Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Μια από τις συνέπειες της πολυεπίπεδης κρίσης που ενέσκηψε στην Ελλάδα την προηγούμενη δεκαετία ήταν η βίαιη αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος. Ο «παραδοσιακός», μεταπολιτευτικός δικομματισμός ΝΔ-ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε για να αντικατασταθεί, εν μέρει, από τον καχεκτικό δικομματισμό ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, που αποτέλεσε τη χαρακτηριστικότερη των τεκτονικών πολιτικών αλλαγών που συντελέστηκαν τότε. Πλέον, η τράπουλα αναδιανέμεται και το διπολικό σύστημα των τεσσάρων πρώτων δεκαετιών της Μεταπολίτευσης μοιάζει πιθανό να αναγεννηθεί.
Στις εθνικές Βουλευτικές Εκλογές της 6ης Μαΐου του 2012 έλαβε τέλος η μορφή που το πολιτικό σύστημα της χώρας είχε από τις 20 Νοεμβρίου του 1977. Τότε, στις δεύτερες εκλογές, μετά την πτώση της Χούντας, διαμορφώθηκε για πρώτη φορά το ιστορικό δίπολο ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Η ΝΔ κέρδισε εκ νέου την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ενώ το ΠΑΣΟΚ κατέλαβε για πρώτη φορά τη θέση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, προσπερνώντας την Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου (ΕΔΗΚ) που αποτελούσε τη συνέχεια της Ενώσεως Κέντρου-Νέων Δυνάμεων, που στις εκλογές του 1974 είχε αναδειχθεί δεύτερη κοινοβουλευτική δύναμη. Έκτοτε, το κομματικό αυτό δίδυμο αποτέλεσε τους δύο ισχυρούς πόλους εξουσίας, τα μέρη που εναλλάχτηκαν στην εξουσία αυτοδύναμα (με εξαίρεση τις Κυβερνήσεις συνεργασίας Τζαννετάκη και Ζολώτα το 1989) για 34 χρόνια. Το 2011 θα έχουμε την τρικομματική Κυβέρνηση συνεργασίας Παπαδήμου (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ) και το 2012, στις πρώτες «μνημονιακές» εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ θα κάνει τη μεγάλη έκπληξη και θα αναδειχθεί δεύτερη δύναμη στη Βουλή. Συνολικά, ο «παραδοσιακός» δικομματισμός ΝΔ-ΠΑΣΟΚ θα συρρικνωθεί σε μόλις 32,03% των ψήφων αθροιστικά, με τα δύο κόμματα να καταγράφουν ιστορικό χαμηλό στις ατομικές επιδόσεις τους. Ενδεικτικό του μεγέθους της ανατροπής του σκηνικού είναι το γεγονός ότι στις αμέσως προηγούμενες Βουλευτικές Εκλογές, λιγότερο από τρία χρόνια πριν, είχαν αθροίσει από κοινού το 77,39% των ψήφων, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ τότε ήταν το τελευταίο σε δύναμη κοινοβουλευτικό κόμμα.
Είναι σαφές ότι η συνολική αμφισβήτηση των μεταπολιτευτικών βεβαιοτήτων κατεγράφη και στην κάλπη. Με το πρώτο κόμμα να λαμβάνει μόλις το 18,85% των ψήφων και τα υπόλοιπα έξι κοινοβουλευτικά κόμματα να κινούνται από 65% έως 16% πολλοί μίλησαν για το τέλος του δικομματισμού εν γένει και την ανατολή της εποχής των κυβερνήσεων συνεργασίας. Παρά ταύτα, η εγγενείς τάση πόλωσης έκανε την εμφάνισή της ενάμιση μήνα αργότερα, μιας και η αδυναμία συγκρότησης κυβέρνησης συνεργασίας οδήγησε σε νέα προσφυγή στην λαϊκή ετυμηγορία. Ευνοημένα της κατάστασης αυτής ήταν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα. Η ΝΔ παρουσιάστηκε ως ηγέτιδα των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων καταγράφοντας εισροή ψηφοφόρων που παραδοσιακά μπορεί να μην την προτιμούσαν αλλά ήθελαν εν προκειμένω να αποτρέψουν την ανάληψη της εξουσίας από ένα ΣΥΡΙΖΑ που φλέρταρε με μεθόδους Λατινικής Αμερικής στη διαχείρισης της κρίσης. Τα δύο πρώτα κόμματα αύξησαν έτσι κατά 10% περίπου τις δυνάμεις τους με όλα τα υπόλοιπα πλην ΔΗΜΑΡ να καταγράφουν μικρές απώλειες, συνεπεία της πόλωσης. Παρόλα αυτά, ο «νέος» δικομματισμός δεν μπόρεσε να φτάσει ούτε το 56% των ψήφων εξού κι έλαβε το προσωνύμιο «καχεκτικός». Θα περάσουν επτά χρόνια, όπου η αυτοδυναμία φαντάζει άπιαστη για τα κόμματα.
Στο διάστημα αυτό, η χώρα θα βιώσει μία πρωτοφανή κρίση πόλωσης για τις περισσότερες γενιές της, μιας και θα βρεθεί με το ένα πόδι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης κι Ευρωζώνης και θα ζήσει το πρώτο δημοψήφισμα μετά από αυτό που έλαβε χώρα το 1974 και αφορούσε το Πολιτειακό ζήτημα, ενώ, παράλληλα, θα δει ένα νεοναζιστικό κόμμα να αναδεικνύεται τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη. Στο διάστημα αυτό, θα δει επίσης, για πρώτη φορά από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, να υφίσταται Κυβέρνηση στην οποία δεν συμμετέχουν ούτε η ΝΔ ούτε το ΠΑΣΟΚ, μιας και οι εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 θα δώσουν συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η πλειοψηφία αυτή θα αναβαπτισθεί εκλογικά στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους. Ακόμα και τότε όμως, ο δικομματισμός δεν θα ξεπεράσει το 64%. Το δε ΠΑΣΟΚ θα βιώσει την απόλυτη ήττα, φτάνοντας στην τελευταία θέση στις πρώτες εκλογές του 2015, έχοντας απολέσει 40 ποσοστιαίες μονάδες σε διάστημα μικρότερο των έξι ετών. Μετά και τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, το καλοκαίρι του 2015, η πόλωση θα περάσει από τη διαμάχη μεταξύ μνημονιακών και αντι-μνημονιακών σε αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ–αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου, με τη ΝΔ να βγαίνει κυρίως ευνοημένη από αυτό. Το ΠΑΣΟΚ ανακάμπτει πολύ αργά, μιας και ένα τμήμα παραδοσιακών του ψηφοφόρων θεωρεί προτεραιότητα την απομάκρυνση του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ένα άλλο διατηρεί έντονα αντι-δεξιά και αντι-μητσοτακικά χαρακτηριστικά.
Οι εκλογές του Ιουλίου του 2019 μοιάζουν με μια πρώτη ματιά «διόρθωση του ταμπλό», κατά τη χρηματιστηριακή ορολογία. Η ΝΔ αγγίζει το 40% κι επιτυγχάνει αυτοδυναμία για πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί σημαντικές δυνάμεις με 31,53% και συνολικά ο δικομματισμός ξεπερνά το 70% για πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια. Πολλοί τότε μίλησαν για τη σταθεροποίηση της νέα τάξης πραγμάτων, προφητεύοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε οριστικά κερδίσει τη μάχη από το τρίτο ΠΑΣΟΚ σχετικά με την κύρια έκφραση του τμήματος αυτών των ψηφοφόρων που σχηματικά κι εν πολλοίς αδόκιμα καλείται Κεντροαριστερά.
Με το Κίνημα, έχοντας μόλις 8,1%, να μην καταφέρνει να εισπράξει παρά μόλις δύο περίπου μονάδες από την κυβερνητική φθορά του ΣΥΡΙΖΑ έμοιαζε γι’ αρκετούς δημοσιολογούντες να έχει την τύχη της πάλαι ποτέ Ενώσεως Κέντρου, που βαθμιαία διαχύθηκε μεταξύ της συστημικής ΝΔ και του εφορμούντος τότε ΠΑΣΟΚ. Αυτό που δεν υπολόγιζαν σωστά ήταν η ανθεκτικότητα των «ριζών» κάθε κόμματος στην ελληνική κοινωνία. Το ΠΑΣΟΚ, ακόμη και την εποχή που είχε φτάσει στο 4% δημοσκοπικά, ασκούσε κυβερνητική εξουσία, ενώ είχε σημαντικές δυνάμεις –σίγουρα ισχυρότερες του ΣΥΡΙΖΑ– στους λεγομένους μαζικούς κοινωνικούς χώρους, ειδικότερα στην Αυτοδιοίκηση και στον Συνδικαλισμό. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και την εποχή που κυριαρχούσε εκλογικά και ασκούσε κυβερνητική εξουσία, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από το status του «κόμματος διαμαρτυρίας». Αντιμετωπιζόταν, ακόμη και υποσυνείδητα, από μεγάλα τμήματα της κοινής γνώμης ως ευκαιριακό φαινόμενο, ενώ η έλλειψη αυτοδιοικητικής κουλτούρας και συνδικαλιστικής πείρας στο ανώτατο επίπεδο του στερούσε τη δυνατότητα να μετεξελιχθεί από κόμμα σε παράταξη. Οι ευκαιριακές συγκολλήσεις που τον μεγάλωσαν κατέρρευσαν με την απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας. Έχοντας απομυθοποιηθεί πλήρως και με τη χώρα να επιστρέφει σταδιακά σε μια κάποια οικονομική κανονικότητα, εκκαλείτο να λειτουργήσει με όρους θεσμικής, προγραμματικής αντιπολίτευσης. Ήταν κάτι που δεν το γνώριζε και το πολιτικό του προσωπικό δεν είχε τη θέληση και τη δυνατότητα να το διδαχθεί.
Έτσι, οδηγηθήκαμε στη μονοκρατορία Μητσοτάκη. Στις εκλογές του 2023, δε, παρατηρήθηκε για πρώτη φορά το φαινόμενο της ισχυροποίησης του κυβερνόντος κόμματος και της ουσιαστικής διάλυσης της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, με τον ΣΥΡΙΖΑ να χάνει σχεδόν τη μισή του δύναμη και να επιστρέφει σε ποσοστό κοντά σε εκείνο του 2012. Μοιάζει, δηλαδή, με την πορεία ενός διάττοντος αστέρος. Ενώ, όμως, ο δικομματισμός υποχώρησε σε επίπεδα κάτω από αυτό του 2019, όλο και περισσότεροι μιλούν για την ανάγκη επαναφοράς του, προκειμένου να αποκατασταθεί η ισορροπία και να πάψει να φαντάζει ανεξέλεγκτη η Κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Σήμερα, το ΠΑΣΟΚ μοιάζει ικανό να επιτύχει την ολική του επαναφορά. Ο ΣΥΡΙΖΑ διαλύεται επιστρέφοντας στα προ κρίσης ποσοστά του. Η ΝΔ καταγράφει σημαντική φθορά και είναι σαφές ότι η «κοινωνική» αντιπολίτευση αναζητεί όχημα εκλογικής έκφρασης. Με ένα δημοσκοπικό ποσοστό πέριξ του 20% και με τη διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος να καταγράφεται μονοψήφια μετά από πάρα πολύ καιρό, το ΠΑΣΟΚ μπορεί να φιλοδοξεί ακόμα και μια αμφίρροπη αναμέτρηση, ειδικά αν οι εκλογές διεξαχθούν κοντά στη χρονική λήξη της κυβερνητικής θητείας κι όχι αρκετά πρόωρα. Μένει να φανεί κατά πόσον ο Νίκος Ανδρουλάκης θα αξιοποιήσει τη νέα ευκαιρία που έλαβε από τη βάση του κόμματος προ ολίγων εβδομάδων.
Κατά τη διάρκεια της μνημονιακής δεκαετίας, είτε για λόγους επικοινωνιακής διαχείρισης είτε για λόγους συμφέροντος γενικότερα, είτε εξαιτίας πολιτικού και ιστορικού αναλφαβητισμού, είτε για λόγους ιδεοληψίας, το μεγαλύτερο ποσοστό όσων βρίσκονταν σε δημόσιο βήμα υποστήριζε την ανάγκη Κυβερνήσεων συνεργασίας. Οι θιασώτες του μπάχαλου, ταυτιζόμενοι με τους πάσχοντες από σύνδρομο μειονεξίας έναντι της Ευρώπης, ζητούσαν τη θεσμοθέτηση της απλής αναλογικής και την επιβολή συνεργασιών. Μόνο που ένα τέτοιο μοντέλο δεν ταιριάζει στην Ελλάδα και η πραγματικότητα το απέδειξε. Η επαναφορά του «παραδοσιακού» δικομματισμού είναι προς το συμφέρον της χώρας, εφόσον φυσικά οι δυνάμεις του παραμένουν προσηλωμένες στη Δημοκρατία και υπαγόμενες εντός ενός ισχυρού θεσμικού πλαισίου.