Της Μαριάννας Φελουκατζή,
Από πολύ νωρίς στις ανθρώπινες κοινωνίες αναπτύχθηκαν οικονομικές συναλλαγές. Πρωτόγονες κοινωνίες θα αντάλλαζαν αγαθά ή υπηρεσίες με τις αντίστοιχες που εκείνοι χρειάζονταν, μέθοδος που αργότερα ονομάστηκε αντιπραγματισμός. Ο αντιπραγματισμός ως μέθοδος οικονομικών συναλλαγών ελλείψει ενός νομισματικού συστήματος, απαντάται ήδη από το 6000 π.Χ. στη Μεσοποταμία και αργότερα στη Φοινίκη. Μολονότι αποδοτικός για όσο διήρκησε, δεν στερούταν εμφανείς αδυναμίες. Οι αδυναμίες του αυτές ήταν εκείνες που ώθησαν τους ανθρώπους του 7ου π.Χ. αιώνα να δημιουργήσουν μια πρωτόγονη μορφή νομισματικού συστήματος. Πρόκειται για νομίσματα που δημιουργούνταν στην Κίνα από χαλκό και στη Μικρά Ασία από ένα κράμα χρυσού και αργύρου, το λεγόμενο ήλεκτρον. Τα νομίσματα αυτά αντλούσαν την αξία τους κυρίως από το μέταλλο το οποίο ενείχαν. Αργότερα, καθώς οι ανθρώπινες κοινωνίες εξελίσσονται, η ανάγκη δημιουργεί, σταδιακά, τα πρώτα χαρτονομίσματα (αρχικά ως αποδείξεις) και αργότερα τα πρώτα τραπεζικά συστήματα. Τα χρήματα, ωστόσο, συνεχίζουν να στηρίζουν την αξία τους στο μέταλλο από το οποίο είχαν δημιουργηθεί.
Ενώ, λοιπόν, τα πολύτιμα μέταλλα χρησιμοποιούνται με αυτόν τον τρόπο από την αρχαιότητα, μόλις στα τέλη του 18ου αιώνα ξεκίνησε μια πιο οργανωμένη μακροοικονομική πολιτική, που όριζε ρητά τη μετατρεψιμότητα των χαρτονομισμάτων, καταρχάς, σε χρυσό. Πρόκειται για τον Χρυσό Κανόνα, θεμελιωμένο στη μακροχρόνια παράδοση χρήσης των χρυσών νομισμάτων ως μέσου ανταλλαγής, μονάδας μέτρησης, αλλά και διαφύλαξης αξιών. Ο Χρυσός Κανόνας, ως θεσμός, εισήχθη πρώτη φορά από το Βρετανικό Κοινοβούλιο το 1819, ορίζοντας ως βασική ευθύνη της Κεντρικής Τράπεζας τη διατήρηση της επίσημης ισοτιμίας μεταξύ του εθνικού νομίσματος και του χρυσού.
Λίγο αργότερα, σε άλλες περιοχές του κόσμου, αναπτύσσεται ο Διμεταλλικός Κανόνας, παρόμοιος σε λογική, καθώς το νόμισμά τους στηριζόταν τόσο στον χρυσό όσο και στον άργυρο. Αναλυτικότερα, σε ένα διμεταλλικό σύστημα, το νομισματοκοπείο μιας χώρας μετατρέπει συγκεκριμένες ποσότητες χρυσού και αργύρου σε εθνικά νομίσματα σε μια ορισμένη ισοτιμία κοπής. Το πλεονέκτημά του ήταν ο περιορισμός της αστάθειας τιμών που προέκυπτε από τη χρήση ενός μόνου μετάλλου. Εάν, δηλαδή, η αξία του χρυσού ανέβαινε δυσανάλογα, θα στρεφόντουσαν στον φθηνότερο άργυρο, αμβλύνοντας τον αποπληθωρισμό που θα πρόκυπτε από τη χρήση ενός καθαρά χρυσού κανόνα. Ενδεικτικά, οι ΗΠΑ ακολούθησαν τον διμεταλλικό κανόνα από το 1837 έως και τον Εμφύλιο και η Γαλλία μέχρι το 1873. Γενικά, ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1870 που οι περισσότερες χώρες άρχισαν να προσχωρούν στον χρυσό κανόνα, αντιγράφοντας το παράδειγμα της ισχυρότερης οικονομικά και βιομηχανικά χώρας της εποχής.
Πέραν από την επιθυμία να αντιγράψουν τη «συνταγή επιτυχίας» της Μεγάλης Βρετανίας, το βασικότερο επιχείρημα των υποστηρικτών του χρυσού κανόνα ήταν η σταθερότητα της πραγματικής αξίας των εθνικών νομισμάτων. Η υποχρέωση, τουτέστιν, διατήρησης μιας σταθερής τιμής χρυσού θα διασφάλιζε ισορροπία της προσφοράς και ζήτησης χρήματος και επομένως θα έμπαιναν αυτομάτως όρια στην αύξηση του γενικού επιπέδου τιμών ως απόρροια επεκτατικής νομισματικής πολιτικής. Η αδυναμία, ωστόσο, της Κεντρικής Τράπεζας να ασκήσει ελεύθερα νομισματική πολιτική θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για την αντιμετώπιση προβλημάτων, αλλά θα μπορούσε να είναι και τροχοπέδη στην εγχώρια οικονομική ανάπτυξη. Άλλωστε, ο χρυσός κανόνας είναι πλέον γνωστό ότι απέτυχε να εκμηδενίσει τις διακυμάνσεις των τιμών, καθώς υπήρχαν σημαντικές μεταβολές της σχετικής τιμής του χρυσού και των λοιπών αγαθών και υπηρεσιών.
Επιπλέον, η επικράτηση του χρυσού κανόνα επέφερε, φυσικά, μια τάση συγκέντρωσης χρυσού. Επομένως, οι Κυβερνήσεις άρχισαν να αντιλαμβάνονται την εξωτερική ισορροπία ως μια κατάσταση κατά την οποία η Κεντρική Τράπεζα ούτε κέρδιζε μεγάλη ποσότητα χρυσού από το εξωτερικό, αλλά, κυρίως, ούτε έχανε χρυσό με πολύ γρήγορους ρυθμούς, επιδιώκοντας, επί της ουσίας, ένα ισοσκελισμένο ισοζύγιο πληρωμών. Όταν αυτό δεν πραγματοποιούταν, οι τράπεζες που βρίσκονταν σε έλλειμμα του πολύτιμου μετάλλου αναγκάζονταν να μειώσουν τα αποθέματα των εγχώριων τίτλων που κατείχαν όταν έχαναν χρυσό, προκαλώντας την άνοδο των εγχώριων επιτοκίων και προσελκύοντας κεφάλαια από το εξωτερικό. Στην αντίπερα όχθη, οι χώρες που κέρδιζαν χρυσό έμπαιναν στον πειρασμό επένδυσης σε προσοδοφόρους εγχώριους τίτλους, προκαλώντας την εκροή χρυσού στο εξωτερικό. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η τακτική αυτή γίνεται γνωστή ως «Οι Κανόνες του παιχνιδιού» του χρυσού κανόνα.
Ο χρυσός κανόνας εγκαταλείφθηκε προσωρινά κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου για να μπορέσουν να χρηματοδοτηθούν οι πολεμικές δαπάνες, καθώς αυτές ξεπερνούσαν σημαντικά τα κρατικά αποθέματα χρυσού. Η Μεγάλη Βρετανία, επιθυμώντας να επανακτήσει το απολεσθέν της κύρος, πρόσδεσε και πάλι, το 1925, τη λίρα στον χρυσό, προσβλέποντας στην αποκατάσταση της σταθερότητας. Η επιστροφή στον χρυσό κανόνα συνεπαγόταν δρακόντεια μέτρα σε μια χώρα με ρημαγμένο εργατικό δυναμικό και παραγωγική ικανότητα. Οι περιοριστικές νομισματικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν οδήγησαν στην εκτόξευση του ποσοστού ανεργίας, ενώ η στασιμότητα της οικονομίας της συνέβαλε στην απώλεια διεθνούς εμπιστοσύνης. Η Μεγάλη Ύφεση του 1929 έδωσε το τελειωτικό χτύπημα, με τη Βρετανία να αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον χρυσό το 1931.
Παράλληλα, την εποχή του Μεσοπολέμου έγινε μια απόπειρα επιστροφής στο status quo ante, με ορισμένες, όμως, διαφοροποιήσεις από κάποιους. Τα μειονεκτήματα του χρυσού κανόνα, τα οποία ήταν εμφανή και πριν τον πόλεμο, αλλά γιγαντώθηκαν, ειδικά μετά το Κραχ, οδήγησαν, μετά από τη Συνδιάσκεψη της Γένοβας, στην καθιέρωση ενός Χρυσού Συναλλαγματικού Κανόνα. Σύμφωνα με αυτόν, μικρότερα κράτη θα μπορούσαν να καλύπτουν τα χαρτονομίσματά τους με αποθέματα όχι χρυσού, αλλά συναλλάγματος σε ένα νόμισμα ενός ισχυρού κράτους, το οποίο, ωστόσο, δεσμευόταν να διατηρεί δυνατότητα μετατρεψιμότητας του δικού του νομίσματος σε χρυσό. Το κράτος αυτό, μετά τη συμφωνία του Μπρέτον Γούντς, ήταν και επισήμως οι ΗΠΑ, που είχαν επιστρέψει στον χρυσό κανόνα το 1934. Το νέο αυτό σύστημα που καθιερώθηκε, έτσι, τον Ιούλιο του 1944 προέβλεπε σταθερές ισοτιμίες έναντι του αμερικανικού δολαρίου και αμετάβλητη τιμή του χρυσού σε δολάρια (στα 35 δολάρια/ουγγιά).
Το σύστημα αυτό έλαβε τέλος το 1971, όταν η Κυβέρνηση των ΗΠΑ ανέστειλε την ελεύθερη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό, καθώς ο υψηλός πληθωρισμός και το αυξανόμενο έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών εξάντλησαν τα αποθέματα χρυσού και δημιούργησαν προσδοκίες για επικείμενη υποτίμηση του δολαρίου. Κάπως έτσι ο χρυσός κανόνας πέρασε και επισήμως στην ιστορία, δίνοντας στη θέση του σε ένα πιο σύγχρονο σύστημα, στο γνωστό πλέον fiat money.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Krugman, Paul R, et al. International Economics : Theory and Policy. Boston, Mass., Pearson, I.E, 2015, pp. 577–585.
- The history of money: How currency evolved from pelts to paper, CrediKarma, διαθέσιμο εδώ
- International Monetary System, ScienceDirect, διαθέσιμο εδώ
- What Is the Gold Standard? History and Collapse, Investopedia, διαθέσιμο εδώ