησο. Η πρώτη Εθνοσυνέλευση ξεκίνησε τις επίσημες εργασίες της στις 20 Δεκεμβρίου του 1821 και έληξαν στις 16 Ιανουαρίου του 1822.
Οι ολιγαρχικοί παράγοντες δεν επιθυμούσαν τη σύγκληση της Εθνοσυνέλευσης και τη ψήφιση Συντάγματος. Όμως, ο επαναστατημένος λαός προωθούσε την ιδέα του Συντάγματος και του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτό εξάλλου έδειξε και η σύγκρουση στα Βέρβαινα. Ο επαναστατημένος λαός με επικεφαλής τους Παπαφλέσσα, Αναγνωσταρά και Αναγνωστόπουλο, πολιόρκησαν τους κοτζαμπάσηδες φωνάζοντας «θέλουμε Σύνταγμα». Η σύγκρουση έληξε με την παρέμβαση του Κολοκοτρώνη.
Πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης εκλέχθηκε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Συμμετείχαν εκπρόσωποι από τα νησιά Σπέτσες, Ύδρα και Ψαρά αλλά και από την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα. Περιλάμβανε 60 αντιπροσώπους, οι «παραστάτες» όπως λέγονταν και ήταν χωρισμένοι σε τέσσερις κλάσεις, ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή, επιλεγμένες με κλήρο από τους προεστούς και όχι από το λαό. Όπως αναφέρει ο Κωστής, «οι εκπρόσωποι του διάφορων περιοχών ήταν μάλλον αυθαίρετα επιλεγμένοι μεταξύ των τοπικών ηγεσιών, χωρίς όμως να τεθεί ποτέ θέμα νομιμότητας της συνέλευσης». Έτσι, οι κοτζαμπάσηδες υπερεκπροσωπούνταν. Αποκλείστηκαν οι οπλαρχηγοί και οι ηγέτες του επαναστατημένου λαού που προέρχονταν από αυτόν ή βρίσκονταν πιο κοντά στα δικά του συμφέροντα. Για παράδειγμα, δεν ήταν αντιπρόσωποι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Υψηλάντης. Αυτή η κοινωνική σύνθεση εξέφραζε την κυριαρχία της γης, του ανώτερου κλήρου και εν μέρει των μεγαλεμπόρων και των πλοιοκτητών.
Έτσι, στη Συνέλευση συμμετείχαν 20 γαιοκτήμονες, 13 πλοιοκτήτες και 3 μεγαλέμποροι ενώ οι στρατιωτικοί αρχηγοί ήταν μόνο 4. Επίσης, δεν υπήρχε κανένας περιορισμός στους πόσους αντιπροσώπους θα έστελνε κάθε περιοχή. Οι περισσότεροι ήταν από τη Στερεά Ελλάδα ενώ παράλληλα πήραν μέρος και εκείνοι που έστειλε ο Άρειος Πάγος, οι «συνήγοροι», όπως ονομάζονταν. Κάθε κλάση εξέλεξε από τρία μέλη συστήνοντας έτσι μία δωδεκαμελή επιτροπή για τη θέσπιση του οργανικού νόμου. Η δωδεκαμελής επιτροπή αποτελούνταν από τους Πέτρο Σκυλίτζη, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, Δρόσο Μανσόλα, Ιωάννη Κωλέττη, Παλαιών Πατρών Γερμανό Γ΄, Πανούτζο Νοταρά, Θεόδωρο Νέγρη, Γεώργιο Αινιάν, Ιωάννη Ορλάνδο, Φώτιο Καραπάνου, Αναγνώστη Μοναρχίδη και Αθανάσιο Κανακάρη.
Παρ’ όλη τη σύσταση της Εθνοσυνέλευσης, στις διατάξεις του Συντάγματος υπήρχε το λαϊκό στοιχείο. Το Σύνταγμα της Επιδαύρου, περιλάμβανε 110 σύντομες παραγράφους, διαρθρωμένες σε πέντε ενότητες, που αποκαλούνται «τίτλοι», σύμφωνα με τα γαλλικά συντάγματα. Το πρώτο μέρος όριζε ότι επικρατούσα θρησκεία είναι η Ορθόδοξη Χριστιανική. Η Διοίκηση αποτελείτο από δύο σώματα που θεσπίστηκαν, το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό, των οποίων οι αρμοδιότητες και η σχέση τους ρυθμίζονταν στο δεύτερο, το τρίτο και τέταρτο μέρος του Συντάγματος. Το πέμπτο μέρος αφορούσε τη σύνθεση και λειτουργία του Δικαστικού, το οποίο ήταν ενδεκαμελές και ανεξάρτητο από τις προηγούμενες δύο δυνάμεις. Αξίζει να σημειωθεί πως, ορίστηκε ως εθνικό σύμβολο, η ελληνική σημαία.
Παρά τις αντιδράσεις και αντιπαραθέσεις που προηγήθηκαν της συγκέντρωσης στην Επίδαυρο, οι αντιπρόσωποι κατάφεραν να συμβιβαστούν και να μετριάσουν τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους, καταλήγοντας στην ψήφιση του «Προσωρινού Πολιτεύματος της Επιδαύρου». Χαρακτηρίστηκε «Προσωρινό», χάρη των σχέσεων πολλών από των αντιπροσώπων της Εθνοσυνέλευσης με τις ευρωπαϊκές Αυλές αλλά και για τον καθησυχασμό αυτών, επειδή ήταν αντίθετες γενικότερα απέναντι στις Επαναστάσεις που συντελούνταν εκείνη την χρονική περίοδο στην Ευρώπη. Επιπλέον, εξέφραζε τη βούληση των αντιπροσώπων να μην δεσμευτούν οριστικά από ένα δημοκρατικό Σύνταγμα προκειμένου να μην κλείσουν ολότελα το δρόμο σε συντηρητικές πρακτικές που υπαγορεύονταν λόγω της συντηρητικότητας και μετριοπάθειάς τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αλιβιζάτος, Κ. Νικόλαος (2012), Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στην Νεοελληνική ιστορία 1820-2010, Αθήνα, Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ
- Καλτσώνης, Δημήτρης (2017), Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδας 1821-2001, Αθήνα, Εκδόσεις ΚΨΜ
- Κοντιάδης, Ι. Ξενοφών (2021), Η περιπετειώδης Ιστορία των επαναστατικών συνταγμάτων του 1821: Η θεμελιωτική στιγμή της Ελληνικής Πολιτείας, Αθήνα, Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
- Κωστής, Κ. (2014), Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη
- Δασκαλάκη, ΑΠ. (1961), Ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος Μέρος Α’, Αθήνα, Εκδόσεις Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις